Θητεία στην υπέρβαση
(…) Την ακούσια ένταξή της μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο, που τη φυσιογνωμία του, καταλυτική του ανθρώπινου προσώπου και της αξιοπρέπειάς του, την αποστρέφεται η Μ.Λ.Π. την αποκαλεί σχετλιαστικά “εγκοσμιότητα”, σύμπτωμα της υλικότητάς “μας”, που σαν κλειστό σύστημα μορφών περιέχει την εντροπία του¨ κι έτσι σαν αντίδραση σ’ αυτή την εντροπία εκδηλώνεται η Μνήμη και ο Νόστος για μια “προϋπαρξη” πριν από το Λάθος. Γιατί μα;ζί με τους Γνωστιτούς της η Μ.Λ.Π. ξέρει ότι “δεν έχει χαθεί ανεπανόρθωτα κάθε επαφή με τους ανώτερους κύκλους μέσα στην αστρική νύχτα”. … Αυτό είναι που ονειρεύεται ενώ περπατά στους τρίβους της εγκοσμιότητας, το ποιητικό εγώ της ποιήτριας: “ένα θραύσμα ονείρου η γήινη περίπτωσή μου”, ένα εγώ βαθιά μυστικό κι ωστόσο απίστευτα διαφανές ακόμα και μ’ ετούτη, τη μακροσκοπική, θα ‘λεγα, θεώρηση της ψυχογραφίας του.
(…) Και τώρα, πού είναι ο τόνος του ποιητικού αυτού λόγου και ποια η κοίτη του. Είτε θέλει ν’ αποβιβαστεί κανείς στη γη αυτής της ποίησης, είτε θέλει να παραμείνει ακταιωρός της, ας έχει υπόψη του μερικά κλειδιά. Μας τα έχει δώσει η ποιήτρια στη διαδρομή του στοχασμού της που τον παρακολουθείς στα δοκίμιά της: “Η αληθινή ποίηση βρίσκεται σε υπερβατικά επίπεδα” λέει. Κι αλλού: “Η υπερβατική έννοια είναι η ίδια η υπαρξιακή ώρα που το πλάσμα πονά και φοβάται μέσα στην ερημιά του πεπρωμένου του”. Κι αλλού: “ο άνθρωπος πάνω στη γη ζει εναγώνια την εγκόσμια μοίρα του γιατί κρατά στα βάθη του υποσυνείδητου τη σκοτεινή γνώση μιας πλατωνικής
ανάμνησης”. Και δεν είναι μόνο αυτά τα κλειδιά. Υπάρχει ορμαθός ολόκληρος. Στην “Εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης” είναι που η Μ.Λ.Π. ανακαλύπτει τη ρίζα της μεταφυσικής αγωνίας του ανθρώπου.
(…) Και μόνο αυτά τα παραθέματα αρκούν υποθέτω για να δώσουν τον οξύτατο σφυγμό αυτής της ποίησης. Η διαθλαστική επιφάνεια όπου ο στοχασμός σπάει για να εκτιναχθεί ο ποιητικός λόγος είναι βασικά το υπαρξιακό πρόβλημα. Αυτή η διαίσθηση του Αγνώστου είναι που μαγνητίζει την Μ.Λ.Π., όπως ομολογεί η ίδια σ’ ένα δοκίμιό της: “Εκεί σ’ εκείνη τη διαίσθηση του Αγνώστου ήταν η πρώτη μαγεία που άνοιγε μέσα μου απάτητους δρόμους να βαδίσω”.
(…) Και δεν είναι κήρυγμα για μια φυγή, δηλαδή ένας αναχωρητισμός – ας το προσέξουμε αυτό το μήνυμα – που εισηγείται με την πρόσφατη ποίησή της η Μ.Λ.Π. Είναι μια οιμωγή του υπαρξιακού ανθρώπου που ακούγεται σαν διαδρομή έξω της ρότας που της επιβάλλει η εγκοσμιότητά της. Δεν φεύγει όμως. Ίσα ίσα. Συμπορεύεται, αλλά αντιστέκεται στην αλλοτρίωση. Γίνεται ονειρική, γίνεται, το είδαμε παραπάνω, ποίημα, βαδίζει ακόμα και στην απουσία της.
(…) Πορεύεται μετουσιώνοντας το κάθε εντόπιον σήμα που πάει να την ασωτέψει με την εκπαγλότητά του. Πορεύεται, μαζεύοντας εδώ κι εκεί “κομμάτια το πρόσωπό της”.
(…) Ο στοχαστικός σφυγμός της Μ.Λ.Π. και η ποιητική εκδοχή του μ’ αφορμή το Περπατώ και ονειρεύομαι, σηματοδοτείται από μια ροή, από ένα ρου που είναι του Ηράκλειτου, του Εμπεδοκλή, ένας πλους στα εγκόσμια νερά με μια μυστική ρότα έξω από το χάρτη σε ασυνήθεα χώρον: “φυγάς θεόθεν και αλήτης”.
Περιοδικό “Διαβάζω”, 1984
Ο Έκτωρ Κακναβάτος ήταν ποιητής