• Skip to main content
  • Skip to secondary navigation

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

poet novelist playwright

  • el
  • en_GB
  • βιογραφικό
  • Μυθιστορήματα
    • Παιδικά
  • Ποίηση
    • Ποιητική πρόζα
  • Δοκίμιο
    • Μεταφράσεις
  • θέατρο
    • παραστάσεις έργων
    • Δημοσιεύσεις έργων
  • in English

 

“

Γράφω γιατί έτσι μόνο μπορώ να υπάρχω.
Έτσι μόνο να αναζητώ τη διαίσθηση μου για τον κόσμο και για την ύπαρξη. Να συνειδητοποιώ την κάθε στιγμή που ζώ για να βρω το ουσιώδες που κρύβει, να το μεταποιήσω σε ποίηση, σε ομορφιά.
Την ομορφιά αναζητώ γράφοντας, το χαμένο ιερό της ψυχής.
Κι όταν ακόμα μιλώ για τον φόβο ή τη σκληρότητα, την ομορφιά αναζητάει η ψυχή μέσα στη δικαιοσύνη και την υπέρβαση.
Να γι’ αυτό έγραψα όσα έγραψα, για να πλουτίσω την ψυχή μου. Να δω λίγο πιο πέρα αυτό που δεν φαίνεται.
Την άλλη αλήθεια.

read more

  • Επικαιρότητα
  • Δημοσιεύσεις Μαρίας
    • Μελέτες και Ομιλίες
  • Συνεντεύξεις
    • Εργαστήρι του συγγραφέα
  • άρθρα για την Μαρία
    • Ομιλίες για το έργο της
    • Επιστολές, αναρτήσεις
    • διδακτορικά
  • Εκδηλώσεις
    • Σχολεία
  • “ἁρμονίη”
  • facebook
  • wikipedia

Άκουσε με…

Και μην έχοντας γη να σταθώ
γίνομαι ποίημα

Είπες, δεν θέλεις να λέγεσαι Αριθμός
δεν θέλεις να είσαι μόνον το πνεύμα
Αλλά η “αρμονίη αφανής”
το άρρητο γίγνεσθαι του κόσμου
που εξαγνίζει με πόνο

Κι όταν όρισες τις εντολές του χάους
και χάραξες τη Δικαιοσύνη
χιλιάδες έτη αγρυπνώντας στην καρδιά του ερέβους
για να ποιήσεις το Φως και την ‘Ωρα την Πρώτη
είπες, υπάρχεις τώρα

Υπάρχω
μια σταγόνα ζωή από το δικό σου αίμα – που το είπες
αίμα θυσίας
αίμα ή νερό πηγής από την πρώτη αχειροποίητη ώρα

Γι’ αυτό, άκουσέ με
Είμαι η σταγόνα το νερό εγώ η μυημένη
στις ακατέργαστες μνήμες της διαδρομής μου
υδάτινα περάσματα μέσα μου
Από το σανσκριτικό asFu της ψυχης μου
που κουβαλά τη μνήμη του χάους
έως τον σεντιφένιο μου Άγγελο με το άσπιλο λινό
που έκανε τη μνήμη έγερση   
και πάλεψε με τον Σκοτεινόν επάλεψε
στα ασφοδελά ευρώεντα κέλευθα τα μουχλιασμένα

Να τον νικήσει με τη μουσική του
Η μουσική θα καταργήσει το άβατο, είπε

Να τον νικήσει με το φως το αχειροποίητο
Η μνήμη είναι έγερση, φώναξε

“και εν νεκύεσι φαείνω!”

Άκουσέ με,
Είμαι η σταγόνα το νερό εγώ – νερό ή αίμα
που περιέχει όλα τα ποτάμια και τις παλίρροιες τις κοσμογονικές
μνήμες από τη γένεση του κόσμου
Και ας οδοιπορώ τώρα
ας οδοιπορώ σαν τοπίο σε απόγνωση
ας οδοιπορώ
μέσα στην εντολή σου – μέσα
στο μίασμα που έστειλες στο άγος

Ας οδοιπορώ τώρα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα
και το πρόσωπο καμένο από την αστραπή σου
ας οδοιπορώ τώρα, ας οδοιπορώ

Κοιμήθηκα τόσο βαθιά τον εγκόσμιο χρόνο μου
που σε ξέχασα
ήταν τόσο βαριά η εντολή σου η τηλαυγής
που την ξέχασα
Όμως μία μόνη στιγμή του άχραντου φτάνει
για ν’ ανθίσουν όλα τα δάκρυα
για ν’ αθωωθεί ο χρόνος
για ν’ αθωωθώ

Να βρω ξανά τον παλιό μου γαλήνιο ουρανό

Άκουσε  με,
Ό,τι κι αν ήθελες να μου πεις
το ‘νιωσα με το άγριο πέρασμα σου

Τούτη την ώρα που τα νερά αλλάζουν
κι ο κόσμος όλος σε δόκανο αγριμιού

Τούτη την ώρα που ο Σκοτεινός περπατάει
σε χίλιους δρόμους μαζί – σκορπώντας τον θάνατο
Κι ο φόβος συμπαγής και άβατος μέσα
στα κλειστά σπίτια

Η φωνή μου φωνή υδάτων πολλών από τα χρόνια του Ιώβ
“Κράζω προς Σε
και δεν μοι αποκρίνεσαι
Άκουσον, δέομαι, είπε,
ίνα τι υπνοίς;”

Ένας ασήμαντος κόκκος νόησης
μέσα στον όγκο της σιωπής
μ’ ένα κερί μόνο στο χέρι
αναμμένο
να φέγγει τη μεγάλη νύχτα

Άκουσέ με,
Στον ώμο της η μάνα τον Άδη εσήκωσε
σαν ανακάλεμα νεκρού
κι έγινε μουσική λύρας επτάχορδης
απ’ την αρχή τις εντολές του χάους να χαράξει
να φτάσει στο μυστικό του ερέβους το αχειροποίητο
που κρύβει το δικό σου Φως.

Άκουσε, εν τέλει, άκουσε με
δέομαι πάνω στις πληγές που μου έδωσες
Και ξέρω πως είναι αυτές
ο δρόμος μου προς Εσένα.

Γράφτηκε τον Μάρτιο του 2020, στις μέρες του κορωναϊού 

Σύνδεσμος στο ενορχηστρωμένο ποίημα

Σημαντικά γεγονότα

“Το Ξύλινο Τείχος” στην Ευρωπαϊκή Ένωση”, Ιούλιος 2020

Αίθουσα αφιερωμένη στην Μ.Λ.Π. από τον Δήμο Λήμνου

‘Αρθρα για την Αγία Σοφία

Συνέντευξη στο ΒΗΜΑgazino με την Έρη Βαρδάκη

Μαρτυρίες της επικαιρότητας

‘Ακουσε με – Ποίηση που γράφτηκε στις μέρες του κορονοϊού
«Υπερρεαλισμός είναι η καθημερινή μας ζωή»

Ο Άγγελος της Στάχτης
Επετειακό Αλώσεως 2021
Το ανελέητο παραμύθι της ζωής
Συνέντευξη στους μαθητές και μαθήτριες Λυκείων Λήμνου, για το ΒΗΜΑ της Κυριακής, 6 Ιουνίου 2021
Επετειακό Αλώσεως 2022

Για τα εκατό χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής
Κριτική Δημήτρη Τσιάμαλου για το Σμαραγδένιο Βουνό στο Βήμα

Για τους αναγνώστες της Ευρώπης, λίστα ανάγνωσης – Η ελληνική πρόταση της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στην ΕΕ

Το 480 π.Χ., ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα με στρατό του οποίου το μέγεθος ήταν απαράμιλλο στην ιστορία. Όταν οι 300 ηρωικοί Σπαρτιάτες ηττήθηκαν στις Θερμοπύλες, ο δρόμος προς την Αθήνα ήταν ανοιχτός, εξαπλώνοντας τον τρόμο και τον πανικό σε όλη την Αττική.

Σύμφωνα με την αφήγηση του Ηροδότου, οι Αθηναίοι στράφηκαν στο Μαντείο των Δελφών, του οποίου η προφητεία έγραφε: «Όταν θα έχουν κυριευθεί όσα ορίζει ο Κέκροψ και όσες βαθιές σπηλιές έχει ο Κιθαιρώνας, τότε ο παντεπόπτης Δίας θα δώσει στην Τριτογενή ξύλινο τείχος το μόνο απόρθητο, σωτήριο για σε και τα παιδιά σου».

Υπήρξαν πολλές ερμηνείες σχετικά με το τι πραγματικά εννοούσε η προφητεία για το «ξύλινο τείχος». Κάποιοι επέλεξαν κυριολεκτικά να χτίσουν έναν ξύλινο τοίχο γύρω από την Ακρόπολη. Ο στρατηγός Θεμιστοκλής, ωστόσο, βρήκε μια διαφορετική ερμηνεία: το ξύλινο τείχος ήταν μια αναφορά στα πλοία τα οποία οι Αθηναίοι κατασκεύαζαν τα χρόνια πριν από την περσική εισβολή. Καθοδηγούμενος από τη εμβριθή στρατηγική και πολιτική ιδιοφυΐα του Θεμιστοκλή, ο ελληνικός συμμαχικός στόλος θριάμβευσε στη Σαλαμίνα μετά την καταστροφή της Αθήνας, ενώ όσοι εμπιστεύτηκαν την πιο κυριολεκτική έννοια της προφητείας υπέστησαν το μοιραίο αποτέλεσμα της απόφασής τους

Το ιστορικό μυθιστόρημα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου “Το Ξύλινο Τείχος” προσφέρει μια σαγηνευτική προσέγγιση στις αξίες, στα πιστεύω και στους φόβους των αρχαίων Ελλήνων. Υπογραμμίζει την σημασία μιας πεφωτισμένης αρχηγείας, ιδιαίτερα την στιγμή που έρχεται αντιμέτωπη με την Ύβρι και την αλαζονεία που πυροδότησαν τα κυριαρχικά όνειρα των Περσών. Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται μέσα από τα μάτια του Αλκαμένη, σκλάβου αρχικά και στη συνέχεια ελεύθερου πολίτη, ο οποίος συνδέει τη Λήμνο, την Αθήνα και την Σπάρτη, καθώς συμμετέχει στις τρεις μεγάλες συγκρούσεις των Ελλήνων εναντίον των Περσών, το διάστημα 480 – 479 π.Χ., στο πλευρό των κύριων πρωταγωνιστών των γεγονότων.

Στον ρου της Ιστορίας, η ανθρωπότητα έχει βρεθεί αντιμέτωπη με διλήμματα σχετικά με την αποτελεσματικότερη διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων, οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση παγιωμένους κανόνες και μακραίωνες αντιλήψεις. Η τρέχουσα πανδημία, με τις ευρύτατες, σε διεθνές επίπεδο, κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις, αποτελεί σίγουρα μια τέτοια περίπτωση, καθιστώντας τον χρησμό της Πυθίας για το «ξύλινο τείχος» εξαιρετικά επίκαιρο. Mπορούμε να αντλήσουμε έμπνευση από τον Θεμιστοκλή, ένα λαμπερό ιστορικό παράδειγμα, για το πώς η διορατική σκέψη, το σθένος, οι καινοτόμες ιδέες, η ειλικρίνεια και η συμμετοχικότητα μπορούν να μας βοηθήσουν να υπερνικήσουμε και τις πιο δυσμενείς καταστάσεις. πρωτίστως όμως, η επιτυχία του Θεμιστοκλή βασίστηκε στις αξίες της δημοκρατίας και της συμμετοχής στα κοινά, οι οποίες γεννήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα και συνιστούν τα θεμέλια της δικής μας ευρωπαϊκής ένωσης. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, το μυθιστόρημα “Το Ξύλινο Τείχος” μας εμπνέει και μας υπενθυμίζει την διαχρονική αξία των δημοκρατικών αρχών.

Τα έργα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας δεν χρειάζονται συστάσεις. Και η σύγχρονη όμως ελληνική λογοτεχνία έχει να παρουσιάσει αριστουργήματα, που δεν εξαντλούνται στους δύο νομπελίστες Έλληνες ποιητές, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη.

Σύνδεσμος προς τον επίσημο ιστότοπο

Μαλαματένια Γραφή: φάρος στην Ελληνική Γραμματεία

Συνέντευξη στην καθηγήτρια κυρία Δήμητρα Γ. Χαλαζιά, για το περιοδικό “Η γνώση ταξιδεύει… ελληνικά” που εκδίδεται στην Ελβετία:

Τη Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου τη γνώρισα, όσο και αν σας φανεί παράξενο, μέσα από τα γραπτά ενός Γάλλου, του Jacques Lacarrière. Ο Γάλλος Ελληνιστής μέσα από τη βαθιά ανάλυση του έργου της και εξυμνώντας την ποιητική και «μυητική» της γραφή, με παρακίνησε… να τρέξω στο πρώτο βιβλιοπωλείο και να αγοράσω ένα βιβλίο της.
Έκτοτε, την ακολουθώ πιστά και αναμένω κάθε φορά με την ίδια αδημονία το επόμενο συγγραφικό της βήμα. Τι της έδωσε το ταξίδι από τη Λήμνο, τη γενέτειρά της, μέχρι την Αθήνα και από εκεί στο Παρίσι; Τι σκέφτεται για την κατάσταση στη χώρα; Τι μηνύματα μας στέλνει; Ένα ξεδίπλωμα σκέψεων και προβληματισμών μιας Ελληνίδας, πεφωτισμένης γυναίκας που αγαπά και πονά την πατρίδα της. Την καταξιωμένη, τιμημένη με βραβεία Ελληνίδα συγγραφέα, θα γνωρίσετε μέσα από τη συνέντευξη που ακολουθεί καθώς και από το άρθρο Η Λήμνος σε ένα οδοιπορικό μνήμης.

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Λήμνο. Φύγατε για την Αθήνα κυνηγώντας κάποιο όνειρό σας;

Ταξίδι στο όνειρο ο κινούμενος χρόνος της ζωής μας, λέω κάπου στα “Μονοπάτια του Αγγέλου μου”. Όμως το συγκεκριμένο “όνειρο” μας πάει πολύ μακριά. Η Λήμνος, με το “ιδιαίτερο φυσικό κάλλος της”, ήταν τότε ένα μοναχικό νησί σαν ξεχασμένο πάνω στον χάρτη. Κι εγώ νέα. Με τη δίψα της γνώσης. Με την αγωνία να πραγματοποιήσω αυτό το απροσδιόριστο τότε όνειρο: Να γράψω βιβλία. Δεν ήξερα ακόμα τι θα έγραφα – αφού ούτε ίχνος βιβλιοπωλείου στο νησί. Όμως ήξερα ότι: Μια μέρα θα έγραφα. Κι εξάλλου, η ζωή σε ωριμάζει πιο γρήγορα και πιο σωστά μέσα από τη στέρηση. Και πίστεψα πως κάποια πράγματα στον βίο είναι μοιράμενα. Έτσι καθώς άνοιγαν ένας ένας οι δρόμοι και με έφερναν στις πηγές μιας απίστευτης γνώσης, πτυχίο στην Ελλάδα, υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση για σπουδές θεάτρου στη Σορβόνη, βιβλία που άρχισαν να εκδίδονται, βραβεία. Κι ας γίνονταν όλα αυτά με απέραντο μόχθο, με απέραντη αγωνία. Τα γράφω άλλωστε στο τελευταίο μου βιογραφικό βιβλίο “Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου” που είναι σελίδες από τα ημερολόγια μου.

Τι σας έδωσε η γενέτειρά σας και το πήρατε μαζί σας, στις αποσκευές σας;

Την αγάπη. Μου έδωσε αυτή την πάμφωτη αγάπη, που την πέρασα μέσα σε όλα τα βιβλία που έγραψα, σε ό,τι έκανα στη ζωή μου. Όταν έφυγα δεν ήξερα ακόμα πόσο βαθιά αγαπούσα τον τόπο μου. Σιγά σιγά ένιωσα πως ο δεσμός αυτός ήταν μια σχέση οργανική, υποστασιακή. Ερχόταν τις νύχτες στα όνειρά μου όπου και αν βρισκόμουν, στην Αθήνα, στο Παρίσι, όταν σπούδαζα. Ερχόταν το σπίτι μου το παμπάλαιο, λες και με ακολουθούσε όπου πήγαινα, είχε γίνει ένα σύμβολο πια, μια ψυχή μεταφυσική, ερχόταν με τα πέτρινα βήματά του και με έβρισκε να μου θυμίζει τη “ρίζα” ίσως, όχι ρίζα της μνήμης της εφήμερης ζωής μου αλλά ρίζα της ύπαρξης, της  άδηλης διαδρομής από τα κοσμογονικά βάθη του χρόνου. Τότε πίστεψα πως ένας τόπος δεν είναι από χώμα και πέτρες αλλά ψυχή ζώσα στον αιώνα. Και ήξερα πια ότι η Λήμνος, μέσα από τους δικούς της μυστηριακούς δρόμους, μου ανταπέδιδε την αγάπη μου για εκείνη. Και κανείς ας μην πει πως αυτό δεν είναι πέρα για πέρα πραγματικό.

Στον ιστότοπό σας μεταξύ άλλων έχετε σημειώσει: “Γράφω γιατί έτσι μόνο μπορώ να υπάρχω”. Από πότε συνειδητοποιήσατε και αποδεχτήκατε ότι η Ποίηση και το γράψιμο ήταν ο δρόμος σας;

 Δεν υπάρχει “η στιγμή” που το συνειδητοποίησα. Υπήρχε μέσα μου από πάντα. Όπως η αναπνοή. Πολύ μετά κατάλαβα πως κάποια πράγματα είναι σαν να τα ξέρεις από πάντα, σαν να σου δόθηκαν, γιατί η γνώση αυτή είναι μέσα σου και σε καθοδηγεί. Γνώση ή διαίσθηση, όραση εσωτερική, ενόραση, μυητική ανάβαση στο πρόσωπό σου. Σιγά σιγά τα κατακτάς όλα αυτά, αφού πρώτα έλκεσαι από όλα αυτά. Και δεν είναι καθόλου ανώδυνη η ανάβαση στο πρόσωπο. Δεν είναι ανώδυνη η γνώση του εαυτού. Και ούτε το φως που αναζητάς για να εκφραστείς μέσα του. Ή για να ακυρώσεις το σκοτεινό μέρος της διαδρομής σου. Έτσι βαδίζεις μυητικά και ενορατικά προς τις μεγάλες αλήθειες. Έτσι βάδισα προς αυτό το “Αθέατο” που υπάρχει πέρα από τα ορατά, αυτό που είναι μια πραγματικότητα άλλη πιο στέρεη και πιο ελκυστική κι ας μοιάζει αβέβαιη ή και ανέφικτη. Και σήμερα που είμαι πια στην άκρη του χρόνου, λέω πως αυτό, μόνον αυτό με ενδιέφερε να δώσω στα μυθιστορήματά μου: Τον αθέατο κόσμο και το πώς εξουσιάζει την γνωσιακή μας πραγματικότητα. 

Τι σας χάρισε η γνωριμία σας και στη συνέχεια η αλληλογραφία σας με τον Samuel Beckett;

 Σήμερα λέω, κάποια πράγματα στον βίο μας μπορεί και να μην είναι τυχαία. Μπορεί να είναι αυτό που λέμε “διορισμένα” να γίνουν. Για κάποιο λόγο που, με την ελλιπή νόησή μας, ποτέ δεν θα καταλάβουμε. Ο Ελύτης έγραφε σε ένα γράμμα του στον Εμπειρίκο “αυτά που οι άλλοι τα παίρνουν για τυχαία περιστατικά εμείς ξέρουμε ότι είναι μηνύματα από το άγνωστο”. Βρισκόμουν με υποτροφία στη Γαλλία, όταν είδα στο θέατρο Οντεόν του Παρισιού το έργο του Σάμουελ Μπέκετ, “Ω οι ωραίες μέρες” με την Μαντλαιν Ρενώ και συγκλονίστηκα. Του έγραψα ευθύς ένα γράμμα και ζήτησα να το μεταφράσω. Σίγουρα όμως του έγραψα και τι σήμαινε για μένα το έργο αυτό, πώς προσέγγισα τον συμβολισμό του. Δεν κρατούσα αντίγραφα των επιστολών, τότε, και δεν θυμούμαι τι ακριβώς του έγραψα. Ήταν η αρχή μιας μακριάς αλληλογραφίας. Σήμερα σκέφτομαι πως εκείνος, με τη διορατική ματιά του, είδε στη σκέψη μου αυτό που τον ενδιέφερε: Την προγεννητική μνήμη των θεατρικών του προσώπων και τον χρόνο κάθετο σε μια πραγματικότητα άγνωστη. Χρόνια μετά τόλμησα και του έστειλα ένα μικρό θεατρικό μου, όταν εκείνος το ζήτησε. Ήταν “Το Γυάλινο Κιβώτιο”. Μου έγραψε ευθύς πως του άρεσε και πως το είχε στείλει στον σκηνοθέτη του Ζαν Λουί Μπαρώ. Έχω ήδη γράψει ένα βιβλίο για το έργο του, “Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης”. Τότε ο Γάλλος συγγραφέας και ελληνιστής Jacques Lacarrière μου είχε στείλει έναν πρόλογο γιατί έβρισκε στο βιβλίο αυτό τη φιλοσοφία των Γνωστικών και γιατί ήταν μια άλλη οπτική πάνω στο έργο του Μπέκετ. Σήμερα τι να πω. Τόσο η  αλληλογραφία μου μαζί του όσο και η προσωπική μου γνωριμία, όταν τον συνάντησα στο διαμέρισμά του, στη λεωφόρο του Αγίου Ιακώβου, ήταν από τα πιο σημαντικά πράγματα της ζωής μου.

Τα βιβλία σας έχουν μια μεγάλη δύναμη, πιστεύω ότι συμβάλλουν στην καλλιέργεια του ατόμου, διαμορφώνουν ιδέες αλλά και συνειδήσεις. Είναι το ζητούμενό σας;

Το ζητούμενό μου ήταν πάντα: Να πλουτίσω και να φωτίσω τη δική μου ψυχή. Και τη δική μου αντίληψη. Και να φτάσω στην καθαρότητα της δικής μου συνείδησης. Όμως σήμερα λέω πως, ίσως, ακριβώς γι’ αυτό αγαπήθηκαν τόσο τα βιβλία που έγραψα. Γιατί αυτό που γράφουμε είναι αληθινό μόνον όταν βγαίνει καθαρό από την αλήθεια της ψυχής μας.

Τα ιστορικά σας μυθιστορήματα, όπως το “Πήραν την Πόλη πήραν την” έχουν περισσότερο ζωή και λιγότερη ιστορία. Σας ενδιαφέρει  περισσότερο η ανθρώπινη ύπαρξη; Γιατί;

Η ιστορία είναι μια αφηρημένη έκταση. Ή, αφηρημένη έννοια. Για να  γράψεις ένα σωστό ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει αυτή την αφηρημένη έννοια της ιστορίας να την κάνεις ζωή. Διαλεκτική πάθους. Να δώσεις τη θυσία και τον όρκο και το αίμα. Δηλαδή, τη συλλογική έννοια της ιστορίας να την κάνεις προσωπική. Να την δώσεις μέσα από τη Μία κραυγή, από τη Μία μοναχική συνείδηση – όπως γράφω στο ιστορικό μου μυθιστόρημα “Πήραν την Πόλη πήραν την”, που αυτόν τον καιρό επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Πατάκη σε μια νέα διαδρομή του, ύστερα από είκοσι χρόνια και είκοσι δύο επανεκδόσεις. Θυμάμαι, στα τέσσερα χρόνια που το έγραφα, προσπαθούσα να ξεχνώ τα ιστορικά γεγονότα για να μπορώ να συμμετέχω με το σώμα και την ψυχή στα συγκλονιστικά δρώμενα της πολιορκημένης Βασιλεύουσας. Πήγαινα και καθόμουν με τις ώρες μέσα στη βουβή και σκοτεινή Αγια-Σοφιά και αυτό ήταν πιο σημαντικό από την ιστορία. Γιατί εκεί ζούσα τον κραδασμό από τις αντηχήσεις.

Στα έργα σας η μνήμη επιστρέφει πάντα. Δηλαδή μας προτρέπετε να ρίχνουμε συχνά ματιές και στο παρελθόν;

Το παρελθόν είναι μέσα στον παρόντα χρόνο. Το παρελθόν διαμορφώνει τον παρόντα χρόνο. Και αν δούμε με αυτή την οπτική τον χρόνο, τότε μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη μνήμη. Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμη και την εξουσία που έχει ο παρελθών χρόνος στη ζωή μας. Ο T. S. Eliot λέει: 

Ο χρόνος ο παρών και ο παρελθών χρόνος
ίσως κι οι δυο να ‘ναι παρόντες στον μέλλοντα χρόνο

 Μπορεί η λογοτεχνία να αποτελέσει μια μορφή αντίστασης στην εξουσία;

Η λογοτεχνία, η γνήσια λογοτεχνία, και όταν ακόμα μιλά για μεταφυσική ή για υπαρξιακές αγωνίες, είναι πράξη αντίστασης. Γίνεται πράξη αντίστασης. Εκείνο που διέσωσε τον αρχαίο κόσμο δεν είναι ούτε οι πολιτικοί λόγοι ούτε τα ιστορικά κείμενα. Είναι η μεγάλη ποίηση των Τραγικών μας. Εκείνη η ποίηση διέσωσε το μέγεθος του πολιτισμού του Προσώπου. Διέσωσε τις αξίες. Την πολιτειακή δομή σε επίπεδο αξιών. Την έννοια του “ανθρώπειου μέτρου” (Ηρόδοτος). Κι αν έρθουμε στους νεότερους καιρούς, η ποίηση ήταν πάντα που ξεσήκωνε τους λαούς για τα δίκαια.

Από ποιο βιβλίο σας θα προτείνατε να αρχίσει κάποιος που δεν σας έχει διαβάσει ακόμα; Επίσης, ποια βρίσκουμε μεταφρασμένα;

Συνήθως ο αναγνώστης αρχίζει από το βιβλίο που τυχαία θα πέσει στα χέρια του. Και αν του αρέσει, θα αναζητήσει και τα άλλα. Τότε μπορεί να δει αυτό που του πάει. Είναι κάποιοι αναγνώστες φανατικοί για το μυθιστόρημά μου “Ο Άγγελος της Στάχτης”. Κάποιοι άλλοι για τα ιστορικά. Κάποιοι διάβασαν μόνο το “Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο” και τους έφτανε. Είχε μεταδοθεί πρώτα από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ και είχε αγαπηθεί πολύ, έχω μισό  σεντούκι γράμματα για το βιβλίο αυτό. Όσο για τις μεταφράσεις βιβλίων μου, γνωρίζουμε πως η ελληνική γλώσσα αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο του πολιτισμού μας, αλλά και έχει προσφέρει την “υποδομή” στην αξιακή κλίμακα πολλών πολιτισμένων λαών, ωστόσο δεν παύει να βρίσκεται σε απομόνωση λόγω της δυσκολίας της μετάφρασης. Λίγα βιβλία μου έχουν μεταφραστεί. Το ένα είναι ποιητικό “Passage Mystique” που κυκλοφόρησε από τον γαλλικό εκδοτικό οίκο “Le Temps qu’ il Fait” σε μετάφραση του Jacques Lacarrière και με πρόλογο δικό του. Η ίδια αυτή ποίηση μεταφρασμένη στα σουηδικά κυκλοφόρησε στη Στοκχόλμη από τον εκδοτικό οίκο BONNIERS. Ένα βιβλίο μου με τρία θεατρικά και ποίηση κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Guernica του Καναδά, με τίτλο “A Woman of Lemnos” και Editor την πανεπιστημιακή Rhoda Kaufman. Και κάποια άλλα μικρά στην αγγλική γλώσσα. Από τα μυθιστορήματα μου, μόνον το βιβλίο με τις δύο νουβέλες “Natalia and Christina” διατίθεται αυτή τη στιγμή από την Amazon σε ηλεκτρονική μορφή. Έχουν μεταφραστεί κάποια ακόμα μυθιστορήματα. Ελπίζω πως κάποια στιγμή θα βρούνε τον κατάλληλο εκδότη.

Τι πιο μικρό ελληνικό έχετε αγαπήσει;

Καθετί γνήσιο ελληνικό. Και ούτε υπάρχουν μεγέθη στην αγάπη. Από ένα ηλιοβασίλεμα ως τον Ακάθιστο Ύμνο ή την ποίηση του Ελύτη.

Τελειώνοντας θα θέλαμε να στείλετε ένα μήνυμα στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μας που αγαπάνε βαθιά την Ελλάδα και πονάνε για όσα τραγικά μας συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια.

Κάποτε είχα γράψει ένα μυθιστόρημα, με τίτλο “Η Έκτη Σφραγίδα”. Ο μύθος του: Κάποιοι, με την κερδοφόρα μανία της τουριστικής αξιοποίησης, προσπάθησαν να καταστρέψουν έναν μικρό τόπο, όπου στα παλιά χρόνια γίνονταν ιερές τελετουργίες. Και αφού δεν μπόρεσε η ηρωίδα μου να σώσει τον τόπο αυτόν από την καταστροφή, τότε ο τόπος ενεργοποίησε τις δικές του μυστικές δυνάμεις και αμύνθηκε μόνος του. Κάπως έτσι πιστεύω και για τον λαβωμένο τόπο μας. Ή αυτό έχω ανάγκη να πιστεύω. Αφού εμείς δεν μπορούμε, θα ανασύρει ο ίδιος ο τόπος μας τις δικές του αρχέγονες δυνάμεις. Όσο θα υπάρχει και ένας τόμος από τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη ή τους Τραγικούς μας Ποιητές, στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες του κόσμου, και όσο ο ελληνικός πολιτισμός θα αποτελεί την αξιακή δομή κάθε πολιτισμένης χώρας, η Ελλάδα θα υπάρχει έξω από τα δεινά που της έχουν επιβάλει ατυχείς συγκυρίες. Πάντα έλεγα πως εμείς, ως λαός, δεν είμαστε παρά το εφήμερο πρόσωπό της. Η Ελλάδα η ίδια, ως πεπρωμένο, είναι έξω από τη δική μας εφημερότητα και, πιστεύω, έτσι θα πορεύεται στον αιώνιο χρόνο της. Ή – και πάλι – αυτό έχω ανάγκη να πιστεύω. Γιατί, πολιτισμός δεν είναι τα όσα έτοιμα μας δόθηκαν. Πολιτισμός είναι η αντίληψή μας για τον πολιτισμό. Και ίσως από εκεί να απορρέει η σημερινή απαξία.

Αγαπάμε την Ελλάδα σημαίνει πρώτα την σεβόμαστε.

Δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο 2017, “Η γνώση ταξιδεύει… ελληνικά”  με θέμα: Η δική μου Ελλάδα – Πάντα επιστρέφω

Πολιτισμός είναι η αντίληψή μας για τον πολιτισμό

To articulate experience grammatically, to relate discourse and meaning as we do, is to “be greek”.
George Steiner, Antigones (Εκδόσεις Oxford, σελ. 135)

Λέει ένας ωραίος στίχος του Οδυσσέα Ελύτη:

Και αφού σ’ εξοντώσουν
θα’ ναι ακόμη ωραίος ο κόσμος εξαιτίας σου.

Το κείμενο αυτό απευθύνεται στους εκτός Ελλάδας φίλους και θαυμαστές  του πολιτισμού μας, αλλά και σε εκείνους τους άλλους που ονειρεύτηκαν τον αφανισμό του τόπου μας. Και γράφτηκε στις μέρες της μεγαλης κρίσης.

“

Στους φίλους καταθέτω την ευγνωμοσύνη μου.
Στους άλλους, “τους ντυμένους φίλους”, οπως τους ονόμασε ο Ελύτης (Ήρθαν/ ντυμένοι «φίλοι» / Αμέτρητες φορές οι εχθροί μου), Ευρωπαίους και μη, αισθάνομαι την ανάγκη να τους θυμίσω κάποια πράγματα.
Πριν μας κηδέψουν στα στοιχήματά τους, ας θυμούνται ότι η Ελλάδα, ακόμη και αν την εξοντώσουν, θα εξακολουθεί να υπάρχει σε όλες τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες τους. Και σε όλα τα επίσημα λεξικά τους. Οι λέξεις: analysis, synthesis, theory, category, democracy, chemistry, cosmology, psychology, psyche, logical, politics, philosophy, και χιλιάδες ακόμα που χρησιμοποιούν καθημερινά στην επιστημονική, την φιλοσοφική, την πολιτική, την οικονομική, την κοινωνική ζωή τους, δεν είναι απλές λέξεις.
Είναι δομές σκέψης.
Δομές αντίληψης.
Είναι η δυναμική μιας αναγωγής του λόγου σε υπέρβαση. Λέξεις τριών χιλιάδων χρόνων που είναι λαμπερές ακόμα και δυνατές και ζωντανές. Η γλώσσα μας. Με την κάθε λέξη της εκφράζει και ένα κομμάτι πολιτισμού.  Μαζί με τις διασωθείσες τραγωδίες των τραγικών μας ποιητών και τα κοσμολογικά οράματα των Ιώνων φιλοσόφων που μέχρι σήμερα κυριαρχούν στο παγκόσμιο πνεύμα.

Προφανώς λάθη έχουν γίνει. Όμως πώς θα ήταν δυνατόν το αντίθετο, μέσα στην πίεση για την ανάγκη της επιβίωσης, πίεση που δημιούργησαν για εμάς οι θλιβερές καταστάσεις των “ντυμένων φίλων” μας, χρόνια τώρα. Και πάντα με απώτερο σκοπό, την συρρίκνωση  της γλώσσας και την απαξίωση της ιστορίας μας με κάθε τρόπο. Και τα παιδιά μας, χρόνια τώρα, παίρνουν τον δρόμο της ξενιτιάς κουβαλώντας μέσα τους μια Ελλάδα που τα πλήγωσε.

Ίσως η μικρή, γεωγραφικά (αλλά μεγάλη κάθετα μέσα στο χρόνο), χώρα μας που έρχεται από τα βάθη των αιώνων ενοχλεί κάποιους. Και δεν αντέχουν το γεγονός ότι ευεργετήθηκαν από αυτήν. Αλλά και το γεγονός ότι παραμένει αμετακίνητη στις αξίες της. Διότι ο Έλληνας ποτέ δεν έχασε τις αξίες του, παρόλα τα τραυματικά βιώματα. Αντίθετα “τις φέρει μέσα του”, όπως είπε ο Ηράκλειτος.

Άλλωστε, πολιτισμός δεν είναι τα όσα έτοιμα μας δόθηκαν. Πολιτισμός είναι η αντίληψή μας για τον πολιτισμό.

Όμως εμείς, οι απλοί ανώνυμοι πολίτες, βιώνουμε ως τα βάθη του παραλόγου αυτήν την χαώδη πραγματικότητα που έγινε ξαφνικά η ζωή μας. Και κρατάει χρόνια. Όσο για εκείνους, που ονειρεύονται τον αφανισμό του τόπου μας, ας θυμούνται πως ο δυτικός πολιτισμός θεμελιώθηκε πάνω στην ελληνική σκέψη και φιλοσοφία. Και ας το σεβαστούν αυτό. Σεβασμός. Αυτό μόνον αξίζει στην χώρα μας.
Και αν κάποια εκούσια ή ακούσια λάθη την έφεραν στη δεινή θέση που βρίσκεται σήμερα ή και χτες, αυτό είναι μόνον η εφήμερη όψη της. Απαρασάλευτος στον αιώνα παραμένει ο μεγάλος πολιτισμός της αλλά και οι αγώνες της για ιδανικά που ποτέ δεν τα γερνάει ο χρόνος.
Θέλω να πιστεύω πως ο τόπος που γέννησε την Δημοκρατία, το ύψιστο δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος, δεν μπορεί παρά να βρει τις αρχέγονες δυνάμεις του – ο ίδιος ο τόπος. Και όπως είπε ο Αισχύλος “αυτή γαρ η γή ξύμμαχος κείνοις πέλει”.
Είναι σαν να προκαλείς το θαύμα. Και η Ελλάδα είναι ο τόπος που γέννησε το θαύμα πραγματικά και μεταφορικά.

Μ.Λ.Π.

Συνάντηση με τους κατάδικους των φυλακών Κορυδαλλού

 

Όταν έστειλα το μυθιστόρημά μου «Με τη Λάμπα Θυέλλης» στις φυλακές Κορυδαλλού, ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πως θα μπορούσε να δημιουργηθεί ενδιαφέρον από τους ίδιους τους κατάδικους και να με καλέσουν σε συνάντηση μαζί τους.

Η ιδέα να στείλω το μυθιστόρημα αυτό στους κατάδικους, μου είχε γεννηθεί από τότε που έγραφα το βιβλίο. Γιατί ο ήρωάς μου, ο Σαμουήλ Σαμουήλ της Ελένης, έζησε την εμπειρία της φυλακής, εμπειρία της αθλιότητας, για να διανύσει, στη συνέχεια, τη διαδρομή της εσωτερικής ανάβασης που είναι διαδρομή κάθαρσης και αυτογνωσίας.

Κι όλα αυτά σε ένα μυθιστόρημα υπερρεαλιστικό, με υπερφυσικά φαινόμενα, πάει να πει, ένα μυθιστόρημα όπου το Αόρατο ανατρέπει την πραγματικότητα και ο νεκρός στρατιώτης σπάζει το φράγμα της κοσμικής σιωπής.

Από τότε που μου είχε γεννηθεί η ιδέα να στείλω το βιβλίο, παίδευα το μυαλό μου. Το θεωρούσα μια έκφραση σεβασμού γι’ αυτούς. Είπα τη σκέψη μου στον πρώτο εκδότη, τον Αλέξανδρο Καλέντη, και την δέχτηκε ευθύς. Ύστερα από συνεννόηση με τον διευθυντή των Φυλακών κ. Γιώργο Ζουγανέλη, στείλαμε διακόσια αντίτυπα. Του είπα να τα μοιράσει να τα διαβάσουν αν θέλουν ή να τα πετάξουν. Και, ένα πρωί, λαβαίνω ένα τηλεφώνημα πως οι κατάδικοι εκδήλωσαν επιθυμία να συζητήσουν μαζί μου.

24 Ιουνίου, στις δέκα το πρωί ήμουν εκεί. Πόρτες βαριές που ξεκλείδωναν η μια μετά την άλλη, ένας μακρύς στενός διάδρομος, τόσο στενός όπου δεν χωρούν δύο μαζί, και φτάσαμε στην αίθουσα. Εκεί μας περίμεναν καμιά εβδομηνταριά κατάδικοι, ηλικίας από τριάντα πέντε έως σαράντα πέντε περίπου. Με τον κ. Ζουγανέλη ήταν και μία φιλόλογος, η κα Αντωνιάδου, και μου εξήγησαν ότι όλοι αυτοί αποτελούν το «Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας». Κάθισα στην έδρα, τα χέρια μου έτρεμαν. Τα πρόσωπα σφιγμένα, τα βλέμματα πάνω μου εξεταστικά. Κάποιοι είπαν «καλώς ήλθατε», και μου έδωσαν κουράγιο. Κάποιοι άλλοι κρατούσαν τη «Λάμπα Θυέλλης». Είπα πέντε λόγια στην αρχή. Λόγια καθαρά, που τα πίστευα. Πίστευα το καθετί που έλεγα, γιατί το ’νιωθα πως οι άνθρωποι αυτοί διέθεταν μια αντίληψη που έκοβε κι απ’ τις δυο μεριές. Ο πρώτος που μίλησε κρατούσε το βιβλίο στο χέρι και είπε: «Ο Σαμουήλ έκανε τόσα λάθη όμως τα πλήρωσε και έγινε ένας διαφορετικός άνθρωπος» – κάπως έτσι τα λόγια του. Του εξήγησα ότι η λέξη «λάθος» βγαίνει από τη λέξη «λήθη». Δηλαδή, όταν κάνουμε λάθη σημαίνει ότι είμαστε σε κατάσταση λήθης», είπε κάποιος άλλος. «Ναι, αλλά κάνοντας λάθη σκοτώνουμε την ψυχή μας. Σκοτώνω σημαίνει βυθίζω κάποιον – ή την ψυχή μου – στο σκότος». Αυτό τους άρεσε. Και λύθηκε η σιωπή τους. Λύθηκαν τα σφιγμένα πρόσωπα και η συζήτηση πια έγινε σε άλλο επίπεδο, με μια αστραφτερή σκέψη, αστραφτερή αντίληψη. Ήταν ο Βασίλης, ο Δημήτρης, ο Ιωάννης, ο Ζάχος, ο Έντυ, ο Απόστολος. Ο Δημήτρης ζήτησε να διαβάσει μια περικοπή από το μυθιστόρημα, και ήταν η εξής: «Προτιμούσε να αναπλάσει τη ζωή σε μέτρα πιο ανθρώπινα, να την επινοήσει, να ανασύρει από μέσα της εκείνες τις άλλες διαστάσεις, τις αθέατες, που μόνο κάποια πλάσματα καταδικασμένα, εραστές της μοίρας ή του μαρτυρίου, μπορούν να βιώνουν». Τη διάβασε δυνατά να την ακούσουν όλοι. Ακολούθησαν λίγα λεπτά σιωπής. Ύστερα, ο Ιωάννης, ζήτησε να διαβάσει ένα άλλο σημείο από το βιβλίο: Όταν όλα πια είχαν καεί γιατί ο ήλιος επί τρεις μέρες δεν βασίλευε αλλά γύριζε πίσω και έκαιγε τους ανθρώπους και τον κόσμο. Και ο Σαμουήλ, όταν την τρίτη μέρα έβρεξε, στάθηκε στη μέση, πάνω στα χαλάσματα, και είπε: «Θέλω να ζήσω, να ζήσω ξανά».

Έμεινα πάνω από δυο ώρες. Από τα κλειστά παράθυρα έμπαινε το πρωινό φως και έκανε την αίθουσα να λάμπει. Κι εγώ, κάποιες στιγμές, ξεχνούσα πως βρισκόμουν στις φυλακές, ανάμεσα σε ανθρώπους που βιώνουν ως το κόκαλο την ατέλειωτη νύχτα της μοναξιάς. Στη διαδρομή της ζωής μου έχω κάνει άπειρες συναντήσεις με αναγνώστες των βιβλίων μου, σε άπειρες εκδηλώσεις, σε συζητήσεις ατέλειωτες. Σήμερα λέω πως καμιά δεν ήταν τόσο ουσιαστική όσο αυτή με το ακροατήριο των κατάδικων. Ένα ακροατήριο πονεμένο που προσπαθεί να βρει μια ρωγμή από φως στην ψυχή του. Καμιά από τις συναντήσεις με τους αναγνώστες μου δεν είχε αυτή τη σημασία για μένα. Ψυχές που διψούν ένα λόγο συμπόνιας. Λίγο σεβασμό για να μπορέσουν κι εκείνοι να σεβαστούν τον εαυτό τους. Να μπορέσουν να βοηθήσουν την ψυχή τους να βγει από το «σκότος». «Εμείς τα έχουμε ζήσει όλα αυτά που γράφετε στο βιβλίο, σαν να τα γράψατε για μας…», είπε ο Βασίλης. Κι εγώ σκεφτόμουν πως μπορεί και να τα έγραψα για κείνους.

Στο τέλος κάποιοι ήρθαν να τους γράψω αφιέρωση. Κάποιοι άλλοι στάθηκαν δίπλα μου, είπαν ευχαριστώ, και περίμεναν. Δίστασα λίγες στιγμές κι ύστερα τους έδωσα το χέρι. Μου έδωσαν όλοι το χέρι τους ένας ένας, και είπαν ευχαριστώ. Όμως εγώ τους ευχαριστώ. Γιατί μου έμαθαν πως ένα βιβλίο μπορεί να βοηθήσει μια ψυχή.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 27 Οκτωβρίου 2008

Σύνδεσμος στο αυθεντικό

Η Λεηλασία της Ιστορίας μας – Οι 300

Γράφτηκε για την ταινία του Zack Snyder: Οι 300

Ο μέγας διανοητής George Steiner είχε πει πως: «Οι ελληνικοί μύθοι κωδικοποιούν ορισμένες πρωταρχικές βιολογικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις και αντιλήψεις του Εγώ στην ιστορία του ανθρώπου, διαρκούν ως ζωντανή κληρονομιά στην συλλογική μνήμη και αναγνώριση. Επιστρέφουμε σε αυτούς, όπως επιστρέφουμε στις ψυχικές μας ρίζες». Και επισημαίνει ακόμα ότι: «η ελληνική μυθολογία έχει γίνει σταθερό κέντρο, σημείο αναφοράς για κάθε μετέπειτα ποιητική επινόηση και φιλοσοφική αλληγορία».

Έτσι, ο ελληνικός μύθος, στο πέρασμα των αιώνων, έγινε κτήμα κοινό ολόκληρης της οικουμένης και αυτό ήταν μια πνευματική προσφορά που επέστρεφε στον εαυτό της. Όμως πώς μπορούν να γίνουν «κτήμα κοινό» και οι ιστορικοί μας αγώνες;

Είδα την ταινία «Οι 300 του Λεωνίδα» και έφριξα. Ένα έργο που λεηλατεί την Ιστορία μας. Λεηλατεί την έννοια του Ιερού που αιώνες κείται στη συλλογική μνήμη του τόπου μας. Παραποιεί και διαστρέφει τα ιστορικά γεγονότα, κακοποιεί την συλλογική συνείδηση του γένους που διαμόρφωσε το πρόσωπό μας. Τερατογενή όντα οι ιερείς στο μαντείο της Σπάρτης που έγλυφαν αποκρουστικά τη μάγισσα (ιέρεια). Η βασίλισσα Γοργώ, γυναίκα του Λεωνίδα, ξεπούλησε το κορμί της την ίδια νύχτα που ο Λεωνίδας έπαιρνε την απόφαση να πεθάνουν στις Θερμοπύλες. (Οι Σπαρτιάτισσες είχαν μια ελευθερία στον τομέα αυτόν, όμως ποτέ δεν ξεπουλιόντουσαν, ήταν περήφανες). Ο Λεωνίδας έφυγε από τη Σπάρτη με τους Τριακοσίους του χωρίς εντολή της Συγκλήτου – της Απέλλας, αν ήταν ποτέ δυνατόν αυτό για τη Σπάρτη. (Απλά, λόγω των Καρνείων, καθυστέρησαν να στείλουν στρατό). Κι ύστερα, τα αγήματα των ελληνικών πόλεων, που πολεμούσαν με τον Λεωνίδα, δεν αποχώρησαν οικειοθελώς από την τελική μάχη του θανάτου. Ο Λεωνίδας επέμενε να φύγουν «ίνα μη απόλλονται». Και έμειναν μόνον οι 700 Θεσπιείς. Κι άλλα, κι άλλα αμέτρητα, που παραποιούν και κακοποιούν όλες τις πτυχές της ιστορίας. Υπήρχαν μόνο κάποιοι ψηφιακοί εντυπωσιασμοί, όπως το νέφος από τα βέλη των Περσών ή όπως οι τεχνητοί διασκελισμοί του Λεωνίδα σε κάτι αγριόβραχους που με τίποτα δεν θύμιζαν Ελλάδα. Εντυπωσιασμοί.

Ζούμε την εποχή των εντυπώσεων, αγνοώντας την ουσία.

Και ρωτώ: δεν θα υπάρξει καμιά επίσημη διαμαρτυρία; Από πότε οι ιστορίες των λαών έγιναν αδέσποτες. Είναι κάποιες δεκαετίες τώρα που γίνεται αυτό. Ήταν η ταινία της Τροίας, η ταινία για τον Μέγα Αλέξανδρο, με τη θηλυπρέπεια να κυριαρχεί. Είναι τώρα Οι 300 (ευτυχώς εδώ θηλυπρεπής είναι ο άτυχος ο Ξέρξης – όμως πρέπει να πούμε ότι η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών είχε μεγάλο πολιτισμό που αξίζει τον σεβασμό. Ήταν αποκρουστικά εκείνα τα τερατόμορφα όντα που αποτελούσαν το στρατό του Ξέρξη, η γελοιοποίηση της ιστορίας). Όμως, σίγουρα, ζούμε ένα τόσο επικίνδυνα εκρηκτικό παρόν που, προφανώς, δεν υπάρχει χρόνος να ασχοληθούν οι αρμόδιοι με το θέμα αυτό. Ποτέ δεν υπήρχε χρόνος να ασχοληθούν με τα ουσιώδη. Αλλά ας έχουν υπόψη τους ότι και η ιστορία εκδικείται, ο λόγος του Σαλαμινομάχου Αισχύλου: «τούτη γαρ η γη ξύμμαχος κοίνοις πέλει» είναι εδώ. Που σημαίνει η γη είναι ζωντανή και η ιστορία ενός λαού είναι ζωντανή με την έννοια της συλλογικής μνήμης.

Και εγώ η ασήμαντη θέτω και τούτο το ερώτημα: Δεν υπάρχει «νομικός» φραγμός σε αυτή την επέλαση των νεοβαρβάρων; Σε λίγο θα βεβηλώσουν ίσως και το Σούλι και το Μεσολόγγι. Ποιος θα τους σταματήσει; Για να κάνουν ταινία ένα μυθιστόρημα ζητούν την άδεια, υπογράφουν κάποιες εγγυήσεις σεβασμού. Την ιστορία ενός λαού πώς την παίρνουν; Μήπως υπέγραψαν εγγυήσεις για το θρυλούμενο «κόμικ»; Και γιατί ο πολίτης αυτού του τόπου θα πρέπει να υφίσταται αυτή την ψυχική ταλαιπωρία της ευτέλειας κάθε φορά.

Eλευθεροτυπία, 5 Απριλίου 2007

Σύνδεσμος στο αυθεντικό

Copyright © 2023 Maria Lampadaridou Pothou - Site design by C. Sampalis - Supported by A. Skamagkis