«Δεν έχω από σένα άλλη φωτιά παρά τις λέξεις μου
I have no weapon but a sharp-edged pride
I fight naked, rubbed with oil, against death
Αγάπα με, Ελλάδα, βοήθα με ενάντια στο δικό σου θάνατο»
Με αυτόν τον ποιητικό λόγο ο Ζακ Λακαριέρ τραγούδησε την αγάπη του για την Ελλάδα. Μια αγάπη βαθιά και απόλυτη, αγάπη αγωνιστική, που έγινε η ίδια η ανθρώπινη και υπαρξιακή του περιπέτεια. Και τώρα μοιάζει τραγούδι αποχαιρετισμού, ένα χέρι απλωμένο πάνω από το Αιγαίο, οι στάχτες του, που θα ζητούν για πάντα έναν αντίλογο εφήμερο, τη μνήμη.
Αισθανόταν Έλληνας και ήταν Έλληνας, αφού, όπως είπε, «ανήκεις σε μια χώρα όταν διαδηλώνεις γι’ αυτήν». Και είναι γνωστοί οι αγώνες που έκανε στη διάρκεια της δικτατορίας – και όχι μόνο. Σήμερα αισθάνομαι πως ο μεγαλύτερος λόγος της αγάπης του, λόγος και πράξη μαζί, θα είναι η στιγμή, το πρωινό, που η τέφρα του θα διασκορπιστεί στη θάλασσα του Αιγαίου. Το τελευταίο άγγιγμα με το φως, με το ελληνικό στοιχείο που τόσο αγάπησε. Το τελευταίο χαίρε, από την άλλη μεριά του χρόνου, τη σκοτεινή.
Έχοντας περπατήσει, ως μεταφράστρια των βιβλίων του, όλα τα μονοπάτια των στοχασμών του, αλλά και της υπαρξιακής του αναζήτησης, μπορώ να πω πως ο Ζακ Λακαριέρ είναι ο μοναδικός ίσως συγγραφέας, ποιητής ή ασκητής, φιλέλληνας, που χάραξε την ανθρώπινη πορεία του ξεκινώντας από τα ορφικά και υπερβατικά οράματα του αρχαίου κόσμου έως τον Ακάθιστο Ύμνο και έως τους σύγχρονους ποιητές μας.
Λέω, ασκητής. Μια ασκητεία υπάρχει σε όλα τα βιβλία του, αλλά και στον τρόπο της ζωής του. Τα δύο σημαντικά μυθιστορήματά του, η «Μαρία η Αιγυπτία» και η «Σκόνη του κόσμου», είναι ένας ύμνος στην ασκητεία, στην απόλυτη ερημία του ανθρώπινου πλάσματος πάνω στη γη, στην αναζήτηση ενός Θεού. Κάθε φορά που τελειώναμε τη μετάφραση με τον Μίνωα Πόθο, αισθανόμασταν πως βγαίναμε οι ίδιοι από τις ερήμους της ασκητείας εκείνης, ερήμους γεμάτες από φως αλλά και από την αγωνία των υπαρξιακών του ερωτημάτων. Λέει ο Γιουνούς Εμρέ, ο περιπλανώμενος ποιητής, στο μυθιστόρημά του, « Η Σκόνη του κόσμου»: «Ήταν ο Θεός που λαχταρούσα. Τον βρήκα. Και μετά; / Ναι, βυθίστηκα στη γαλήνη των μυημένων. Και μετά;» Και στο μυθιστόρημά του, «Η Μαρία η Αιγυπτία», αυτό το ποίημα της ερημίας και της ασκητείας, γράφει: «Πού είσαι, Μαρία, τώρα; Πού είναι εκείνο που μένει από σένα, αυτή η συνάθροιση από δέρμα, κόκαλα και αίμα; συνάθροιση σιωπής που προχωρεί μέσα στη γυμνότητα, αρμενίζει ανάμεσα σε δύο ερήμους. (…) Συρόμενη, παρασυρόμενη από τους ανέμους, τώρα από τους αγγέλους. Το σώμα σου ένα τελευταίο ψιθύρισμα. Κατεβαίνει απαλά, πολύ απαλά. Θα ακουμπήσει πάνω στο χώμα…»
Υπερβατική αλήθεια
Δεν ήταν τυχαίο που ο Ζακ Λακαριέρ σε ολόκληρο το συγγραφικό του έργο αναζητούσε μια υπερβατική αλήθεια, μια μεταφυσική απόκριση, γέννημα και θρέμμα του δυτικού μηδενισμού αλλά και εραστής των ασκητικών οραμάτων και του θεϊκού παραληρήματος. Δεν ήταν τυχαίο ότι τον γοήτευαν οι ασκητικοί χώροι, όπως ο Άθως, όπως η έρημος των αναχωρητών, όπως η άνυδρη στέπα. Ίσως γιατί ο ίδιος βίωνε πάντα μια προσωπική ασκητεία. Κάπου, στη «Συγγραφική Πορεία», λέει: «Το δωμάτιό μου έμοιαζε με κελί μοναχού (δωμάτιο σε νησί του Αιγαίου): γυμνό, κάτασπρο, με μια εικόνα μόνο στον τοίχο. Πάντα ονειρευόμουν μια τέτοια λιτότητα για να γράψω». Κι εγώ τότε έφερνα στη σκέψη το γυμνό και λιτό δωμάτιο του Σάμουελ Μπέκετ, το ασκητικό, με κάτι απλά ράφια μόνο στον τοίχο, για τα βιβλία του. Και ύστερα, τον ασκητικό χώρο του Ελύτη. Φαίνεται πως η ασκητεία και η γυμνότητα είναι στοιχεία της μεγάλης ποίησης.
Βαθύτερο μυστήριο
Η φιλοσοφική θέση του Ζακ Λακαριέρ ήταν, μέσα από το έργο του, δεδομένη: Συνάθροιση και διάλυση σκόνης, ο άνθρωπος. Ωστόσο, ήταν φανερό πως προσπαθούσε να φτάσει στο βαθύτερο μυστήριο που κρύβουν τα πράγματα, στην άρρητη αλήθεια τους. Δεν ήταν τυχαίο ότι, πλάνητας της ζωής και της διανόησης ο ίδιος, ποιητής και βαθύς στοχαστής, χρησιμοποίησε για ήρωες των μυθιστορημάτων του πρόσωπα της ασκητικής περιπλάνησης. Ολόκληρο το έργο του, από τους «Ένθεους» και τους «Γνωστικούς» ακόμα, το σημαδεύει η βίωση μιας προσωπικής ασκητείας. «Περιπλάνηση και συγγραφή υπήρξαν για μένα οι δύο βασικοί δρόμοι συνάντησης με τους άλλους και αυτογνωσίας», γράφει. Άλλωστε, πιστεύω πως γι’ αυτό αγάπησε την Ελλάδα. Του πρόσφερε τον τόπο των περιπλανήσεών του, τη μαρτυρία και τα οράματα ενός πολιτισμού που τον έθελγε. Του πρόσφερε τον τετρακισχιλιετή χρόνο της, το ταξίδι στη γλώσσα και στις πέτρες των επιγραφών, το ταξίδι στον μύθο, στη δελφική ιδέα. Κι ακόμα, του πρόσφερε την περιπλάνηση στην ασκητεία του Άθω, στις κρύπτες των μοναχών.
Σίγουρα, ο Ζακ Λακαριέρ αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ελλάδα. Ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου. Όμως και η Ελλάδα του χάρισε το ταξίδι της γνώσης, το μυθικό ταξίδι του Οδυσσέα.
Και αν την περιδιάβηκε λιθάρι λιθάρι και λέξη λέξη, από τον Όμηρο και τον Ορφέα ως τον Ακάθιστο Ύμνο, κι από τα μοναστήρια του Άθω και τα σπασμένα μάρμαρα έως τη σύγχρονη ποίησή της, είναι γιατί οι δρόμοι εκείνοι του χάρισαν τα σημαντικά βιβλία του, αυτά που υπήρξαν το ίδιο τιμή για εκείνον και τιμή για την Ελλάδα.
Ελευθεροτυπία, 24 Σεπτεμβρίου 2005