Poetry has always been for me the raw material of my books
Πάντα θα υπάρχουν τα στάχυα
που δεν θέρισες ποτέ
“Η ποίηση ήταν πάντα για μένα η πρώτη ύλη η ακατέργαστη των βιβλίων μου, το μεταφυσικό στοιχείο της όρασής μου”. Αυτό είχα γράψει στα ημερολόγιά μου, όταν ακόμα μάζευα το πρόσωπό μου από όσα μου έτυχε να ζήσω. Και είχα γράψει ακόμα πως “η ποίηση είναι το αρχέγονο υλικό της χαμένης μνήμης, ή αλλιώς, το περπάτημα της ψυχής πάνω στην άβυσσο”. Μισόν αιώνα μετά, το ίδιο θέλω να πω. Και κάτι ακόμα: “Είμαστε πλάσματα ελλιπή, πλάσματα της στέρησης. Ο πόθος μας να φτάσουμε στην υπέρβαση, είναι στέρηση, ή, αλλιώς, ο πόνος για το ελλιπές πρόσωπό μας”.
Σήμερα ζω την νεότητα της διαφάνειας.
Είναι η νεότητα των μέσα οράσεων αυτή.
Σε βοηθάει να υπερβείς τον πόνο της εφημερότητας.
Αλλά και να δεις διαφορετικά τις αλήθειες σου.
Έτσι θέλω να σκέφτομαι το πέρασμα του χρόνου. Με την αντίστροφη νεότητα του Πλωτίνου. Και με τον στίχο του Ελύτη: “το φως δουλεύοντας τη σάρκα”, σάμπως να πρόκειται για πολύτιμο κόσμημα. Όταν ήμουν νέα φοβόμουν τις ρυτίδες. Με τρόμαζε η σκέψη πως μια μέρα το πρόσωπό μου θα γέμιζε ρυτίδες. Σήμερα τις αγαπώ. Είναι οι δρόμοι της ζωής μου εκεί. Και είναι η διαφάνεια που απελευθερώνει τις μέσα οράσεις. Αυτό για μένα είναι ποίηση.
I’ m a poet. And then I put the poetry in the drama, I put it in
short stories, and I put it in the plays. Poetry’s poetry.
It doesn’t have to be called a poem, you know.
Tennessee Williams, in interview in Writers at work (6th series, 1984)
Κάποια στιγμή είδα πως η ποίηση δεν υπάρχει μόνο ως υπέρβαση ή ως το χαμένο ιερό της ψυχής, αλλά κάτι πιο πολύ: Είναι μια λειτουργία ύπαρξης. Κι ύστερα, όταν μυήθηκα στον υπερρεαλισμό, είδα πως κάποια από τα μυθιστορήματα μου είναι η πιο καθαρή μου ποίηση. Ο λόγος του Tennessee Williams απλά επιβεβαίωσε αυτό που διαισθανόμουν. Πάντα πίστευα στην διαίσθηση μου. Έλεγα πως τίποτα δεν είναι πιο αληθινό από αυτό που διαισθάνεται το πνεύμα όταν βρίσκεται μπρος στην αλήθεια του. Ο Οδυσσέας Ελύτης λέει στα Ανοιχτά Χαρτιά «δεν μιλώ για την ικανότητα να συνθέτει κανείς στίχους, αλλά για την άλλη: να ανασυνθέτει τον κόσμο κυριολεκτικά και μεταφορικά». Κι ύστερα: “μια ρυτίδα περισσότερο στο πρόσωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή, αυτό περιμένω, την απόλυτη αντιστροφή, τη διαφάνεια”, είπε. Με έχει απασχολήσει απόλυτα η έννοια αυτής της διαφάνειας που είναι η νεότητα του Πλωτίνου, σε μια σχέση με την ποίηση. Και σήμερα με όλες αυτές τις ρυτίδες μου, αισθάνομαι πως εκεί βρίσκεται ο ποιητικός μου λόγος. Σε αυτήν την νεότητα της διαφάνειας.
Και αρχίζω από τον υπερρεαλισμό. Παίρνω τα δικά μου λόγια τα παλιά, που δεν τα έχω ξεπεράσει και τα θυμάμαι – από τότε που έγραφα τις εκπομπές στο κρατικό ραδιόφωνο «Περπατώ και ονειρεύομαι» : «Υπερρεαλισμός είναι η ίδια η καθημερινότητά μας, καθώς υπάρχουμε σε παράλληλα επίπεδα, σε παράλληλες πραγματικότητες, αναδυόμενες μια μέσα από την άλλη, θραύσματα από μνήμη και όνειρο από λάμψεις του βιωμένου μας χρόνου».
Λοιπόν η μακριά εμπειρία μου ζωής και γραφής μου έμαθε πως, με τον ποιητικό λόγο ανασυνθέτεις το πραγματικό δημιουργώντας έναν νέο τρόπο του «νοείν» και του «είναι» και φτάνεις στην υπέρβαση του πραγματικού που είναι μαζί και ανατροπή. Για να συνθέσεις τον δικό σου ποιητικό κόσμο. Όμως αυτή η υπέρβαση ή ανατροπή, στο μυθιστόρημα δεν δίνεται με τον λόγο αλλά με τις καταστάσεις που δημιουργείς. Σαν τον Κωνσταντίνο του δημοτικού τραγουδιού, στον Άγγελο της Στάχτης, όταν γυρίζει πίσω το βέλος του χρόνου για να μαζέψει σταγόνα σταγόνα ένα ποτήρι νερό από τις λάσπες όπου το πέταξαν. Είναι μια εικόνα-υπέρβαση της κοσμικής τάξης.
Πώς έφτασα στην πεποίθηση ότι η ποίηση είναι μια λειτουργία ύπαρξης:
Είναι μια έκφραση που την είπα για πρώτη φορά σε μια συνέντευξή μου στην Ελευθεροτυπία για το «Μυστικό Πέρασμα». Όταν με ρώτησαν πώς γίνεται να υπάρχω σε τόσο διαφορετικά ήδη του λόγου. Θυμάμαι πως είχα πει (και το θυμάμαι γιατί με είχε απασχολήσει αυτό μετά) κάτι που το είπα και στο Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, πως : “Το πρώτο μου υλικό ξέρω πως είναι η ποίηση. Με ποίηση ξεκίνησα και μόνο μέσα από την ποίηση μπορώ να αναζητώ την διαίσθησή μου για τον κόσμο και για την ύπαρξη. Κάπως έτσι. Γιατί η ποίηση δεν είναι λειτουργία λόγου, αλλά λειτουργία ύπαρξης. Είναι ένας αδιάκοπα μεταβαλλόμενος τρόπος του νοείν και του υπάρχειν μέσα στον κόσμο. Και για να πάω πιο πέρα, είναι ο «νους που κινεί και η ύλη που γίνεται» του Αναξαγόρα”.
Με είχε αναστατώσει ο λόγος μου αυτός. Υπάρχουν άνθρωποι, απλοί, με τη σοφία μέσα τους. Που δεν έχουν καμιά σχέση με την ποίηση κι ωστόσο, οι στιγμές της ζωής τους είναι ποίηση. Υπάρχουν, λειτουργούν, μέσα στην αθέατη τελετουργία μιας ποίησης που τους φέρνει στην έκσταση και στην υπέρβαση, τους φέρνει σε αυτό που είναι η ουσία και το νόημα της ζωής. Ένα πρωί, είχα βρεθεί σε κάτι χωράφια της Λήμνου, στον Κότσινα. Από μακριά είδα μια γυναίκα που δούλευε στο χωράφι της και κάτι έλεγε. Κρατούσε ένα μεγάλο πανέρι, μάζευε από τις ντοματιές και τις φασολιές και μονολογούσε. Πλησίασα διακριτικά. Η γυναίκα με είδε, αλλά δεν την ενδιέφερε αυτό. Τα μάτια της κόκκινα σαν ματωμένα. Το ρούχο της μαύρο. Προσπάθησα να της μιλήσω αλλά η ματιά της με σταμάτησε. Και τότε μου είπε, θυμάμαι περίπου τους στίχους: «Μη μ’ αρωτάς, δεν ξέρω πια απ’ τον απάνω κόσμο». Μου φάνηκε σαν πρόσωπο αρχαίας τραγωδίας. «Διάβηκεν ο λεβέντης μου κι ο κόσμος ενυχτώθη», είπε πάλι. Κι εγώ κατάλαβα. Η μάνα, είπα. Η μάνα του δημοτικού τραγουδιού.
Τριανταενός ήταν χρονών κι έλαμπε σαν τον ήλιο
Έλαμπε σαν αυγερινός κι εμένα που με βλέπεις είμαι η έρμη η μάνα του
Και συνέχεια έλεγε. Σαν να έρεαν οι στίχοι από πάνω της. Μια γυναίκα που σίγουρα δεν είχε ποτέ ακούσει για ποίηση. Και όμως ήταν η ίδια προσωποποιημένη η ποίηση. Στην πιο βαθιά στην πιο ουσιαστική λειτουργία της.
Τριανταενός χρονώ βλαστός, ψηλός σαν κυπαρίσι
Διάβηκε και σκοτείνιασαν ο ήλιος και τα αστέρια
Σαν τον αητό που τον χτυπά βαρύ το αστροπελέκι
Και παράλληλα μάζευε τις ντομάτες και τα φασολάκια. Κάποιες παρόμοιες στιγμές – εμπειρίες, αλλά και η προσωπική μου διαίσθηση, μ’ έκαναν να πιστέψω πως η ποίηση, πέρα από τον καλλιεπή φροντισμένο λόγο, είναι μια λειτουργία της ύπαρξης στην πιο βαθιά την πιο ουσιαστική έκφραση της ανθρώπινης ψυχής. Άλλωστε κάπως έτσι γεννήθηκε και το δημοτικό μας τραγούδι.
Η ποίηση ελευθερώνει. Είναι ένας θρίαμβος της ύπαρξης ενάντια στον χρόνο. Ακόμα και όταν μιλά για τραυματικά πράγματα. Αυτή είναι η δύναμή της. Κάποτε με ρώτησαν τι σημαίνει για μένα ο πόνος. Ο ποιητής πονά όπως όλα τα εύθραυστα πλάσματα, τα ευάλωτα. Βιώνει την μοναξιά του και, παράλληλα, συμπορεύεται με όλα τα δρώμενα της παγκόσμιας σκηνής, συμμετέχει και συμπάσχει. Όμως τον προσωπικό μας πόνο, τον πόνο που μας χάραξε, δεν τον μοιράζεται κανείς εύκολα με τον αναγνώστη. Ανήκει στα ιερά της ψυχής. Γι’ αυτό και τόσο με βασάνισε η έκδοση του βιογραφικού μου “Τα Μονοπάτια του Αγγέλου μου”. Προσπάθησα να δώσω όσο γινόταν λιγότερα για τη ζωή μου, να πω μόνο για τον τον χρόνο και τον τόπο, για τις συνθήκες ή τα πιστεύω μου την στιγμή που γεννιόταν το κάθε βιβλίο. Για την διαδρομή. Χωρίς να μπορεί κανείς να αποφύγει, εν τέλει, και το τραυματικό γεγονός. Γιατί, ουσιαστικά, είναι αυτό που μας διαμορφώνει.
Με ρώτησαν ακόμα τι σημαίνει: “Η ποίηση είναι το περπάτημα της ψυχής πάνω στην άβυσσο”
Πρέπει να αρχίσω από το πώς βίωσα εγώ την άβυσσο, αυτή την ανυπέρβατη καμπύλη του Samuel Beckett. Πώς έγινε ένα στοιχείο δομικό της ποίησης μου, του λόγου μου ολόκληρου. Πώς την είδα «άνω και κάτω μία» όπως την είπε ο Ηράκλειτος. Πώς την έδωσα στο μυθιστόρημά μου «Η Επέτειος των ρόδων», όπου υπάρχει η έννοια της αβύσσου σαν στοιχείο αρχαίας τραγωδίας της γυναίκας που χάνει το παιδί της. Οι λέξεις βιώνονται. Είναι ο πιο εσωτερικός αγώνας της ψυχής αυτός. Από εκεί αναδύεται ο ποιητικός λόγος “εκ καθαρών καθαρά”
μ.λ.π.
Ομιλία σε τιμητική εκδήλωση με πρόεδρο την ποιήτρια Ζωή Σαμαρά, στο Κιλκίς
Ποιήματα
στις μέρες του κορονοϊού
Τούτο το καλοκαίρι θέλω να γίνω μια Λέξη πελώρια
σαν δρόμος όρθιος που ανεβαίνει στ’ αστέρια
και λαμποβολεί
μια λέξη με τρεις συλλαβές ή και τέσσερις
να περιέχουν όλες τις άλλες – όπως θάλασσα ή έρχομαι!
όπως λαμποβολώ