• Skip to main content
  • Skip to secondary navigation

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

poet novelist playwright

  • el
  • en_GB
  • βιογραφικό
  • Μυθιστορήματα
    • Παιδικά
  • Ποίηση
    • Ποιητική πρόζα
  • Δοκίμιο
    • Μεταφράσεις
  • θέατρο
    • παραστάσεις έργων
    • Δημοσιεύσεις έργων
  • in English
  • Επικαιρότητα
  • Δημοσιεύσεις Μαρίας
    • Μελέτες και Ομιλίες
  • Συνεντεύξεις
    • Εργαστήρι του συγγραφέα
  • άρθρα για την Μαρία
    • Ομιλίες για το έργο της
    • Επιστολές, αναρτήσεις
    • διδακτορικά
  • Εκδηλώσεις
    • Σχολεία
  • “ἁρμονίη”
  • facebook
  • wikipedia

Αρχεία για: Απρίλιος 2020

Καλλίπολις ή ANZAC Εκατό χρόνια μετά: “Όταν το άδικο γίνεται ιστορία των λαών”

25th Απρίλιος 2020 By maria

Σε είδα που πέρασες μπρος στα μάτια μου
κι ας ήταν εκατό χρόνια μετά
Είδα την κίνηση του χεριού σου
τη νιότη σου που έγερνε αβοήθητη
Ποια ήταν η Καλλίπολη και γιατί
διέσχισες δύο ωκεανούς για να τη φτάσεις
να πεθάνεις εκεί σε μια γη ξένη
άξενη
δεκαεφτά χρονών παιδί

Είδα τον τρόμο στα μεγάλα μάτια σου
καθώς οι ριπές των όπλων τα σημάδευαν
Πού πήγε τόση σκοτωμένη νιότη
Πώς χώρεσε στην άνοιξη
Κι αν σε ρωτήσει; Τι του λες;
Για ποια γλυκιά πατρίδα σκοτώθηκε;
Για ποια ιδέα;

Γλυκιά μόνο η γη που σε αγκάλιασε νεκρό
που σε νανούρισε στον κόρφο της
της Λήμνου η αγαπημένη γη
που σας ονόμασε παιδιά της.

Ονόματα χαραγμένα πάνω στην πέτρα
που μόνο οι αύρες οι θαλασσινές τα θωπεύουν
τις νύχτες τις έρημες
όταν το φεγγαρόφωτο κάνει αβάσταχτη την ομορφιά
και πάνω στη σιωπή σου σαν δάκρυ κυλάει
το έρημο υγρό φεγγαρόφωτο

που κάνει αβάσταχτη την ομορφιά

ώσπου να βγει το άστρο της αυγής
στο μέτωπο να σε φιλήσει
και σαν παιδί να γείρεις
πα’ στην ασάλευτη σιωπή
πάνω στο Άδικο που πάντα περισσεύει
να γείρεις δίχως όνειρα
στη γη που σε αγκάλιασε
που έγινε μάνα κι αδερφή στον ύπνο σου
και αγαπημένη

Σε είδα που πέρασες μπρος στα μάτια μου
κι ας ήταν εκατό χρόνια μετά
ως η ημέρα η εχθές
στον άπειρο χρόνο της μοναχικής στιγμής
όταν η ψυχή κλαίει για το άδικο
Όταν Το Άδικο Γίνεται Ιστορία Των Λαών.

Ήταν Μάης του 2015 όταν σε μια εκδήλωση στο πολεμικό μουσείο για την επέτειο των εκατό χρόνων από τα ατυχή ιστορικά γεγονότα “Καλλίπολις ή ANZAC”, είχε προβληθεί μια ταινία ντοκουμέντο, συγκλονιστική.

Μια καλημέρα σε όλους με τη σκέψη:”Όταν το άδικο γίνεται ιστορία των λαών”. Το ποίημα υπάρχει στην τελευταία μου ποιητική συλλογή “Ως ωραίος νέκυς”

Ανηκει στην κατηγορια:Ποίηση

Πορφυρίου μοναχού θρήνος: “Η προδοσία” 24 Απριλίου, Σάββατο 1453 19η ημέρα της πολιορκίας της Βασιλεύουσας

24th Απρίλιος 2020 By maria

Από το Ημερολόγιο της Άλωσης:

“Όλα ήτανε έτοιμα, τα βαριά πλοία, οι γαλέρες, οι φούστες, οι βαρκαρόλες, κι εμείς ανυπόμονοι να ξεκινήσουμε. Ίδιο θερίο ανήμερο ήτανε ο Κόκο, θερίο σε ενέδρα δύσκολη, την ώρα που υπολογίζει και την ελάχιστη κίνησή του, για να επιτεθεί, με εκείνη την αλάνθαστη ευφυΐα που έχουνε τα αγρίμια, την αλάνθαστη ισορροπία ανάμεσα στην παραμικρή κίνηση και στο ενδεχόμενο.

Έπρεπε να περιμένουμε έως τα μεσάνυχτα, είπε. Τότε, στο βαθύ σκοτάδι θα ξεκινούσαμε, να μας καλύπτει η ασέληνη νύχτα.

(…)
Επίσημος ο κυρ Τζάκομο Κόκο ο μεγάλος, ο κυβερνήτης της γαλέρας από την Τραπεζούντα, ο θαλασσόλυκος, ο εμπνευστής και οδηγός του σχεδίου, σηκώθηκε απάνω, έτοιμος να δώσει το σύνθημα της εκκίνησης, και όλοι ριγήσαμε από τη δυνατή συγκίνηση, αυτή που το αντρικό σώμα τη μετρά με ριπές θανάτου και τρέλας.

Το σχέδιο ήτανε να κάψουμε τον στόλο του Μωάμεθ.
Μια στιγμή ακόμα… μισή στιγμή. Τα αστέρια τρεμουλιάζουνε και από τον Βόσπορο κατεβαίνουνε οι αύρες οι ζωογόνες γεμάτες κρωξιές από θαλασσοπούλια ξάγρυπνα, αλήτες των νερών, και από τριγμούς ανατριχιαστικούς, υπόκωφους, σαν οιωνούς του ολέθρου.

Μισή στιγμή… Ο Κόκο σηκώνει το χέρι να δώσει το σύνθημα και όλοι κρατάμε την αναπνοή… τα μάτια του λάμπουνε…, α, πώς φτεροκοπά η καρδιά… Τέτοια ανυπομονησία πρώτη φορά την έζησα. Βιαζόμουνα να ιδώ τον καταραμένο στόλο τους να καίγεται από τα δικά μου χέρια… από…
Και τότε. Ω, τότε. Εκείνη την τελευταία αγωνιώδη στιγμή, λίγο πριν λάβουμε την εντολή να ξεκινήσουμε, ήρθε η προδοσία, ντυμένη τα χρυσά στολίδια των Γενοβέζων αξιωματικών. «Αντιπροσωπία από τον ποντεστά της Γένουας…» είπε ο ναύτης που όρμησε στη γαλέρα.
Και όλοι παγώσαμε.

Το μυστικό μας είχε διαρρεύσει, κάποιος μας πρόδωσε στον ποντεστά της γενοβέζικης συνοικίας, κάποιος άτιμος, που να τσουρουφλίζεται η ψυχή του σε κόλαση όρθια, και ήρθανε ντυμένοι φίλοι οι εχθροί μας”

Καλημέρα σε όλους
Eπειδή ο χρόνος ο παρών είναι μαζί και χρόνος παρελθών και μέλλοντας σαν τον χρόνο του T.S. Eliot

567 χρόνους μετά, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού.

Ανηκει στην κατηγορια:Απόσπασμα

Είναι κάποια πράγματα που δεν πιάνει πάνω τους ο χρόνος

8th Απρίλιος 2020 By maria

Ο εκδότης Βαγγέλης Λάζος έφυγε, όμως άφησε πίσω του μια ολόκληρη ιστορία, έναν πολιτισμό του πνεύματος, ιδιαίτερα στον θεατρικό χώρο, αλλά και στον χώρο της φιλοσοφικής υπαρξιακής αγωνίας, όπως όταν εξέδωσε τον Κίρκεγκορ, “Η έννοια της αγωνίας” ή τον Καρλ Γιάσπερς, με την εξαίσια Εισαγωγή του Χρήστου Μαλεβίτση. Βιβλία που, τότε, τα διάβαζα με μανία. Και ιδιαίτερα αυτά της παγκόσμιας θεατρικής αναζήτησης, Μartin Esslin, Peter Brook, Grotowski, απίστευτα βιβλία για την εποχή εκείνη.

Έβγαλε επίσης την σπουδαία σειρά θεατρικών έργων – ξένων και ελληνικών. Και αυτό πρώτη φορά συνέβαινε στον τόπο μας. Θυμάμαι, το πρώτο βιβλίο του Beckett που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα “Ω οι ωραίες μέρες” ήταν δική του έκδοση, άγνωστος ακόμα ο Beckett κι εγώ από το Παρίσι όπου βρισκόμουν με υποτροφία, τότε, της γαλλικής Κυβέρνησης, τον είχα ρωτήσει, “Θα το εκδώσεις; Το μεταφράζω, πήρα την έγκριση από τον ίδιο τον Samuel Beckett…” Κι εκείνος ευθύς, ναι, είπε, ναι, φέρ’ το…”

Ο Beckett ήταν γνωστός τότε στην Ελλάδα μόνον από το έργο του “Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ”, που είχε ανεβάσει το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Ενάμισι χρόνο είχα κάνει να τελειώσω την μετάφραση, τόσο η κάθε μπεκετική φράση είχε εισχωρήσει στον ψυχικό μου κόσμο και με διέλυε. Και όταν του πήγα την μετάφραση, ήταν φθινόπωρο, θυμάμαι, του 1969 με την δικτατορία στη μεγάλη της εξουσία.
Όμως ο Βαγγέλης το έβαλε στα επείγοντα. Θυμάμαι, ο Παύλος Μάτεσης είχε αναλάβει την επιμέλεια της έκδοσης. Και όταν ανακοινώθηκε πως το βραβείο νόμπελ είχε δοθεί στον Samuel Beckett, την άλλη ή, ίσως, την παρ άλλη μέρα κιόλας της βράβευσης, το βιβλίο βρισκόταν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Είχαμε ξενυχτίσει όλοι. Και έχω το βιβλίο με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1969.

Θυμάμαι, τότε δούλευα ακόμα στη Νομαρχία Αττικής και τα γραφεία μας ήταν εκεί, στην Ομόνοια, πάνω από τα συντριβάνια. Ήμουν στο τμήμα “Σωματείων” όπου όμως είχαμε και τις λίστες των “Απαγορευμένων”. Και ήξερα καλά, από πρώτο χέρι, πως ο Samuel Beckett ήταν στη λίστα των “απαγορευμένων”, από την χούντα, συγγραφέων. Όμως ούτε σκέψη να σταματήσω την μετάφραση. Αν την σταματήσω, έλεγα, τότε δεν είμαι άξια να αλληλογραφώ μαζί του. Και πήγαινα στον Βαγγέλη κάθε τόσο να τον ρωτήσω, αν εξακολουθεί να θέλει να βγάλει το βιβλίο. Κι εκείνος μου απαντούσε κάθε φορά: “φέρ’ το, όσο πιο γρήγορα μπορείς…”

Κι ύστερα, μια μέρα, μου τηλεφώνησε και μου είπε να περάσω από το βιβλιοπωλείο, ήταν στην Ασκληπειού τότε. Και πήγα. Ο Βαγγέλης γινόταν φίλος με τους συνεργάτες του. Δεν θυμάμαι τι αμοιβή μου είχε δώσει για τη μετάφραση (κάποιες δουλειές που κάνεις δίνοντας ψυχή και αγωνία ψυχής δεν τις μετράς με μονάδα μετρήσεως το χρήμα). Λοιπόν, τον ρώτησα τι με ήθελε. Και μου έδωσε έναν φάκελο με χρήματα περισσότερα από εκείνα της αμοιβής. Γιατί; τον ρώτησα. Γιατί εσύ μου έφερες το βιβλίο, απάντησε.

Ύστερα, θυμάμαι, μαζί με την Μαρία του, που ήταν πάντα στο πλευρό του και στις ιδέες του, μας είχαν κάνει όλους τους συνεργάτες ένα τραπέζι σε μια ταβέρνα για την επιτυχία της έκδοσης. Και ακόμα θυμάμαι πώς είχαμε προετοιμαστεί για την περίπτωση μιας αστυνομικής επίθεσης εκεί που τρώγαμε. (αφού το βιβλίο ήταν απαγορευμένο)

Σεμνός πάντα ο Βαγγέλης. Έντιμος με τους συνεργάτες του. Ακέραιος. Και με ένα δυνατό αισθητήριο της ποιότητας του βιβλίου της διαχρονικής του αξίας.

Ας τον θυμάται ο χρόνος με δικαιοσύνη.
Το βιβλίο της εικόνας “Ω οι ωραίες μέρες” είναι η πρώτη εκείνη έκδοση, με εξώφυλλο του Μάκη Πανώριου – Και τώρα βλέπω πως ήταν 5ο στη σειρά “Παγκόσμιο θέατρο”

Απρίλιος του κορωναϊού, 2020

Ανηκει στην κατηγορια:Σκέψεις

Για τον Οδυσσέα Ελύτη που έφυγε με το δικό του πλεούμενο, το “βρεγμένο στην πανσέληνο”

8th Απρίλιος 2020 By maria

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Μάρτιο του 1996, έφυγε με το δικό του πλεούμενο το “βρεγμένο στην πανσέληνο”, να πάει εκεί όπου:

Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός
κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα

Τι θα έλεγε άραγε με τη λαμπερή του διάνοια, αν σήμερα ζούσε, τι θα έλεγε για τα βάσανα που, επί μια δεκαετία, αλύπητα παίδεψαν τον τόπο μας, αλλά και για τούτη την απρόσμενη συμφορά του λιλιπούτειου “δράκοντα” που έπεσε στον πλανήτη μας. Τι θα έλεγε άραγε.

Και πόσο θα μας βοηθούσε ο καθαρός γεμάτος Ελλάδα λόγος του.
Γιατί ήταν εκείνος ο μεγάλος Ποιητής που αγάπησε τον τόπο του από τα τρίσβαθα του πολιτισμού του έως το καμαράκι με τα μπλε παράθυρα και την κληματαριά για να φτιάχνει ξανά και ξανά την Ελλάδα με “μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι!”

Σήμερα κατάλαβα γιατί, όταν φεύγει ένας αληθινά μεγάλος ποιητής, σαν τον Ελύτη, μια τόσο λαμπερή και διορατική διάνοια, λέμε πως γινόμαστε φτωχοί. Σήμερα μου λείπει αυτό που εκείνος θα έλεγε για τα όσα βάναυσα ζούμε. Και δεν εννοώ μόνο τα πολιτικά προβλήματα και τα χτυπήματα που δεχτήκαμε ως πολίτες μιας κοινωνίας που επί δέκα χρόνια χειμαζόταν από τη βαθιά κρίση, αλλά και για τούτη ‘δω την ανεπάντηχη συμφορά που μας βρήκε. Για τούτη τη συνεχιζόμενη “εμμονή της αδικίας και του κακού” ‘οπως την είπε ο T.S.Eliot.

Όμως ας σταθώ στη μεγάλη του ποίηση που έχει τη δύναμη να υπερβαίνει.

Θα ‘ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες πού και πού θ’ ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η ΄Οξω Πέτρα μεσ’ από τη μαυρίλα
Θ’ αρχίσει να αναδύεται

Ας ευχηθούμε, με τη δύναμη της ποίησης, “μεσ’ από τη μαυρίλα” της ζωής μας, μια καινούρια λυκαύγεια να αναδυθεί.

Η Οξώπετρα της Αστυπάλαιας, που χρόνια πριν, πριν εκδοθεί το βιβλίο, μου είχε μιλήσει για την ποίησή του αυτή και την ονόμαζε τότε ακόμα «Τα τρία Μυστικά της Οξώπετρας», ήταν ο εαυτός του ο βυθισμένος στο Άγνωστο. Ομοίωση του ποιητή, που θα αναδυθεί από τα σκοτεινά βάθη της ψυχής ο εαυτός του ο άγνωστος, θα του αποκαλυφθεί.

Στα «Ελεγεία της Οξώπετρας» είναι κατάγυμνη η ψυχή του σαν την ώρα της Αποκάλυψης.

«Και μόνο η σκέψη σου μου’ καψε όλα το χειρόγραφα», θα πει, βιώνοντας το πυρπολημένο τοπίο ή τον πυρπολημένο από τα χρόνια και την αναζήτηση εαυτό του.

«Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω», λέει.
Η άγνωστη ψυχή του, που την είπε φωνή ποιητική και την έκαμε «δεύτερη φύση του». Αυτή που για χάρη της έμεινε για λίγο μέσα του “Μισανοιχτό το Ακοίταχτο». Αυτή η κάποτε «επίσημη ξένη» των νεανικών «Προσανατολισμών» του.

Μόνον μια τόσο δυνατή ενόραση, ένας τόσο αληθινά μεγάλος ποιητής, θα μπορούσε να δώσει με τέτοιους πελεκημένους στίχους το υπερβατικό τοπίο, αυτό όπου τώρα περπατάει με την ψυχή ξυπόλητη και με τον στίχο του στα χείλη:

Ροές της θάλασσας και σεις των άστρων μασκρινές
επιρροές — παρασταθείτε μου!

Μια καλημέρα σε όλους γεμάτη με “ροές” ελπίδας!

Ανηκει στην κατηγορια:Επικαιρότητα

Σαν να παγιδευτήκαμε στο παράλογο ή σε άγραφες σελίδες Κάφκα

3rd Απρίλιος 2020 By maria

“Πέφτοντας η ζωή μου, ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου…”  Έτσι κλεισμένη στο σπίτι, όπως όλοι μας, αυτός ο στίχος του Ελύτη μου βγαίνει. Κάποτε τον ψιθύριζα σε στάσεις λεωφορείων, σε δρόμους όπου περπατούσα και ψιχάλιζε, έβγαινε από μέσα μου σε στιγμές ζωής, σε κίνηση, σε όμορφη σπατάλη. Και τον χαιρόμουν, τον στίχο, λέω, ήταν από τους πιο αγαπημένους μου ή εμένα με συγκινούσε. Ζούσα, έλεγα, χωρίς να συνειδητοποιώ πως, για την κάθε στιγμή ζωής, πλήρωνα και το τίμημα: να πέφτει, να χάνεται ένα ελάχιστο από τη ζωή μου.

Και σκέφτομαι, σκέφτομαι, τι χάνεται τώρα, τι “πέφτει” από τη ζωή μας, τι παίρνει μαζί του ο φόβος κάθε βράδυ, όταν φεύγει για λίγο και μας αφήνει να κοιμηθούμε κάποιες ώρες.

Αλλά και τι μεταλλάσσεται μέσα μας με όλο αυτό που βιώνουμε, σαν να παγιδευτήκαμε στο “παράλογο” ή σε άγραφες σελίδες Κάφκα.

Πιάνω τον εαυτό μου να απομακρύνει πράγματα που αγαπούσα, να μου φέρνει άλλα ξεχασμένα, να αλλάζει τις αποστάσεις στον χρόνο. Σίγουρα κανείς δεν θα είναι ο ίδιος ύστερα απο αυτή την περιπέτεια. Και περιμένω τις ατέλειωτες ειδήσεις να πούνε κάτι καλό.

Κάτι Καλό.

Και θυμάμαι το παραμύθι μου:
Έστειλε το Πέτρινο Δέντρο μήνυμα, με το μιλητικό κλαδί του, στο παιδί που το φυλάκισε ο κακός ο μάγος, και του λέει: “Εσύ θα σκέφεσαι το Καλό. Θα σκέφτεσαι μόνο το Καλό, Θα το καλείς με τη σκέψη σου. Και το Καλό θα ‘ρθει να σε βρει…”

Να ήταν ένα παραμύθι όλο αυτό που ζούμε!

Ανηκει στην κατηγορια:Επικαιρότητα, Σκέψεις

Copyright © 2023 Maria Lampadaridou Pothou - Site design by C. Sampalis - Supported by A. Skamagkis