• Skip to main content
  • Skip to secondary navigation

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

poet novelist playwright

  • el
  • en_GB
  • βιογραφικό
  • Μυθιστορήματα
    • Παιδικά
  • Ποίηση
    • Ποιητική πρόζα
  • Δοκίμιο
    • Μεταφράσεις
  • θέατρο
    • παραστάσεις έργων
    • Δημοσιεύσεις έργων
  • in English
  • Επικαιρότητα
  • Δημοσιεύσεις Μαρίας
    • Μελέτες και Ομιλίες
  • Συνεντεύξεις
    • Εργαστήρι του συγγραφέα
  • άρθρα για την Μαρία
    • Ομιλίες για το έργο της
    • Επιστολές, αναρτήσεις
    • διδακτορικά
  • Εκδηλώσεις
    • Σχολεία
  • “ἁρμονίη”
  • facebook
  • wikipedia

Ποίηση

This summer I wanted

11th Σεπτέμβριος 2020 By maria

Τούτο το καλοκαίρι
ήθελα το μάλαμα του ήλιου
να καίει στις φούχτες μου μέσα
λιωμένο σαν όρκος παλιός
Ν’ ανασάνω στο σώμα σου τις πευκοβελόνες
όπως τότε
που κυλιόταν το φεγγάρι στα βρύα
σπαράγματα μιας ζωής που τα ξεβγάζει το κύμα
Και με τους δρόμους μου όλους αγκαλιά να φτάσω
εκεί που τελειώνει το όνειρο
εκεί που αρχίζει η γνώση.

Τούτο το καλοκαίρι ήθελα να γίνω μια Λέξη πελώρια
σαν δρόμος όρθιος που ανεβαίνει στ’ αστέρια
και λαμποβολεί
μια λέξη με τρεις συλλαβές ή και τέσσερις
να περιέχουν όλες τις άλλες – όπως θάλασσα ή έρχομαι!
όπως λαμποβολώ
Το καλοκαίρι φεύγει και με παίρνει μαζί του
ποιος ξέρει για πού..,

Για το καλοκαίρι του κορωνοϊού, 2020
 Αναρτήθηκε στο fb, Αύγουστος 

Ανηκει στην κατηγορια:Ποίηση

Καλλίπολις ή ANZAC Εκατό χρόνια μετά: “Όταν το άδικο γίνεται ιστορία των λαών”

25th Απρίλιος 2020 By maria

Σε είδα που πέρασες μπρος στα μάτια μου
κι ας ήταν εκατό χρόνια μετά
Είδα την κίνηση του χεριού σου
τη νιότη σου που έγερνε αβοήθητη
Ποια ήταν η Καλλίπολη και γιατί
διέσχισες δύο ωκεανούς για να τη φτάσεις
να πεθάνεις εκεί σε μια γη ξένη
άξενη
δεκαεφτά χρονών παιδί

Είδα τον τρόμο στα μεγάλα μάτια σου
καθώς οι ριπές των όπλων τα σημάδευαν
Πού πήγε τόση σκοτωμένη νιότη
Πώς χώρεσε στην άνοιξη
Κι αν σε ρωτήσει; Τι του λες;
Για ποια γλυκιά πατρίδα σκοτώθηκε;
Για ποια ιδέα;

Γλυκιά μόνο η γη που σε αγκάλιασε νεκρό
που σε νανούρισε στον κόρφο της
της Λήμνου η αγαπημένη γη
που σας ονόμασε παιδιά της.

Ονόματα χαραγμένα πάνω στην πέτρα
που μόνο οι αύρες οι θαλασσινές τα θωπεύουν
τις νύχτες τις έρημες
όταν το φεγγαρόφωτο κάνει αβάσταχτη την ομορφιά
και πάνω στη σιωπή σου σαν δάκρυ κυλάει
το έρημο υγρό φεγγαρόφωτο

που κάνει αβάσταχτη την ομορφιά

ώσπου να βγει το άστρο της αυγής
στο μέτωπο να σε φιλήσει
και σαν παιδί να γείρεις
πα’ στην ασάλευτη σιωπή
πάνω στο Άδικο που πάντα περισσεύει
να γείρεις δίχως όνειρα
στη γη που σε αγκάλιασε
που έγινε μάνα κι αδερφή στον ύπνο σου
και αγαπημένη

Σε είδα που πέρασες μπρος στα μάτια μου
κι ας ήταν εκατό χρόνια μετά
ως η ημέρα η εχθές
στον άπειρο χρόνο της μοναχικής στιγμής
όταν η ψυχή κλαίει για το άδικο
Όταν Το Άδικο Γίνεται Ιστορία Των Λαών.

Ήταν Μάης του 2015 όταν σε μια εκδήλωση στο πολεμικό μουσείο για την επέτειο των εκατό χρόνων από τα ατυχή ιστορικά γεγονότα “Καλλίπολις ή ANZAC”, είχε προβληθεί μια ταινία ντοκουμέντο, συγκλονιστική.

Μια καλημέρα σε όλους με τη σκέψη:”Όταν το άδικο γίνεται ιστορία των λαών”. Το ποίημα υπάρχει στην τελευταία μου ποιητική συλλογή “Ως ωραίος νέκυς”

Ανηκει στην κατηγορια:Ποίηση

“Ο ποιητής γράφει την ιστορία”, ένα ποίημα για την Εταιρεία Συγγραφέων

18th Ιαν 2020 By maria

Κανείς δεν ήξερε για την καρδιά του
δυο αιώνες τώρα στενάζει μέσα στην πέτρα
κι ο χρόνος πάνω της γράφει την ιστορία του κόσμου
τα γράμματα όλο και πιο ακατάληπτα
πιο οργισμένα
Και τις νύχτες του έρημου σεληνόφωτου
έρχεται ο Καβαλάρης
τα μάτια του ροές του ανέμου

έρχεται μ’ ένα κοντύλι στο χέρι
να γράψει το ποίημα που δεν πρόφτασε
μα το αίμα χλωρό

Πού είστε ορέ Ψυχές της Ρούμελης;
Μήπως εκάματε κι εσείς Hotel τη λέξη Ελευθερία;

Θέλω να βγω στο ξέφωτο
να περπατήσω μαζί σας
εκεί όπου η Μνήμη ακόμα ιερή
φωτίζει λόγγους και βουνά τις νύχτες
Όταν οι σκοτωμένοι περπατούν μονάχοι
σαν όρθιες ερημιές που ζώνονται το ασήμι τους
γιατί τ’ άρματα κοιμούνται στα μουσεία
και ψιθυρίζουν λόγια μιας λευτεριάς
που ’γινε ακατάληπτη με τον καιρό.

Δεν με χωράει η ιστορία αυτή
με τον επαίσχυντο οβολό στο χέρι
δεν καταδέχομαι την ιστορία που γράφεται με οβολό
Εγώ είμαι ο Ποιητής
έδωσα την καρδιά μου στην Ιδέα
και καρδιά ζητώ

Πού είστε σύντροφοι της Ρούμελης και του Μωριά
θέλω να έρθω να σας βρω μαζί να περπατήσουμε
στις πιο αψηλές κορφές
όλος ο κόσμος να ιδεί πως
οι Ψυχές αψήλωσαν με τον καιρό
πως δεν απόθαναν μωρέ
δεν αποθάναμε ποτέ
Και ίσως καιρός να γράψουμε εμείς την Ιστορία
απ’ την αρχή.

“

Έτσι ο Ποιητής μονάχος
με το γυμνό του χέρι ενάντια στον καιρό
είναι η αλήθεια έξω από την ιστορία
εκεί όπου μόνο οι Ψυχές αγρυπνούν
Ακατάδεχτες.

Κι αν τύχει και βρεθείς νύχτα του φεγγαριού
στη γη της Ρούμελης
ακούς πατημασιές και λόγια ακατάληπτα
έτσι όπως μόνο ο ποιητής
τη γλώσσα των βουνών και των θεών
της αστραπής τη γλώσσα
και του αίματος μιλεί
της αλήθειας που ’μεινε έξω απ’ τον χρόνο των θνητών

Γιατί ο Ποιητής γράφει την ιστορία του κόσμου.

Δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων 2020
με γενικό θέμα: 1821, Λογοτεχνία και Επανάσταση

Ανηκει στην κατηγορια:Ποίηση

Copyright © 2025 Maria Lampadaridou Pothou - Site design by C. Sampalis - Supported by A. Skamagkis