Unreal City
Under the brown fog of a winter dawn
T. S. Eliot
Πάντα τα βράχια της Μύρινας
Με το γκρίζο εσπερινό τους κόκαλο
Τα βράχια το ακρογιάλι και το πρόσωπο
Χαμένο και κερδισμένο
Το πρόσωπο εκείνο με τα μάτια του ανέμου
Ο καιρός που ταξιδεύει στη ράχη του τα κόκαλά μας
τη φωνή και το βλέμμα
Ραγισμένος ήχος σκουριάς
Τα λόγια που κάποτε μας έθελγαν
Χαμένα και κερδισμένα
Πίσω απ’ τα εφήμερα φυλλώματα
Και τα χέρια που αρνιούνται να λυθούν
Νοσταλγία μας πίκρας αλλοτινής
Ο ραγισμένος ήχος που δακρύζει στη μνήμη.
Βουλεβάρτα του κόσμου που ταξιδεύετε την ερημιά μας
στην απατηλή σας φιλοξενία
Φώτα και φωνές ανθρώπων, ονόματα βιαστικά
Δάχτυλα που φέγγουν αβέβαια τον ήλιο του μεσημεριού
Rue des Feuillantines. Hotel de Paris.
«Ένα δωμάτιο με ήλιο, παρακαλώ…»
Οι καστανιές γυμνώνονται αθόρυβα τη μελαγχολία τους
Και το χώμα πίνει μαλακά τα σάπια ζεστά φύλλα
Γκρίζο στόμα τεφρό
Που γευματίζει τον καιρό με τη φθορά μας
Και στις ρίζες τις σκληρές ταξιδεύει τη μνήμη μας
Φύλλωμα του άλλου καιρού που θα ντύσει
Τη γύμνια τη δική μας.
«Το δωμάτιο είναι λίγο σκοτεινό… Καθώς
Βλέπετε, βρέχει… Αν θέλετε…»
Ήχος καμπάνας μακρινής τρυφερός και πικρός
Σαν την πρώτη μας ποίηση
Η μητέρα στο κατώφλι του σπιτιού
Εκεί όπου ήταν άλλοτε το αγιόκλημα και μια χελιδονοφωλιά
Νύχτες μενεξεδιές που έσμιγαν στα χείλη της
Τα παιδικά μας ονόματα
«Μαρίνα… Σήφη… Αλέξη…» Ο κήπος κοιμήθηκε
Και τα πουλιά και οι ψυχές των λουλουδιών σωπάσαν
«Αύριο πάλι… Αύριο τον κρυφτό και τους βόλους…»
Τα δάχτυλα ματώνουν. Το χώμα. Η μνήμη.
Ο καιρός που ντύθηκε το δέρμα μας
Και δεν έχουμε με τι ν’ αγγίξουμε
Το πρόσωπο της μητέρας
Και δεν ξέρουμε με τι να σώσουμε τη φωνή της
«Αύριο πάλι… Αύριο… Μαρίνα, Σίφη, αύριο…»
«Ναι, το βλέπω… Είναι βροχερός συνήθως ο καιρός εδώ…»
«Α, ναι, ναι… Συνήθως!»
Βουλεβάρτα του κόσμου που διασταυρώνετε
Τα βλέμματα και την ερημιά των ανθρώπων
Και γράφετε κάτω απ’ το γκρίζο δέρμα σας
Τη θλίψη και τη νοσταλγία τους
Γέφυρες του καιρού που ενώνετε τα λησμονημένα χέρια
Σ’ έναν τόπο που δεν είναι το αύριο
Που δεν ήταν το χτες
Σ’ έναν τόπο δικό σας
Κάτω απ’ το γκρίζο εφήμερο δέρμα σας
Εκεί που είναι η μοναδική συνείδησή μας.
Θυμάσαι;
Το παράθυρο έκλεισε για πάντα
Το παράθυρο εκείνο μας έκρυψε το πρόσωπό σου
Δεν είχα καταλάβει
Το παράθυρο έκλεισε πίσω απ’ τη βροχή και το χρόνο