• Skip to main content
  • Skip to secondary navigation

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

poet novelist playwright

  • el
  • en_GB
  • βιογραφικό
  • Μυθιστορήματα
    • Παιδικά
  • Ποίηση
    • Ποιητική πρόζα
  • Δοκίμιο
    • Μεταφράσεις
  • θέατρο
    • παραστάσεις έργων
    • Δημοσιεύσεις έργων
  • in English
  • Επικαιρότητα
  • Δημοσιεύσεις Μαρίας
    • Μελέτες και Ομιλίες
  • Συνεντεύξεις
    • Εργαστήρι του συγγραφέα
  • άρθρα για την Μαρία
    • Ομιλίες για το έργο της
    • Επιστολές, αναρτήσεις
    • διδακτορικά
  • Εκδηλώσεις
    • Σχολεία
  • “ἁρμονίη”
  • facebook
  • wikipedia

Αρχεία για: Ιούνιος 2020

Όχι τζαμί η Αγια-Σοφιά!

26th Ιούνιος 2020 By maria

Η Αγια-Σοφιά δεν είναι μόνον ένας χριστιανικός ναός που μαρτύρησε, είναι σύμβολο της Οικουμένης, σύμβολο του Ελληνισμού, και τα 567 χρόνια της σιωπής της είναι “ως η ημέρα η εχθές” του ψαλμωδού.

Όμως το θέμα δεν είναι μόνον Ελληνικό. Πιστεύω πως αφορά σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο και ιδιαίτερα στη Δύση, που θα ξεπλύνει έτσι, στο ελάχιστο, την ιστορική της ενοχή, για την εγκατάλειψη του Παλαιολόγου όταν τον άφησε αβοήθητο στην ύστατη αγωνία του. Ενώ ο τότε Πάπας είχε υποσχεθεί την επικουρία – έναντι της ενωτικής λειτουργίας του filioque.

Πιστεύω πως αν ο ταραγμένος σημερινός κόσμος θα έχει κάποιο μέλλον, αυτό θα πρέπει να στηριχτεί στον αμοιβαίο σεβασμό για τα μέγιστα θέματα τα ιερά του κάθε λαού.

Πριν από είκοσι τόσα χρόνια ο συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ, στο περιοδικό του Παρισιού “Nouvel Observateur” έγραφε για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Είχε πει ακριβώς: “Πρόκειται, μου φαίνεται, για μια παγκόσμια έγνοια των καιρών μας: Οι δύο μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου στεγασμένες στο ίδιο κτίριο».

Τότε έγραφα το μυθιστόρημά μου “Πήραν την Πόλη, πήραν την” και του είχα απαντήσει πως: “ο λόγος του ήταν βέβηλος, ανίερος και ασεβής. Και πως δεν μπορεί να αγγίζει σύμβολα τόσο μεγάλα και τόσο ιερά για ένα λαό, σύμβολα που τα καθαγίασε η θυσία. Το ότι είναι βουβή και σκοτεινή η Αγία Σοφία και ζει τη νύχτα του θρύλου της πεντακόσια τόσα χρόνια, αυτό ανήκει στα δεδομένα της Ιστορίας. Όμως, να μιλάμε φιλολογικά για την τύχη της σήμερα, αυτό είναι ασεβές. Και εάν ποτέ έρθει μια παρόμοια στιγμή, τότε το θέμα δεν θα ανήκει στον “Αλβανό αρχιεπίσκοπο και στον Έλληνα ή Τούρκο πρέσβη”, αλλά, πιστεύω, σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, γιατί σήμερα η Αγια-Σοφιά είναι σύμβολο οικουμενικό”.

Αυτό που μας πονά, μας διαμορφώνει. Και αυτό που μας πονά, έχουμε χρέος να το υπερασπιστούμε. Στο βάθος υπερασπιζόμαστε την ιστορική αλήθεια και τον σεβασμό.

Στο μυθιστόρημά μου “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, έχω καταγράψει λεπτό προς λεπτό (και μόνον από αυτόπτες χρονογράφους) όλα τα στοιχεία εκείνα που αφορούν στην τότε στάση του Πάπα που ματαίωσε την επικουρία ενώ ήταν υπόσχεσή του στον αυτοκράτορα.

Ο προηγούμενος Πάπας, Ιωάννης Παύλος Β’, ήρθε στην Ελλάδα και ζήτησε συγνώμη, ύστερα από τόσους αιώνες, για τους βανδαλισμούς των πρώτων σταυροφόρων στην Αγια-Σοφιά, το 1204.

Σήμερα ζητάμε να αποφευχθεί ένας διαφορετικός βανδαλισμός. Όχι σε άψυχα του χρυσού και του σμάλτου, αλλά βανδαλισμός στην ιστορική Αλήθεια στην ιστορική Μνήμη στον Σεβασμό των λαών.

Ανηκει στην κατηγορια:Αγία Σοφία, Επικαιρότητα, Σκέψεις

Τρίτη, 29 του σπαραγμένου Μάη, 1453, “Εάλω η Πόλις”

3rd Ιούνιος 2020 By maria

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου Πήραν την Πόλη, πήραν την...

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Πήραν την Πολη, πήραν την…“

Πέφτουνε… πέφτουν οι γενναίοι
Λένε πως τις μεγάλες στιγμές του ο άνθρωπος τις ζει σαν έξω από εκείνον, σε μιαν απόσταση από τη συνείδηση, σάμπως να μη χωράει μέσα τους ή σάμπως το τραγικό στοιχείο που τις συνέχει να βγαίνει κατευθείαν από τη σπαραγμένη καρδιά του κόσμου.

Πέφτει μαχόμενος ο αυτοκράτορας
Κραυγάζει ο ματωμένος στρατιώτης. Είναι ο έρως του θανάτου οι στιγμές του πια. Κραυγάζει και χτυπά. Βρυχιέται σαν λιοντάρι λαβωμένο. Κι εγώ τρέχω να πολεμήσω κοντά του. Ρίχνομαι σαν κεραυνός ξανά. Δεν υπάρχει σωτηρία, το βλέπω, κι αυτό με κάνει πιο παράφορο.

(…)
Πέφτει και σηκώνεται. Πέφτει και σηκώνεται ο ματωμένος. Και ξέρει πια πως είναι χαμένος.
«Εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου, Κύριε…» τον ακούω να λέει. Και στρέφει γύρω τη ματιά με απόγνωση, κραυγάζοντας: «Ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;» Ήμουν κοντά του. Και ήμουνα εγώ ο χριστιανός, αλίμονο. Όμως μόνο να τον προστατέψει ήθελε το σπαθί μου, ποτέ να τον χτυπήσει.
Και κραυγάζω τώρα κι εγώ, χτυπώ και κραυγάζω. «Σώσον τον βασιλέα μου εκ στόματος λέοντος την ταπείνωσίν του».

(…)
Ήτανε εκείνη τη στιγμή που ακούστηκε μια τρομακτική βουή, ένας γδούπος τεράστιος, που ξεπερνούσε τον ορυμαγδό της μάχης. Βλέπω τον αυτοκράτορα που στρέφει με αγωνία το κεφάλι προς τη σπαραγμένη Πόλη του. Ο σταυρός που στεκότανε αιώνες απάνω στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς έπεφτε στη γη με τρομακτικό κρότο. Η χριστιανοσύνη γκρεμιζότανε. Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία παραδινότανε πια στον ξένο θεό του Ισλάμ. Και η δοξασμένη βασιλίδα δεν ήτανε πια θεοφύλακτη.

Να τον άκουσε άραγε η Δύση τον γδούπο εκείνο τον ανατριχιαστικό; Να τον άκουσε ο πάπας και οι χριστιανοί ρηγάδες, που εγκατέλειψαν μονάχο και αβοήθητο τον αυτοκράτορα στην ύστατη ώρα του χαμού του; Να τον άκουσαν άραγε; Ή κομμάτι κομμάτι, σπάραγμα σπάραγμα, θα εξουσίαζε τον χρόνο τον επερχόμενο, ταράζοντας στον αιώνα τις συνειδήσεις.

(…)
«Η Πόλις μου αλίσκεται, κι εγώ ζω έτι;» κραυγάζει τώρα.
Και ευθύς ορμά μέσα στα πλήθη που εισβάλλουν, στίφη θηρίων, ορμά στο κραταιότερο σημείο χτυπώντας ακόμα και κραυγάζοντας. Η ματιά μου τον ακολουθεί με αγωνία. Χάνεται, λέω, χάνεται πια…
Και μέσα στην άγρια συμπλοκή, βλέπω κάποιον γενίτσαρο που τον χτυπάει πισώπλατα. Η μάχαιρά του σφύριξε στον αέρα και βυθίστηκε στο λαβωμένο σώμα.

Έτσι έπεσε. Μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Με τα ματωμένα χέρια του υψωμένα προς τον ουρανό, σαν να έλεγε «ο θεός, ο θεός μου, εις τι με εγκατέλιπες;»

Έτσι έπεσε, σαν απλός ανώνυμος στρατιώτης. Σαν απλός στρατιώτης. Και εκείνοι που μπαίνουνε, αγέλες πεινασμένες, τον προσπερνούν, τον ποδοπατούν, τον σκεπάζουνε στον ανώνυμο σωρό.

Εκείνος δεν καταλαβαίνει πια. Έχει περάσει ολόσωμος, μαζί με τον λαό του, και με το ματωμένο σπαθί στο χέρι, έχει περάσει στο Πάνθεο των Αθανάτων.
Χαίρε, Θεού Αχωρήτου Χώρα.

Ευχαριστώ τις εκδόσεις Πατάκη, την αγαπημένη και ξεχωριστή κυρία Άννα Πατάκη, που έβγαλαν το μυθιστόρημα μου αυτό στη νέα του κυκλοφορία, ύστερα από είκοσι δύο επανεκδόσεις και είκοσι δύο χρόνια.

Στη φωτογραφία με την Άννα Πατάκη στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το 2017, σε γιγαντοαφίσα, στην είσοδο του περιπτέρου

Γιατί τίποτα δεν χάνεται από αυτό που έχει υπάρξει, όσο η Μνήμη είναι ζωντανή – κι ο χρόνος πάνω της δεν πιάνει.

Σημείωση: Είχε άστρα ακόμα ο ουρανός όταν έγινε η πρώτη επίθεση. Ασκέρια ατέλειωτα οι πολεμιστές του Μωάμεθ, δυο τρεις χιλιάδες ούτε οι έγκοποι αμυνόμενοι. Και η νίκη ήταν δική τους. Η δεύτερη επίθεση έγινε με το πρώτο χάραμα της μέρας. Καινούρια ξεκούραστα ασκέρια και οι αμυνόμενοι ξέπνοοι, Και τους νίκησαν. Η τρίτη επίθεση έγινε με το ξημέρωμα πια, και με τους πιο εκλεπτούς πολεμιστές του Μωάμεθ, τους σκληρούς γενίτσαρους. Και τους νικούσαν κι αυτούς. “Στήτε ανδρείως… νικώμεν…” φώναξε ο αυτοκράτορας, “λίγο ακόμα…” Όμως: «Έλαθεν δι’ άλλης οδού τούτους εισάξας ο θελήσας θεός…». Σήμερα λέω: Η πτώση της Βασιλεύουσας δεν έγινε από τα ασκέρια του Μωάμεθ αλλά από την πεπρωμένη στιγμή,.

Ανηκει στην κατηγορια:Απόσπασμα

Copyright © 2023 Maria Lampadaridou Pothou - Site design by C. Sampalis - Supported by A. Skamagkis