Όσο θυμούμαι τη μάνα μου, που ο θεός να αναπαύει την ψυχή της, μια ευωδία από καμένο τριαντάφυλλο σταλάζει στο πνεύμα μου, μια ευωδία λευκή από θυσία και θρήνο, έτσι όπως, στα κατοπινά χρόνια, τη βρήκα μέσα στην Αγια-Σοφιά και μέσα στο μοναστήρι του Χριστού, την ώρα που το αίμα κυλούσε ποτάμι και η κραυγή ράγιζε τα θεμέλια της οικουμένης. Εκείνη η ευωδία ενώθηκε, θαρρείς, με το αίμα της Βασιλεύουσας, γιατί ήτανε η ευωδία της ψυχής και της θυσίας. Ξέρω πως ετούτες τις ώρες τις μαύρες, που μόνος κατάμονος, στο ερημητήριο της σιωπής μου το ασκητικό, γράφω τις μνήμες τού ολέθρου, η ψυχή της μάνας μου της Ρόδου είναι πλάι μου, εδώ, σε μιαν απόσταση γαλήνης από το χέρι μου, σε μιαν απόσταση θανάτου λυτρωτικού.
Με συντροφεύει, η ευωδία, λέω, της ψυχής. Με συντροφεύει, καθώς γράφω τις μνήμες τού ολέθρου, εγώ που αξιώθηκα να ζήσω στιγμή τη στιγμή την αντρειοσύνη και τον θάνατο, την ύστατη αγωνία, πλάι στον Κωνσταντίνο Δραγάση Παλαιολόγο, τον πολυφίλητο βασιλέα μου με την αδάμαστη ψυχή, και πλάι στον Ιωάννη Ιουστινιάνη, τον μαύρο αρχάγγελο, εγώ που αξιώθηκα να γίνω ο μάρτυρας του αίματος και των ερειπίων. Πρέπει να παραδώσω τα χειρόγραφα στον γιο μου τον Κωνσταντίνο, να προφτάσω. Είναι εκείνος που θα μπει ελευθερωτής στην Πόλη, γιατί τον γέννησαν το αίμα και ο θρήνος της και γιατί είναι ο Κωνσταντίνος, ο γιος της Ελένης, που έχει το σημάδι της δωρεάς, κατά το γράμμα της προφητείας.
Απόσπασμα από το πρωτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος “Πήραν την Πόλη, πήραν την”