• Skip to main content
  • Skip to secondary navigation

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

poet novelist playwright

  • el
  • en_GB
  • βιογραφικό
  • Μυθιστορήματα
    • Παιδικά
  • Ποίηση
    • Ποιητική πρόζα
  • Δοκίμιο
    • Μεταφράσεις
  • θέατρο
    • παραστάσεις έργων
    • Δημοσιεύσεις έργων
  • in English
  • Επικαιρότητα
  • Δημοσιεύσεις Μαρίας
    • Μελέτες και Ομιλίες
  • Συνεντεύξεις
    • Εργαστήρι του συγγραφέα
  • άρθρα για την Μαρία
    • Ομιλίες για το έργο της
    • Επιστολές, αναρτήσεις
    • διδακτορικά
  • Εκδηλώσεις
    • Σχολεία
  • “ἁρμονίη”
  • facebook
  • wikipedia

Αρχεία για: Μάϊος 2020

Η απόλυτη εξουσία – Ο αστυνομικός με το χέρι στην τσέπη, φλεγόμενη Αμερική, Μάιος 2020.

29th Μάϊος 2020 By maria

Τώρα γνωρίζουμε τι είναι ικανός να διαπράξει ο άνθρωπος.

Ο αστυνομικός με το χέρι στην τσέπη. Στην καρδιά του πολιτισμένου πλανήτη. Γιατί ο πολιτισμένος άνθρωπος με την αδρανή και παθητική στάση του φρόντισε ώστε η εικόνα του μίσους να γίνει “θέαμα” και, ίσως, “τροφή της φαντασίας”. Έτσι που η φαντασία σε γενιές παιδιών και εφήβων να αποκτήσει την περίεργη – ή και διασκεδαστική – νοσηρότητα του εθισμού.
Γράφει σε μια συνέντευξή του ο μέγας διανοητής George Steiner, ύστερα από τα φρικτά εγκλήματα του Β’ παγκοσμίου πολέμου: “Τώρα γνωρίζουμε τι είναι ικανός να διαπράξει ο άνθρωπος”. Και συνεχίζει τον συλλογισμό του: “Δεν γνωρίζαμε τότε ακόμα πως μπορούσε κάποιος να τραγουδά Σούμπερτ το βράδυ και να βασανίζει ανθρώπους το πρωί”. Αυτή την εικόνα μου δίνει ο αστυνομικός με το χέρι στην τσέπη.

Εδώ και χρόνια έκανα αναρτήσεις και δημοσιεύσεις (εγώ η ασήμαντη) για να πω πως: είναι λάθος να δίνονται στο τηλεοπτικό γυαλί όλες οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες κάθε εγκλήματος, ξανά και ξανά. Ώσπου να γίνουν θέαμα. Και το θέαμα, εθισμός. Και ο εθισμός, απάθεια. Και αν πάμε πιο πέρα: να γίνουν νοσηρή διαστροφική ηρωοποίηση.
Αυτές πουλάνε, ήταν η απάντηση κάθε φορά.

Πότε θα το καταλάβουν οι χώρες του πολιτισμένου κόσμου πως όλες οι τέχνες και όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες ακυρώνονται μπρος σε μιαν εικόνα σαν αυτή που είδαμε τούτες τις μέρες.

Τρεις απαντήσεις σε σχόλια αναγνωστών:

“Ο ενήλικας έχει ήδη διαμορφώσει το πρόσωπό του – θα νιώσει “κόμπο στο λαιμό”, όπως λες, ναι, και φρίκη. Και κάποιες φορές θα επαναστατήσει (χωρίς αποτέλεσμα) Το νόημα της ανάρτησης μου είναι: για το παιδί για τον έφηβο για το νέο τρυφερό και αδιαμόρφωτο ακόμα άτομο, που εθίζεται σιγά σιγά, και άθελά του προχωρά σε μια μιμηδική εξομοίωση. Να είσαι καλά, Μυρίνη”

“Σε ευχαριστώ Νίκο. Θα πω μια απαισιόδοξη έκφραση πως ίσως και να είναι λίγο αργά. Θεωρώ πως έχει ήδη συντελεστεί αυτή η “μιμηδική εξομοίωση” με το τέρας σε κάποια άτυχα παιδιά από τις νέες γενιές. Όμως τουλάχιστο ας μην συνεχιστεί αυτή η -ξανά και ξανά- εμμονή επίδειξης του συμβάντος -ως θεάματος- επειδή πουλάει ως είδηση, έλεος. Τι δεν καταλαβαίνουν.”

“Ακριβώς γι’ αυτό προσπάθησα να μιλήσω στην ανάρτησή μου, Κατερίνα, Katerina Fikari, για τον μιιθριδατισμό. Και, με αυτή την εμμονή προβολής -ξανά και ξανά- των ανατριχιαστικών λεπτομερειών, δημιουργείται μια εξοικίωση – που προχωρεί στον εθισμό – κι ακόμα πιο πέρα στη μιμηδική εξομοίωση, προπαντός στο νέο άτομο στον έφηβο στον τρυφερό ακόμα ψυχισμό.

Αναρτήθηκε στις 29 Μαϊου 2020, για το συμβάν του αστυνομικού που πάτησε στον λαιμό τον αφροαμερικανό

Ανηκει στην κατηγορια:Επικαιρότητα, μαρτυρία, Σκέψεις

Η Ύστατη Αγωνία, Δευτέρα, 28 του Μάη του σταυρικού 1453 Η τελευταία λιτανεία στα τείχη

28th Μάϊος 2020 By maria

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου Πήραν την Πόλη, πήραν την...
Πορφυρίου μοναχού θρήνος
Από το Ημερολόγιο της Άλωσης: Πήραν την Πόλη, πήραν την
Απόσπασμα απο το μυθιστόρημα

Σαν κρύσταλλο θαμπό το πρωινό εκείνο, το τελευταίο της Βασιλεύουσας. Αρώματα των κήπων και υγρές πνοές του Βοσπόρου και θαλασσοπούλια στους τρούλους της. Γλυκά, σαν επίδεσμοι ετύλιγαν τα πληγωμένα μέλη της οι αιωρούμενες δέσμες της πρωινής καταχνιάς, να μην ακούγεται το ψυχορράγημά της. Το άλλο ξημέρωμα θα την έβρισκε σκοτωμένη ανάμεσα στα λουλούδια της, σπαραγμένη σαν άνοιξη επάνω στον σταυρό της.

Προχωρώ κι εγώ ανάμεσα στο πλήθος που θρηνεί, στην πάνδημη λιτανεία της Πόλης, όπου άρχοντες και λαός και στρατιώτες ενωμένοι δέονται με δάκρυα στα μάτια, Κύριε ελέησον, σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι οι εχθροί μου, Ρύσαι με εκ των καταδιωκόντων με… Ρύσαι με… ρύσαι με εξ αιμάτων, ο θεός, ο θεός μου…
Σφίγγω τον Κωνσταντίνο μου στην αγκαλιά μου και δέομαι. Η Ελένη δίπλα μου, με το πρόσωπό της αυλακωμένο από το αίμα των δακρύων.

(…)
Η τελευταία λειτουργία στην Αγια-Σοφιά
Βραδιάζει στη Βασιλεύουσα
Βραδιάζει, βραδιάζει στη σπαραγμένη Βασιλεύουσα, την ψυχορραγούσα. Βραδιάζει στην Κωνσταντίνου Πόλη τη θεοφύλακτη. Βραδιάζει στην αγωνία των μελλοθανάτων. Και όλα μοιάζουνε κρυστάλλινα πίσω από τις αστείρευτες δακρυρροές. Κοιτάζω τον ματωμένο ορίζοντα και ριγώ, το τελευταίο λυκόφως, λέω, και το μάτι μου στρέφει αχόρταγο, αγκαλιάζει τη θρακική πεδιάδα και κατρακυλά βιαστικό στη Θάλασσα του Μαρμαρά και στα μαλαματένια νερά του Βοσπόρου, που ταξιδεύουνε τους ποντοπόρους μύθους της φυλής μου και στο πληγωμένο Χρυσοκέρας.
Αύριο… λέω πάλι και ριγώ, αύριο…
Οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμα.

567 χρόνους μετά, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού
Επειδή στη Μνήμη απάνω δεν πιάνει ο χρόνος ο επίπεδος

Ανηκει στην κατηγορια:Απόσπασμα

54η ημέρα της πολιορκίας της Βασιλεύουσας, το “φως το καταβαίνον εξ ουρανού διασκορπίζεται” o Θεός εγκαταλείπει την Πόλη

26th Μάϊος 2020 By maria

Σάββατο, 26 του Μάη του σταυρικού
Από το Ημερολόγιο της Άλωσης: Πήραν την Πόλη, πήραν την…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:

“…επί την αύριον εγερθήναι και την πολιορκίαν λύσαι…” έγραφε το μήνυμα που είχε στείλει στον αυτοκράτορα ο Χαλήλ, ο μουσουλμάνος στρατηγός του Μεχμέτ. Και του έλεγε ακόμα πως ο Μωάμεθ δεν άντεχε άλλο αυτό το “Φως το καταβαίνον εξ ουρανού…” κάθε νύχτα, 54 συνεχείς νύχτες, να έρχεται και να στέκεται πάνω από την Αγια Σοφιά, να καταλάμπει και να προστατεύει την θεοφύλακτη Πόλη.

Φοβόταν το Φως εκείνο ο Μεχμέτ. Το θαύμα. Άγριες 54 μέρες να πολεμούν σαν τα θεριά οι πολεμιστές του και να μην έχουν πάρει ούτε μια ελάχιστη νίκη. Και είχε πάρει την απόφασή του “Αύριο να λύσει την πολιορκία και να φύγει”.

Όμως άλλη ήταν η απόφαση του Θεού.
Η ανεξιχνίαστη και ανερμήνευτη, όπως την είπε ο Φρανζτής.

Εκείνη την ίδια μέρα, 26 του Μάη, προς το βράδυ, όταν “το φως το εξ ουρανού” αυτό που “δι’ όλης της νυκτός άνωθεν της πόλεως εστώς διέσκεπεν αυτήν” ήρθε πάλι, όμως δεν έμεινε. Στάθηκε λίγο, όπως κάθε νύχτα, και μετά διασκορπίστηκς αργά και έφυγε κατά τη μεριά της Ανατολίας, λέει ο αυτόπτης χρονογράφος.

(…)
“Και τρέξανε οι εκπρόσωποι της Βασιλεύουσας να συναντήσουνε τον αυτοκράτορα. «Αν δεν δύναται να σωθή η Πόλις, σώσωμεν τουλάχιστον τον αυτοκράτορα…» εφώναξαν. Και, ξεσηκώνοντας τη σύγκλητο, ζητήσανε ακρόαση.
Ο αυτοκράτορας τους δέχτηκε στον οκταγώνιο πύργο του στρατηγείου του. Του προτείνανε ξανά να φύγει από τη Βασιλεύουσα, να σωθεί, για να μπορέσει να οργανώσει μια εκστρατεία με τις ενωμένες χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης και να χτυπήσει τον σολδάνο.
Έγειρε το κεφάλι, είπανε, κίτρινος σαν την κερήθρα, και, έτσι κουρασμένο όπως ήτανε το σώμα του, έτσι εξαντλημένο, σωριάστηκε εκεί, στο πέτρινο δάπεδο της αιωνόβιας αίθουσας.
Τρομάξανε να τονε συνεφέρουνε. Και όταν άνοιξε τα μάτια του ήτανε τόσο χλομός, που ετρόμαξαν. Όμως και τόσο αγέρωχος.
«Όχι, είπε, όχι, δεν εγκαταλείπω την Πόλη μου. Αν χαθεί, θέλω να χαθώ μαζί της πολεμώντας», “να συναπολεσθώ μαζί της” είπε.

(…)
Την ίδια μέρα Σάββατο, 26 του σπαραγμένου Μάη
Στη λαχουρένια σκηνή του σολδάνου:
Είδαν και εκείνοι το “Φως” που διασκορπιζότανε. Κι εμείς έντρομοι ακούσαμε τις κραυγές από το στρατόπεδό τους και τους άγριους αλαλαγμούς. Και παγώσαμε.
Καθώς η λάμψη η θεϊκή έφευγε και διασκορπιζόταν, σκοτείνιασε η Αγια-Σοφιά και έμεινε άφεγγος και θλιβερός ο μεγάλος σταυρός πάνω στον τρούλο της.

Και τότε ο Ζαγανό πασάς, ο σκληρός εξομώτης, ανακραύγασε: «Ο θεός τα νυν εγκαταλείπει την Πόλιν… μη λυπήσαι ω αμηρά… Ουχ οράς διά του φωτός εκείνου σημείον ότι την πόλιν ταύτην εις χείρας σου δώσει;»
Α, θεέ μου, με πόση περίσκεψη, με πόση επιμέλεια προετοίμασες την απώλειά μας.
Ήμασταν μόνοι πια, εγκαταλεμμένοι από Θεό και ανθρώπους. Εμείς οι ένθεοι, οι αετοί της Ιστορίας, εμείς οι έγκοποι και οι ελάχιστοι, εμείς οι ορκισμένοι να πεθάνουμε για την Τιμή Σου, θεέ μου.
“Ω των σοφών σου κριμάτων, Χριστέ Βασιλεύ, ως ανερμήνευτα και ανεξηχνίαστα εστίν”
Και η λέξη “κρίμα” εδώ σημαίνει την βούληση.

567 χρόνους μετά, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού

Ανηκει στην κατηγορια:Απόσπασμα

Η Δύση εγκαταλείπει την Βασιλεύουσα, οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμες

24th Μάϊος 2020 By maria

Από το Ημερολόγιο της Άλωσης
Πήραν την Πόλη, πήραν την…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:

Το είχαμε γνωρίσει το μπριγκαντίνι με τα μαύρα πανιά και παγώσαμε. Ήτανε αυτό που στις 3 Μαΐου έφυγε από την αλυσίδα, γλίστρησε αθόρυβα μέσα στη νύχτα, να πάει να ανταμώσει τον στόλο της Δύσης στο αρχιπέλαγος, να πει του ναύαρχου Λορεδάνου να έρθει γρήγορα… να βιαστεί, γιατί κρατάμε ακόμα.

Μια σιωπή βαριά, παγωμένη, έπεσε ανάμεσά μας. Μόνον ο Ιουστινιάνης χτύπησε τη γροθιά του στην πέτρα. Ήτανε χλομός και το σώμα του το ατσάλινο έτρεμε από θυμό και πόνο.
«Δεν υπάρχει στόλος… δεν υπάρχει… οι ηγεμόνες της Δύσης εγκατέλειψαν τη Βασιλεύουσα και τον λαό της, μας εγκατέλειψαν…” φώναξε με τη βροντερή φωνή του, να τον ακούσουνε τα άδεια πέλαγα, να τον ακούσει η Γαληνοτάτη Κυβέρνηση της Βενετιάς και να ντραπεί, να τον ακούσει η πατρίδα του η Γένοβα και να τρομάξει τον θυμό της Ιστορίας.

(…)
Οι καμπάνες χτυπούσανε πένθιμες.
Τώρα και ο λαός είχε επιλέξει τον δρόμο του μαρτυρίου, τον δρόμο της ύστατης αγωνίας. Θα αγωνιζότανε δίπλα μας, θα στεκότανε ορθός, θα ακύρωνε τον θάνατο με τη θυσία του. Ο λαός, αυτός ο υπερήφανος και βασανισμένος, έπαιρνε τη δική του απόφαση να τραβήξει τον δρόμο του Γολγοθά τον ακάνθινο. Και η απόφασή του αυτή τον μεγάλυνε. Και δεν ήξερε τότε ακόμα, δεν έμαθε ίσως ποτέ, πως έτσι καταργούσε τον θάνατό του – γιατί ο μάρτυρας δεν πεθαίνει, δεν τον αγγίζει ο θάνατος. Και μπήκε ολόσωμος, με τα φτυάρια και τις αξίνες στο χέρι, χώρεσε στο ίδιο πάνθεο των ηρώων, αυτό που πανίσχυρο ταξιδεύει στον θρύλο και στον μύθο, στα ψηλά οροπέδια των καιρών, αυτά που καταυγάζουνε τους χλομούς διαδρόμους της ανθρώπινης ιστορίας.

Εκείνη την κατάπικρη ημέρα, έκλαψαν και οι πιο γενναίοι. Ήτανε ο όρκος τους αυτός. Γιατί τα δάκρυα του γενναίου είναι όρκος. Τα δάκρυα που κύλησαν στα ηλιοκαμένα τραχιά πρόσωπά τους, που μύριζαν κεραυνό. Ήτανε ο όρκος της θυσίας. Και η αποδοχή του μαρτυρίου.

(…)
Κι ύστερα, αργά την ίδια μέρα – Τετάρτη πικρή
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο τελευταίος μαρτυρικός αυτοκράτορας του Βυζαντίου, είπε στους πρέσβεις του Μεχμέτ, όταν αυτός του μήνυσε να παραδώσει την Πόλη του:
«Την Πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν
ταύτη· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου
φεισόμεθα της ζωής ημών».

Ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού, 567 χρόνους μετά.
Στον ίδιο σταυρικό Μάη

Ανηκει στην κατηγορια:Απόσπασμα

Ημέρα Μνήμης για την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

19th Μάϊος 2020 By maria

Πριν από είκοσι τόσα χρόνια, ο Δήμος Πτολεμαϊδας με είχε καλέσει για να τιμήσει ένα μικρό βιβλίο μου, που το είχα γράψει για τον πρόσφυγα Μικρασιάτη πατέρα μου, όταν εκείνος έφυγε. Έτσι ήθελα να τον αποχαιρετήσω με μια ποιητική αναφορά στη χαμένη γη του. Γιατί, κάθε μέρα να μου μιλά για το σπίτι εκείνο της πατρίδας του, είχε πια γίνει και δικό μου. Και ονόμασα το μικρό εκείνο βιβλίο: “Σπίτι μου της Μικρασίας”.
Ήταν τότε που μόλις είχε κυκλοφορήσει και το ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ, το μυθιστόρημα που μιλάει για την σπαραγμένη διαδρομή ολόκληρου του ελληνισμού.

Μόλις έφτασα στην Πτολεμαϊδα, μια μεγάλη έκπληξη με περίμενε:
Όλη η όμορφη πόλη τους ήταν γεμάτη με πελώριες αφίσες, όπου έγραφε: “Ποτέ πια προσφυγιά”. Και παντού στους τοίχους υπήρχε το ζωγραφικό έργο από το εξώφυλλο του μικρού βιβλίου μου που ήταν: Η Μικρασιάτισσα μάνα! Έργο του αείμνηστου Μικρασιάτη γλύπτη Βάσου Καπάνταη.
Και ολόκληρη η πόλη της Πτολεμαϊδας είχε κατέβει στη μεγάλη πλατεία. Από παντού κατέβαιναν οι άνθρωποι να τιμήσουν τον τόπο τους και τα ιερά τους.

Πάνω από χίλια άτομα, μπορεί και δυο χιλιάδες να έφτασαν εκεί στον χώρο της εκδήλωσης. Κι όταν άρχισαν να μιλούν για την αγάπη της γης τους, και να διαβάζουν αποσπάσματα από το μικρό βιβλίο μου, ράγισαν και οι πέτρες. Έκλαψα όσο σε καμιά εκδήλωση από τις τόσες που μου έτυχαν στη ζωή μου. Προπαντός όταν στο τέλος μου χάρισαν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν: Λίγο χώμα από τη γη τους. Και το φυλάγω ακόμα μαζί με τα δικά μου ιερά. Όπως βαθιά στην καρδιά μου φυλάγω τη μνήμη εκείνης της εκδήλωσης και εκείνων των ξεριζωμένων ανθρώπων. Τρεις γενιές από τότε. Και ήταν όλοι εκεί. Ξέρουν να τιμούν τα ιερά τους. Και τους θαύμασα. Τους θαυμάζω ακόμα.

Γιατί κρατάνε στην ψυχή τους ιερές τις μνήμες τους. Όπως τότε που διαδήλωσαν στο Σύναγμα για το Σύμβολο τους: την ματωμένη λέξη “ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ”.

Να είστε καλά όπου βρίσκεστε, φίλοι μου, φίλοι του μακρινού Πόντου!
Στην ανάρτηση, η Μικρασιάτισσα Μάνα του γλύπτη Βάσου Καπάνταη.
Γιατί η ζωή μας είναι όσα κάναμε, όσα αγαπήσαμε, όσα πιστέψαμε. Είναι αυτά για τα οποία αγωνιστήκαμε.

Από το βιβλίο: Σπίτι μου της Μικρασίας:
“Δεν έχω από σένα παρά τη γη όπου κοιμάται ο πατέρας μου. Η πορεία της ζωής του ολόκληρη δεν ήταν παρά μια επιστροφή του στη γη σου. Δεν ξέρω από σένα παρά τις μνήμες του, μέσα από έναν ήλιο κάθετο πάνω στην πέτρα σου. Πληγή βαθιά κι αγιάτρευτη, όπου παλιρροεί ο χρόνος στις πηγές σου, Σπίτι μου της Μικρασίας. Μέσα από τούτη την πληγή της μνήμης, μέσα από τούτη την παλιρροή γεννήθηκα.”

Ανηκει στην κατηγορια:Απόσπασμα, Επικαιρότητα

Από το ημερολόγιο της Άλωσης, 46η ημέρα της πολιορκίας

18th Μάϊος 2020 By maria

Παρασκευή, 18 του Μάη του σταυρικού 1453
“Απόσπασμα από το βιβλίο “Πήραν την Πόλη, πήραν την…”

“Η γραμμή της λυκαύγειας αναιρούσε την αντάρα του πολέμου και μάζες χρυσής κινούμενης ομίχλης διέγραφαν την καμπύλη του κόσμου. Είχα ανεβεί στην πιο ψηλή έπαλξη του πύργου, όπως κάθε πρωί, να ιδώ τις κινήσεις στο εχθρικό στρατόπεδο όταν, μέσα στο σύθαμπο, διέκρινα έναν πελώριο όγκο που προχωρούσε τριζοβολώντας προς τα τείχη μας.
Ειδοποίησα ευθύς τους σαλπιγκτές και τους βιγλάτορες, και μέσα σε λίγα λεπτά όλοι βρίσκονταν στις επάλξεις με τα χλομά τους πρόσωπα και τα άρματα τα βαριά στο κουρασμένο σώμα.

Θερίο της Αποκάλυψης ή κόλαση όρθια, ντυμένη δέρματα χοντρά, που προχωρούσε ακάθεκτη απάνω σε αμέτρητους τροχούς και μας πλησίαζε.
Σαστίσαμε, μα τους αγίους. Ήρθε και στάθηκε τόσο κοντά, εξήντα πόδια ούτε από το εξωτείχιο, πάνω στο χείλος της τάφρου, και ανατριχίλα κύλησε στο αίμα μας, γιατί ευθύς καταλάβαμε τι μας περίμενε. Ήτανε μια ελέπολη τρομερή, ένας πύργος ξύλινος, θεόρατος, καλυμμένος με δέρματα βουβαλιών και καμήλας. Και ήτανε πιο ψηλός και από τα σταυρώματα, πιο ψηλός και από τις επάλξεις του μεσοτειχίου, και στο πλάτωμα της οροφής του γυάλιζαν οι βομβάρδες.
Κομμάτι κομμάτι τον ετοίμαζαν καιρό, οι τρισκατάρατοι, και μέσα σε μια νύχτα τον συναρμολόγησαν και τον έσυραν μπρος στα τείχη μας, σίγουροι πως με αυτό το θηριώδες κατασκεύασμα θα έμπαιναν κατακτητές στην πολυπόθητη Βασιλεύουσα.

(…)
Σαν τα λιοντάρια πολεμούσαμε σώμα με σώμα τώρα, μα αυτοί χιλιάδες κι εμείς λιγοστεμένοι πια. Αυτοί ξεκούραστοι κι εμείς εξαντλημένοι. Αυτοί από καινούρια ασκέρια, που κατεβαίνανε από τα βουνά της Ασίας, και εμείς πάντα οι ίδιοι. Όμως θα αντέξουμε, λέγαμε. Θα τους τσακίσουμε κι ετούτη τη φορά, θα τους γκρεμίσουμε, λέγαμε. Η αγωνία μάς θέριευε, εκείνη η ύστατη, ο τρόμος πως μπορεί από στιγμή σε στιγμή… Και ατσάλι γίνονταν τα κορμιά μας τα τυραγνισμένα. Βροντή του κεραυνού η κραυγή μας. Αστροπελέκι το χέρι μας.
Όλη τη μέρα εκράτησε ετούτη η λυσσαλέα μάχη.
Από τις πρώτες αχτίδες της αυγής, έως τις τελευταίες που τύλιγαν το χρυσό στις σκιές της νύχτας. Ξέπνοοι, νηστικοί, εξαντλημένοι και μαζί άγριοι. Εμείς οι μυθικοί τιτάνες. Εμείς οι ημίθεοι. Εμείς οι αρχάγγελοι της ρομφαίας. Εμείς οι έγκοποι και οι ελάχιστοι, που μας πολλαπλασίαζε η οργή του κεραυνού, σαν τον άρτο του θαύματος”.

Το βλέπω πως δεν υπάρχει πια ενδιαφέρον για αυτές τις ημερολογιακές αναρτήσεις μου που, 567 χρόνους μετά, φέρνουν τα γεγονότα εκείνα σε μια διάσταση του σήμερα. Όμως εγώ, όσο θα υπάρχω, θα συνεχίσω να αναρτώ το Ημερολόγιο της Άλωσης, έτσι για την τιμή εκείνων που θυσιάστηκαν, που έζησαν ως την ύστατη αγωνία το έπος της Άλωσης και την υπέρβαση.
Αλλά και για έναν άλλον λόγο: Με έναν ίδιο σχεδιασμό, με μια παρόμοια δίψα αίματος, προχωρά ο γείτονας, όπως πάντα, να λαβώσει και να αρπάξει στις μέρες μας.

Ο Γιάννης Παπαδάτος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ρόδου έγραψε: 
“Η ύψιστη ποίηση της πεζογραφικής γλώσσας, η εξερεύνηση και μαζί η τραγική πλην ενορατική διερεύνηση του άφθαρτου βυζαντινού μεγαλείου, της υπέρτατης θυσίας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ιδανικά της ελευθερίας όχι μοναχά εκείνα των συνόρων αλλά της ψυχής που ανασκαλεύει τις αιτίες και οραματίζεται το μέλλον. Τέτοια βιβλία δεν γράφονται συχνά. Αποτελούν μνημεία ελληνικού Λόγου” 

Ανηκει στην κατηγορια:Απόσπασμα

Σχόλιο σε ανάρτηση της Προέδρου της Δημοκρατίας για την Ημέρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

10th Μάϊος 2020 By maria

ΉΘΕΛΑ ΜΟΝΟ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΩ μια άλλη διάσταση στην ανάρτηση της Προέδρου της Δημοκρατίας για την Ημέρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως την είχε οραματιστεί ο μεγάλος ποιητής T. S. Eliot, πριν από τα ερείπια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Με την προφητική και διορατική του ικανότητα, στοιχεία που κατέχουν οι μεγάλοι ποιητές, είχε οραματιστεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, θεμελιωμένη όμως πρωτίστως στον πολιτισμό των χωρών “γιατί τα στοιχεία για την Ενότητα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού προϋπήρχαν της οικονομικής κοινοπραξίας” είχε διακηρύξει. Και το φθινόπωρο του 1946 έκανε τρεις ομιλίες στο BBC, όπου έθετε την ανάγκη αυτής της πνευματικής κατά κύριο λόγο συνύπαρξης, “Η τελευταία μου έκκληση απευθύνεται στους ανθρώπους των γραμμάτων της Ευρώπης, που έχουν μια ξεχωριστή ευθύνη για τη διαφύλαξη και μετάδοση του κοινού μας πολιτισμού”, είπε. Και το κείμενο των τριών ομιλιών καταλήγει “στην ανάγκη διαφύλαξης της κοινής κληρονομιάς που συνδέει τους ευρωπαϊκούς λαούς”, διαχωρίζοντας τον ρόλο αυτόν από τις αξίες της αλληλεγγύης. Και ιδιαίτερα αναφέρεται στην διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της κλασσικής Ελλάδας.

Με όλον τον σεβασμό μου στο πρόσωπο της κυρίας Προέδρου – και ευγνώμων για το θαυμάσιο κείμενο που μας χάρισε την Ημέρα του Βιβλίου, πρωτόγνωρο για τους ανθρώπους της γραφής και του βιβλίου – αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω αυτή την διάσταση. Γιατί ο λόγος του T. S. Eliot, που πάντα θα αιωρείται σε κάποια πνευματική σφαίρα απόλυτα διορατικός και προφητικός και υπαρκτός, μπορεί μια μέρα, μετά από εμένα, μπορεί να γίνει πραγματικότητα ανάμεσα στους στόχους και της αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ζητώ συγνώμη που δεν πρόφτασα να το γράψω στα σχόλια του κειμένου της, όμως ώσπου να το ετοιμάσω, την έχασα την ανάρτηση.

Ανηκει στην κατηγορια:Επικαιρότητα, Σκέψεις

Copyright © 2023 Maria Lampadaridou Pothou - Site design by C. Sampalis - Supported by A. Skamagkis