Περπατώντας στους έρημους δρόμους της Οδησού – αναμνήσεις ενός ταξιδού
Αναμνήσεις ενός ταξιδιού
Πώς πέφτουν τ’ αστέρια στην ασέληνη νύχτα κι αφήνουν μια στιγμιαία τροχιά λάμψης, για να χαθούν τελειωτικά, να σβήσουν, στην αδιάφορη κοσμική καμπύλη, έτσι, με αυτή την κοσμογονική εικόνα έχει μείνει στη μνήμη μου η Οδησσός. Και οι στιγμές που έζησα εκεί, αυτά τα θραύσματα της μνήμης, τα μικρά σπαράγματα της αλλοτινής ζωής, είναι οι στιγμές οι ανθρώπινες όπως χαράχτηκαν στην ψυχή μου και έμειναν μέχρι σήμερα με όλη την ποίηση και την μελαγχολία που τις έζησα.
Το ταξίδι – προσκύνημα
Από την πρώτη ημέρα του άδικου και παράλογου πολέμου των ημερών μας, με πονούσε η σκέψη πως θα μπορούσε να ισοπεδωθεί και αυτή η πόλη κόσμημα, η πριγκίπισσα της Μαύρης Θάλασσας, όπως την είπαν, με τις ελληνικές μνήμες και την ελληνική καρδιά που κάποτε χτυπούσε στα σπλάχνα της. Όταν την γνώρισα εγώ, όταν περπάτησα τους δρόμους της, αυτούς όπου είχαν περπατήσει ο Μαρασλής και ο Παπαρηγόπουλος και ο Ψυχάρης, είχε ήδη κλείσει ο κλυκλος της αλλοτινής δόξας της. Μόνον οι μνήμες είχαν απομείνει και έμοιαζαν με πουλιά σε καταιγίδα. Προπαντός στο μουσείο της Φιλικής Εταιρείας, όπου άγγιζες το αποτύπωμα: Τις υπογραφές στις χειρόγραφες επιστολές τους, Ξάνθος, Σκουφάς, Τσακάλωφ. Και εάν σήμερα ο πόλεμος του παράλογου ιμπεριαλισμού ισοπεδώσει και την όμορφη αυτή πόλη της σπαρασσόμενης Ουκρανίας, αν μεταβάλει τα ιστορικά της κτήρια σε σωρούς ερειπίων, τότε θα είναι το απόλυτο ιστορικό αμάρτημα.
Μαρασλής Παπαρηγόπουλος Ψυχάρης
Από το ελάχιστο, πολλές φορές, αρθρώνεται το μέγιστο. Από τις μικρές ασήμαντες στιγμές ζωής που μου έτυχε να ζήσω στους γραφικούς δρομους της Οδησσού, ξεδιπλώθηκε μεσα μου ολοκληρος ο πολιτισμός της, αυτός που συνδέθηκε με τα μεγάλα ονόματα των Eλλήνων ευεργετών, ένας πολιτισμός που τα απομεινάρια του αργοπεθαίνουν ακόμα στην εγκατάλειψη και την ερημία της άλλοτε περικλεούς πόλης. Έτσι, από το ελάχιστο, από καποιες εικονες ή από καποιες αφηγήσεις των ανθρώπων που γνωρίσαμε εκεί, αποτυπώθηκε στη μνήμη μου η βαθιά νοσταλγία ενός παρελθόντος που ζούσε μόνον στις μνήμες της ευτυχισμένης τους ζωής. Ένιωθες πως τα πάντα βυθίζονταν σε μια μελαγχολια ληθης. Και αναπολούσες τους Έλληνες εκείνους, που μεγαλούργησαν εκεί, με τα μάτια και την ψυχή πάντα στραμμένα στην σκλαβωμένη τότε πατρίδα, εκείνους που δημιούργησαν με πάθος την Φιλική Eταιρεία για να βοηθήσουν την επανάσταση της Ελλάδας. Aυτοί που έζησαν τον ρομαντισμό της Belle Epoque και την ευφυΐα της ανθρώπινης δημιουργίας τους. Aυτοί που με τις δωρεές τους ή το πνεύμα τους έδωσαν την αναγεννησιακή πνοή στην Eλλάδα και ανακηρύχθηκαν ευεργέτες της ή πνευματικοί αναμορφωτές, όπως ο Mαρασλής, όπως ο ιστορικός Παπαρρηγόπουλος, όπως ο Ψυχάρης.
H belle epoque του Παρισιού
Η Oδησσός δεν ήταν μόνο η πόλη όπου μεγαλούργησαν οι Έλληνες. Ήταν η πόλη όπου κατέφταναν από το Παρίσι και τη Bιέννη οι καλλιτέχνες για να τραγουδήσουν στην περικλεή όπερα, που χτίστηκε επί δημαρχίας Mαρασλή, από τον ίδιο αρχιτέκτονα που είχε χτίσει την όπερα της Bιέννης., όπως έγραψε η δημοσιογράφος της Καθημερινής Μαρια Καραβία στο θαυμάσιο βιβλίο της “Οδυσσός, η λησμονημένη πατρίδα”.
Το Ταξιδι Των Τριών Θαλασσών
Ήταν τότε που έγραφα το ιστορικό μου μυθιστότρημα “Πήραν την Πόλη, πήραν την…” και ήθελα να ταξιδεύω σε εκείνους τους ερημωμένους τόπους του χαμένου ελληνισμού, να βρω αυτό που απόμεινε, αυτό που πέθαινε, να πονέσω. Τότε, εκείνα τα χρόνια, μου έτυχε να βρεθώ στο Ταξίδι Των Τριών Θαλασσών, με ποιητές και συγγραφείς των Σκανδιναβικών χωρών και της Ελλαδας, Nοέμβρη του 1994. Και ένα χειμωνιάτικο πρωινό, με την ομίχλη να κατεβαίνει πυκνή από τα βάθη της Mαύρης Θάλασσας, το καράβι που μας έφερνε προσκυνητές στους τόπους του ρημαγμένου ελληνισμού, έμπαινε στο λιμάνι της Oδησσού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το αίσθημα της θλίψης, όταν αντίκρισα την ερημωμένη πόλη.
Θυμούμαι, στο λιμάνι ήταν κάτι παλιά καράβια με μαύρες καρίνες και, καθώς την πόλη την σκέπαζε η καταχνιά, διέκρινα τους όγκους μόνο των κτηρίων και τους έρημους δρόμους. Kι ύστερα, όταν μας πήρε το πούλμαν να μας ξεναγήσει, είδα την πόλη την ερημωμένη, τα κτήρια που αργοπέθαιναν, αυτά με την ελληνική ψυχή, είδα την όπερα, που έμοιαζε φάντασμα του αλλοτινού της μεγαλείου, που την ξεκλείδωσαν για να μπούμε μέσα και μύριζε χρόνο υγρό και εγκατάλειψη, και όταν οι Οδυσσίτες ηθοποιοί μάς έπαιξαν ένα κομμάτι από παράσταση παλιά, όλοι κλάψαμε. Ύστερα, είδαμε το μουσειο της Φιλικής Eταιρείας, που μόλις είχαν ανακαινίσει το κτήριο, και οι λιγοστοί Έλληνες μας μίλησαν για τις τρομακτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και για την μεγάλη φτώχια. Θυμούμαι, έφυγα από την οργανωμένη ξενάγηση, ένιωθα την ανάγκη να περπατήσω μόνη στους δρόμους της Oδησσού, να βρω την ψυχή που πεθαίνει.
Πώς πεθαίνει μια πόλη;
αναρωτήθηκα.
Kάθισα σε ένα παγκάκι, στη λεωφόρο των ελληνικών αρχοντικών με τις ερειπωμένες προσόψεις και τα φθαρμένα παράθυρα από όπου φαινόταν, κάπου κάπου, ένα πρόσωπο πίσω από το λευκό κουρτινάκι, η ζωή που συνεχιζόταν πονεμένη. H λεωφόρος ήταν γεμάτη πεσμένα φύλλα από τα πανύψηλα δέντρα της και το φως σχημάτιζε ανταύγειες ωχρές , καθώς η χειμωνιάτικη καταχνιά τύλιγε τις πληγωμένες όψεις των κτηρίων. Oι άνθρωποι που περνούσαν μπροστά μου ήταν τυλιγμένοι σε χοντρά φτωχικά πανωφόρια και τα πρόσωπά τους είχαν τη θλίψη και την ερήμωση, ίδια όπως η πόλη τους. Πολλές φορές οι αναμνήσεις μας είναι πιο δυνατές από το ίδιο το βίωμα. Γράφοντας το κείμενο αυτό, ήθελα απλά να κάνω μια ευχή: Ας μην γίνει ερείπια και αυτή η όμορφη πόλη με την ελληνική ψυχή και τις ελληνικές μνήμες, ας τελειώσει ο πόλεμος αυτός που ντροπιάζει την έννοια του ανθρώπου.
Η Μαρία Λαμπαδαριδου Πόθου είναι συγγραφέας.
Μάρτιος 2022, Αθήνα
Σημ. Κάποια χρόνια μετά, όταν ρώτησα για την τύχη του μουσείου της Φιλικής Εταιρείας, μου είπαν πως έκλεισε, γιατι δεν είχαν τα λιγοστά χρηματάκια που χρειάζονταν για το ενοίκιο. Σήμερα δεν γνωρίζω αν ακόμα υπάρχει. Κα τι έγιναν οι πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες που υπήρχαν εκεί..
Μια φωτογραφία πάνω στα νερά
Μια φωτογραφία πάνω στα νερά
“Είμαι αθώος, κύριε…”
“Ναι, αλλά η αθωότητά σου δεν μπορεί να σε σώσει…”
Καφκα
“Κάτω από το μαύρο φεγγάρι μια κραυγή…”
Φ.Γ. Λόρκα
—Γιατί ο Αλβέρτος φορούσε παλτό Ιούλιο μήνα;
—Γιατί ο Αλβέρτος έπρεπε να φύγει αμέσως μ’ εκείνο το παλιό πολεμικό καράβι;
—Για τί ο Αλβέρτος κρατούσε ένα μπογαλάκι ρούχα στο χέρι;
—Γιατί ο Αλβέρτος έκλαιγε, καθώς έστριβε τη γωνία του χωματόδρομου;
—Γιατί μας κοίταξε με τόσο πόνο, καθώς τραβούσε αμίλητος για το λιμάνι;
—Πού πήγαινε με τη μικρή του αδελφή;
—Ποιος ήταν ο Αλβέρτος;
Ήταν ένα εβραιόπουλο.
Παίζαμε μαζί. Ερχόταν με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε μαζί. Μα άφησε το παιχνίδι στη μέση, γιατί έπρεπε, λέει, να φύγει αμέσως.
Πού πήγαινε όμως; Κανείς δεν μας έδωσε απάντηση.
Στέκομαι στην άκρη του δρόμου και προσπαθώ να καταλάβω από πού κατεβαίνουν αυτά τα νερά…Παράξενο. Ολόκληρος χείμαρρος. Μα δεν έβρεξε. Τούτα τα νερά θαρρείς και αναβλύζουν μέσα από τη γη. Από τα έγκατα της γης.
Ή μήπως ήταν από πάντα εκεί ο ποταμός κι εγώ δεν τον είχα προσέξει; Μα είναι καλοκαίρι. Ιούλιος μήνας. Πώς είναι δυνατόν να πλημμυρίζουν τα ποτάμια! Κι εγώ έπρεπε να περάσω τον δρόμο. Να φτάσω στη γωνία.
Μπαίνω μέσα στο νερό. Μου έρχεται σχεδόν ως τη μέση. Αριστερά είναι το σπίτι της Γεωργίας και δεξιά το ψαράδικο. Να μπορούσα τουλάχιστον να δω κάποιον. Να τον ρωτήσω για τα νερά. Δεν φαίνεται ψυχή.
Όμως , ξαφνικά, βλέπω κάτι να επιπλέει πάνω στο νερό. Κάτι σαν ένα μπογαλάκι. Κι ούτε απορώ που δεν βουλιάζει.
Η ροή του ποταμού το φέρνει προς εμένα. Λίγο ακόμα και το φτάνω. Απλώνω τα χέρια. Παράξενο. Δεν έχει βραχεί. Το παίρνω γρήγορα. Και προσπαθώ να βγω από το νερό. Να το ανοίξω. Η περιέργειά μου είναι τόσο μεγάλη! Μάλλον, δεν είναι περιέργεια, αλλά μια παράξενη διαίσθηση. Κάτι υπάρχει μέσα ‘κει. Κάτι πολύ σπουδαίο.
Κάθομαι στο σκαλοπάτι του Ελισαίου και το ανοίγω με αδημονία. Τι να δω! Η φωτογραφία του Αλβέρτου. Ο Αλβέρτος με τη μικρή του αδελφή.
Περίεργο! Αυτό περίμενα να δω. Όπως τη μέρα που έφευγε. Φορά το παλτό του. Και τα μάτια του είναι λυπημένα.
Αισθάνομαι μια αγαλλίαση. Λοιπόν, ζει. Μπορεί και να ζει. Αυτό είναι ένα σημάδι.
Αφήνω τα άλλα πράγματα, ή, μάλλον, ούτε προσέχω τι άλλο υπάρχει μέσα στο δέμα, και σηκώνομαι να φύγω. Το νερό έχει τραβηχτεί. Ο δρόμος είναι βρεγμένος, βέβαια. Χωματόδρομος. Αυτός που βγάζει στο λιμάνι. Κι ένα φως πράσινο πορτοκαλί απλώνεται με μια εξαίσια διαφάνεια.
Κάνω να τραβήξω κατά ‘κει, να δω αν έφυγε το καράβι. Όμως, ποιο καράβι; Πάνε τόσα χρόνια! Απορώ. Η φωτογραφία πώς σώθηκε; Κι εγώ; Πώς βρέθηκα εδώ; Αφού ο πόλεμος τέλειωσε. Αυτό το ξέρω καλά. Τούτο το μπέρδεμα μέσα μου γίνεται μια φοβερή αγωνία. Και το σπίτι μου είναι υδάτινο. Μια υδάτινη διαφάνεια. Μα πώς βρέθηκε στο δρόμο μου; Κάτι δεν καταλαβαίνω. Οι τοίχοι του σπιτιού μου είναι υδάτινοι. Μπορώ να διακρίνω το πρόσωπό μου μέσα από στρώματα διαφανή, που με γοητεύουν. Μα ποια σχέση έχει το σπίτι μου με τον πόλεμο; Κι ούτε ξέρω πια αν ο πόλεμος τέλειωσε. Κρατώ στα χέρια μου τη φωτογραφία που είναι τεκμήριο σπουδαίο. Όμως, για ποιο πράγμα;
Αυτή η αγωνία είναι ένα παράξενο οδυνηρό «χάσιμο» μέσα μου. Και ξυπνώ.
Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας, κάποιες παράξενες μικρές στιγμές, που μας ακολουθούν ακοίμητες, κομμάτια σπασμένα ενός περιστατικού που χάθηκε και που το κουβαλάμε απειλητικό και μεγεθυμένο.
Καθόμουν στα σκαλοπάτια του Ελισαίου, μαζί με άλλα παιδιά, εκείνο το μεσημέρι του καλοκαιριού, όταν είδαμε τον Αλβέρτο, με τη μητέρα του και τη μικρή του αδελφή, να προχωρούν στον χωματόδρομο για το λιμάνι.
Θa έφευγαν, λέει, μ’ ένα καράβι που τους περίμενε εκεί και που είχε έρθει μόνο και μόνο για να τους πάρει. Αλλά κανείς δεν ήξερε για πού.
Η μητέρα του και η αδελφή του προχώρησαν, έστριψαν τη γωνία. Όμως ο Αλβέρτος έμεινε λίγες στιγμές, ακριβώς εκεί, λίγο πριν στρίψει τη γωνία. Εκεί σήκωσε το χέρι του να μας χαιρετήσει.
Πλησιάσαμε κοντά του. Φορούσε ένα μαύρο βαρύ παλτό. Και ήταν μεσημέρι. Και ήταν Ιούλιος. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μικρό μπογαλάκι, τόσο δα, όσο μπορεί να σηκώσει ένα παιδί, και με το άλλο του χέρι μας χαιρετούσε ακόμα.
Τα μάτια του ήταν λυπημένα. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Και δεν μίλησε. Κατέβασε το χέρι, σαν μικρή λαβωμένη φτερούγα. Και έφυγε. Έστριψε τη γωνία του δρόμου. Χάθηκε. Δεν μάθαμε ποτέ πια. Ποτέ κανείς.
Έμεινε ο χωματόδρομος άδειος.
Ήταν πολύ δυνατό το φως εκείνου του μεσημεριού. Κι όποτε σκέφτομαι τον Αλβέρτο, μια αίσθηση θαμπωτική από άσπρο κάνει το περιστατικό ανάλαφρο, θαρρείς, σαν να αιωρείται λίγο πιο πάνω από την πραγματικότητά του, μέσα σε μια λύπη ονείρου.
Ύστερα, χρόνια πολλά μετά, όταν διαβάζαμε για τα κρεματόρια και για τους θαλάμους των αερίων, όταν μας μιλούσαν για τα στρατόπεδα εκείνα του θανάτου, πάντα στη σκέψη μου ερχόταν αυτή η εικόνα του μεσημεριού. Το χέρι του παιδιού, που μας χαιρετούσε, και τα λυπημένα μάτια, που δεν γνώριζαν τότε ακόμα τη μοίρα που τους περίμενε.
Όλη αυτή την εμπειρία την κατοπινή την έζησα σε σχέση πάντα με το περιστατικό εκείνο, που δεν ήταν παρά ένα μικρό σπασμένο κομμάτι της θύμησης και που το κουβάλησα μέσα στον χρόνο. Μέσα σε εκείνη την παράλληλο, όπου εγώ υπήρχα έξω από τον χρόνο. Μέσα στα θρύψαλα του παιδικού εαυτού μου
Κάστρο Λήμνου, 28 Ιουνίου 1983
Είναι δημοσιευμένο στο βιβλίο μου «Νύχτες του Φεγγαριού- Δεκαοχτώ όνειρα” εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στις 12 – 13 Φεβρουαρίου 2022, Ημέρα του Ολοκαυτώματος
”
Για τα εκατό χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής
Bell of Hagia Sophia
Bit by bit may thou break the silence
And once more may the new ages sound the Resurrection
May an azure glory sprout
Upon the lamentation of the ruins
From this glory of thine that will come
From this flash of the lightning bolt
was I born
That is why my voice, too,
Is a loosened bell
That still weeps.
Μάιος, 1988
“Όσα ούτε είδομεν ούτ’ ελάβομεν,
ταύτα φέρομεν” είπε ο Ηράκλειτος
Η γη της Μικρασίας, δεν είναι μόνον η πατρίδα των προσφύγων, η πατρίδα του από αιώνων Ελληνισμού, αλλά και των μεγάλων οραματιστών της Ιωνίας, Στη γη εκείνη γεννήθηκαν τα μεγάλα υπερβατικά οράματα των Ιώνων φιλοσόφων, που μέχρι σήμερα και για πάντα θα καταυγάζουν την πνευματική μοίρα του κόσμου. Είναι το βάθος του χρόνου, το βάθος και η Αρχή της ελληνικής σκέψης. Και με αυτή την εννοια, δεν είναι μόνον η πηγή και η ρίζα, δεν είναι μόνον ο πόνος και το αίμα του πόνου. Είναι η πιο βαθιά ουσία του πνεύματος που παραμένει στον αιώνα Ελληνικό. Η δουλεία και η άλωση, η συντριβή και ο εκπατρισμός, έχουν συντελεστεί στον εξωτερικό συμβατικό χρόνο. Όμως αυτό δεν αναιρεί ούτε σπιθαμή ελληνικότητας από το πνευματικό και υπαρξιακό της βάθος. Κάποτε έγραφα:
Πατρίδα που χώρεσες σ’ ένα εικόνισμα
Ποτέ χαμένη
Αλύτρωτη μόνο
Σε βρίσκω κάτω από την εφημερότητά μου
Γεμάτη ρωγμές που σκίζουν τον ύπνο μου
Να αναβλύσει το αίμα.
Ανήκω στη δεύτερη γενιά των ξεριζωμένων
Παιδί των προσφύγων, βίωσα τη μνήμη του αίματος. Και όταν έφυγε ο πατέρας, έγραψα ένα μικρό βιβλίο “Σπίτι μου της Μικρασίας”. Είναι μια αναφορά στο Σπίτι-Σύμβολο της Μικρασίας, που αναδύεται φλεγόμενο από τα βάθη του Ιωνικού χρονου, για να με φέρει στην ίδια παράλληλο με τους αιώνες ζωής του. Ένας λόγος πέρα από την εμπειρία. Δεν έχω μνήμες δικές μου εγώ. Είμαι η θέληση μόνο, μια θέληση γεμάτη πείσμα, να κρατηθεί ζωντανή η ρίζα. Εκείνοι που βίωσαν εκεί την εγκοσμιότητά τους, από τον Ηράκλειτο έως τον πρόσφυγα πατέρα μου, αποτελούν σε βάθος μια Ελλάδα αδιαίρετη και απόρθητη στον αιώνα.
Γιατί η ψυχή και το πνεύμα, η βίωση του Λόγου ως κοσμικής έκφρασης, δεν εκπορθούνται, που σημαίνει, δεν εκπατρίζονται.
My Asia Minor home
Δεν έχω από σένα παρά τη Γη, όπου κοιμάται ο πατέρας μου. Η πορεία της ζωής του ολόκληρη δεν ήταν παρά μια επιστροφή του στη γη σου.
Δεν ξέρω από σένα παρά τις μνήμες του, μέσα από έναν ήλιο κάθετο πάνω στην πέτρα σου, Πληγή βαθιά κι αγιάτρευτη, όπου παλιρροεί ο χρόνος στις πηγές σου, Σπίτι της Μικρασίας. Μέσα από τούτη την πληγή της μνήμης, μέσα από τούτη την παλιρροή γεννήθηκα.
“Τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια”
Δεν συναντηθήκαμε παρά μόνο ανάστροφα, μέσα στην παλίνδρομη ροή του χρόνου. Στο τραύμα της αλλοτρίωσής σου. Και τώρα τουρκοχώρι, τώρα τουρκοσπίτι. Οι πέτρες σου πονούν μέσα μου από τα ξένα δάχτυλα που σ’ αγγίζουν. Κι ο ήλιος σου στεγνώνει τα δακρυα των ξενιτεμένων. Ο πατέρας έφυγε χωρίς να σε ιδεί ποτέ ξανά. Και τώρα εγώ γυρίζω σε εσένα. Επιστρέφω μαζί του. Με θέλγει η δύναμη του θρήνου σου, Έτρεξες πίσω τους, μα δεν σε είδαν. Τους φώναξες φλεγόμενο από τον πόνο και τον πόθο να τους φτάσεις, μα δεν σε άκουσαν. Και ήρθες σε εμένα. Κύλησες μέσα στις μέρες μου. Χρόνια τυραννάς τη σκέψη μου. Ζητάς να υπάρξεις από τον λόγο μου. Ακούω τη φωνή σου μέσα στον ύπνο μου, φωνή της πέτρας. Απάνω της εγχαράχτηκαν αιώνες Ελλάδα. Είσαι από το υλικό εσυ που “διεκόσμησε το χαος”* Είσαι “ ο νους που κινεί”* εσύ. Είσαι η ύλη που “γίνεται” με τον λόγο μου. Έτσι μπορώ και σε συναντώ. “Γιατί γνωρίσαμε τη μοίρα μας / στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες / τρεις ή / έξι χιλιάδες χρόνια…”* είπε ο ποιητής. ‘Ομως εγώ σε βρίσκω στα όνειρά μου που το υλικό τους χρονολογείται από τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια. Σε βρίσκω στα βαθη της μνήμης τής πριν από εμένα, όπου εισχωρώ μαγνητικά και αναπόδεικτα. Εσύ ιστορείς και εγώ γράφω.
Όσο σκοτεινός και αν ειναι ο κόσμος…” είπε ο Νίτσε
“…αρκεί ένα κομμάτι ελληνικής σκέψης για να φωτιστεί!”. Και σίγουρα εννοούσε τη σκέψη που γεννήθηκε εκεί, στα χώματά σου, γιατί είπε ακόμα: “Όσο ο κόσμος θα έχει ανάγκη από την αλήθεια, θα έχει ανάγκη από τον Ηρακλειτο”
Και τώρα οι δυο μας, Σπίτι της Μικρασίας
Εγώ από σάρκα κι εσύ από πέτρα. Γη που μιλα. Και γη που σωπαίνει. Κοσμικές ύλες και οι δυο. Κοσμικά μόρια ανεξερεύνητης Αρχης. Μαγνητικές ουσίες από την ίδια νύχτα του πόνου. Η δική μου φθαρτή εγκοσμιότητα. Η δική σου αΐδια. Είσαι η αϊδιότητα του κόσμου εσύ. Η πρώτη μου αρχετυπική κατοικία. Δεν σε είδα ποτέ. Δεν θέλω. Για να μη σε χάσω. Σε προτιμώ έξω από την διαίρεση. Έξω από το αίμα. Κάποτε γίνεσαι μικρή λευκή εκκλησιά που σε κρεμώ στη σκέψη μου και ο κόσμος ευωδιάζει θυμίαμα αγρυπνίας. Είσαι η ιστορία μου εσύ, γραμμένη από τους κόμβους του αίματος που στάλαξαν απάνω σου οι αιώνες μου.
Σμύρνη, Πέργαμος, Μαρμαρονήσι, Πραστειό, Τένεδος
Το καράβι με τους πρόσφυγες χάθηκε μέσα στη νύχτα του πόνου. Και ο χρόνος δεν ξαναγεννήθηκε ποτέ από την τέφρα του. Σε κρεμώ στη σκέψη μου, μικρή λευκή εκκλησιά, κι ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλοπάτια σου. Κύλησα τόσο βαθιά μέσα σου, εκεί όπου ο χρόνος αναιρεί την διάρκειά του. Και βαδίζω στις ασημένιες αμμουδιές σου περιπλανώμενη, μεταμορφωτική, να βρώ το νόημα των λόγων σου: “Ο θεός ημέρη ευφρόνη!”*
Πατρίδα ανεξερεύνητης αρχής
Σε κουβαλώ αναδυόμενη στα εφήμερα τοπία μου
Να απομαγνητίζεις την κραυγή
Να ορθρίζεις αίμα
Κύλησες στον δικό μου καιρό
Εκεί όπου παλιρροεί καθημαγμένη η μνήμη
Και ρόδο η άβυσσος βλάστησε εντός μου
Αναδυόμενη η ζωή μου
Από τα χώματα που κοιμούνται
Στη ρίζα μου
Το βιβλιο “Σπίτι μου της Μικρασίας” επανεκδίδεται
από τις Εκδόσεις Πατάκη.
*Και νους επελθών διεκόσμησε χάος”, Εμπεδοκλής
*“τον μεν νουν κινούντα την δε ύλην γενομένην” Αναξαγόρας
*Σεφέρης
*Ηράκλειτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημεριδα ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, στις 15 Μαΐου 2022
Με γιασεμί και με αγιόκλημα
Μια καρδιά πεταμένη στα σκουπίδια, με αφορμή την πολτοποίηση βιβλίων, Ιούνιος 2021
Ήταν η καρδιά του θαυμάσιου παιδικού παραμυθιού “Ευτυχισμένος πρίγκιπας” του ‘Οσκαρ Ουάϊλδ.
Όταν οι άνθρωποι πτώχευσαν στην πόλη όπου υπήρχε το άγαλμα του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα, φτιαγμένο από χρυσο και πολύτιμους λίθους, έτρεξαν και το ξήλωσαν. Όλη νύχτα έβγαζαν τους πολύτιμους λίθους και το χρυσάφι του. Όμως όταν έφτασαν στην καρδιά του, είδαν ότι δεν είχε κανένα πολύτιμο μέταλλο ή πολύτιμος λίθο; και την πέταξαν στα σκουπίδια.
Όμως στο παραμύθι μου “Αγάπησέ με… και άλλα παραμύθια”, ένας μαγικός γλύπτης, ο Ώγυγος, πήγε και βρήκε την πεταμένη καρδιά του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα,, την μάζεψε από τα σκουπίδια και, καθώς είχε μείνει ζωντανή, το άγαλμα του μικρού στρατιώτη, του παραμυθιού μου, που του ανέθεσαν να κάνει, ήταν ζωντανό.
Αυτό το παραμύθι και αυτή την καρδιά την πεταμένη στα σκουπιδια, μού θύμισε η βέβηλη πράξη να πολτοποιήσουν τα βιβλία οι πιστώτριες τράπεζες λόγω χρεών του εκλιπόντος εκδότη. Ας τα χάριζαν σε ανθρώπους που δεν μπορούν να αγοράσουν το βιβλίο όσο και αν κοστίζει. Ας καλούσαν κάποια πνευματικά ιδρύματα να τα πάρουν δωρεάν – αφού τα θεώρησαν “είδος άνευ αξίας” — και να τα σεβαστούν. Ακόμα και σε άστεγους ας τα έδιναν να τα πουλήσουν ένα ευρώ το βιβλίο, να κερδίσουν το ψωμάκι τους.
Η πολτοποίηση είχε την έννοια της απαξίωσης.
Άλλη μια φορά απαξιώνεται ο πνευματικός άνθρωπος στον τόπο μας, ο συγγραφέας – και ας μην αφορούσε στα δικά του βιβλία η συγκεκριμένη πολτοποίηση.
Η παρομοίωση που έκανε ο πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων, σε διαμαρτυρία του για το συμβάν, είναι πολύ χαρακτηριστική: «Είναι σαν να βρίσκεσαι στην λεωφόρο Μεσογείων και να πνίγεται το παιδί σου”, είπε. Γιατί για τον συγγραφέα, το βιβλίο είναι το πνευματικό παιδί του, ή αλλιώς, το βιβλίο έχει μέσα του μια “καρδιά” που είναι ζωντανή.
Αναρτήθηκε χτες στο διαδίκτυο, 9 Ιουνίου 2021
Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας σήμερα και γιορτάζουν όλα τα βιβλία μου, Φεβρουάριος 2021
Γιορτάζουν όλες οι ηρωίδες των βιβλίων μου!
Τι χάνει τι κερδίζει η Γυναίκα με την αμφιλεγόμενη ανεξαρτησία της
Σήμερα γιορτάζουν όλα τα μυθιστορήματα που έγραψα, γιορτάζει η Γυναίκα όλων των εποχών.
Σήμερα γιορτάζουν: “Η Μαρούλα της Λήμνου” και “Η Δοξανιώ” μου, η Μαρία Δοξαπατρή και οι ηρωικές Ελληνίδες γυναίκες της Επανάστασης, γιορτάζει η Ελένη μου στο “Πήραν την Πόλη, πήραν την” που μέσα στον αγώνα της πέρασα τον οδυνόμενο αγώνα όλων των ανώνυμων Γυναικών.
Σήμερα γιορτάζει η Ιππολύτη μου από το “Ξύλινο Τείχος”, που ακόμα ψάχνει να βρει το πεντάχρονο παιδί της.
Σήμερα γιορτάζει η Γυναίκα η ανώνυμη, η Γυναίκα η βασανισμένη, η Μάνα, η Αγαπημένη, η προδομένη ίσως, η θυσιασμένη, η αγωνίστρια στα μικρά και στα μεγάλα. Η Γυναίκα η απλή με τη μεγάλη την βαθιά σοφία της ζωής.
Σήμερα θα αναρωτηθούμε:
ΤΙ ΧΑΝΕΙ, ΤΙ ΚΕΡΔΙΖΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ με την αμφιλεγόμενη ανεξαρτησία της. Ποιες είναι οι αληθινές πηγές της δύναμής της. Και γιατί οι αρχαίοι τραγικοί μας ποιητές χρησιμοποίησαν “γυναίκα” ως ηρωίδα στις περισσότερες τραγωδίες τους.
Και τι σημαίνει για μια γυναίκα συγγραφέα, να γράφει ένα μυθιστόρημα με βασικό ήρωά της έναν άνδρα. Πώς θα μπορέσει να θέσει την “υπεροχή” της γυναικείας φύσης, αυτή την πνευματική την υποστασιακή την άρρητη “υπεροχή”, που η ίδια η Φύση της έδωσε, όταν της εμπιστεύτηκε τα μυστικά της δύναμής της, για να συνεχίσει το νομοτελειακό έργο της: τη συνέχιση της ζωής!
Και γιατί πιστεύω πως η πραγματική ανεξαρτησία της Γυναίκας είναι η ανάβαση στο Πρόσωπό της!
Σήμερα λοιπόν γιορτάζουν όλα τα μυθιστορήματα μου, γιατί μιλούν για όλες αυτές τις Γυναίκες. Και συνειδητοποιώ κι εγώ αυτή τη στιγμή τι σημαίνει να τα έχω γράψει.
Πέρισι – πριν δυο χρόνια – σαν σήμερα ήμουν καλεσμένη στην εκπομπή της ΕΡΤ-1 “ΣΤΑΣΙΣ ΕΡΤ-1” και μίλησα για την υπεροχή της γυναίκας (και όχι για την ισότητα). Και πόσο με είχαν συγκινήσει τα τηλεφωνήματα που έλαβα από όλη την Ελλάδα. Μια ανταπόκριση ψυχής.
Φίλοι και φίλες, σήμερα λέω: Σας αγάπησαν τα βιβλία μου!
Πρόσθεσα και The Wooden Wall, για την πονεμένη μου Ιππολύτη, που περιμένει δυόμισι χιλιάδες χρόνια να συναντήσει το παιδί της.
Τα ίδια λόγια γράφω κάθε χρόνο σαν σήμερα, γιατί η Αλήθεια δεν χρειάζεται πολλά ή καινούρια λόγια για να εκφραστεί!
ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑ στο fb:
Στην περσινή μου ανάρτηση είχα γράψει και τούτο το σχόλιο: Ενα χρόνο μετά, τα ίδια λόγια θα γράψω για την Ημέρα της Γυναίκας: Πως γιορτάζουν όλες οι ηρωίδες των μυθιστορημάτων που έγραψα, η προσπάθεια που έκανα για την ΑΝΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ — όχι σε ένα ισότιμο επίπεδο με τον άνδρα αλλά (χωρίς να τον υποτιμώ) σε μια Υπεροχή που η Φύση η ίδια της έδωσε, ως μάνα, μάνα που γέννησε και μάνα που δεν γέννησε. Μάνα. Και μαζί με τις ηρωίδες μου, σήμερα αισθάνομαι πως γιορτάζω κι εγώ. Δεν μου ήταν καθόλου εύκολο να τεκμηριώσω αυτή την Υπεροχή.
Αναρτήθηκε στο facebook, 8 Φεβρουαρίου 2021
Η γενοκτονία των Αρμενίων αναγνωρίστηκε από τον Τζο Μπαιντεν, Μάης 2021
Η κυρία ΣΥΡΑΝΟΥΣ, μια αρχόντισσα της Λήμνου
από την ματωμένη Αρμενία
Κοιτάζω το διάφανο πρόσωπο της με τα καθαρά μάτια, κοιτάζω τα λαβωμένα χέρια της που σφιχτά κρατούν πάντα ένα βιβλίο. Χέρια με κινήσεις αργές σαν φτερούγες γερακίνας που τις τσάκισε ο χρόνος. Κοιτάζω το αδύνατο σώμα της πάνω στο πεντακάθαρο κρεβάτι όπου καθηλωμένη εδώ και χρόνια. Όμως δεν κλαίω. Γιατί εκείνη μου χαμογελά. Μια ζωή χαμογελάει το ευγενικό πρόσωπό της.
Είναι η κυρία Συρανούς Βαρτεβανιάν, η γλυκιά αρχόντισσα της Λήμνου. Η υποδειγματική σύζυγος του αείμνηστου Αντρανίκ, η άξια Μάνα, η σιωπηλή αγωνίστρια στα μικρά και στα μεγάλα του πολύμοχθου βίου.
Παιδάκι δώδεκα χρονών είχε έρθει εδώ με την οικογένειά της από την ματωμένη Αρμενία.
Και έγινε η ευγενική αρχόντισσα που έμαθε γράμματα και μια ζωή ανάδινε την αύρα του πολιτισμού της.
Χρόνια φύλαγα στην καρδιά μου τις ατέλειωτες διηγήσεις της για εκείνους τους διωγμούς της αγριότητας και της ντροπής και ήταν τότε μόνο πέντε χρονών. Ένα παιδί στην πιο καθαρή αθωότητά του που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τους ξερίζωναν να τους πάνε στα βάθη της Ανατολίας σε τόπους άγονους και άξενους να χαθούν. Όμως εκείνοι πάλι γύριζαν πίσω στο σπίτι τους. Και πάλι τους έδιωχναν. Ώσπου το 1922, μαζί με τους Έλληνες της Μικρασίας , τους ανάγκασαν να πάρουν τον δρόμο τον μεγάλο που οδηγεί στο άγνωστο. Χρόνια φύλαγα στη μνήμη μου τις διηγήσεις της, πώς ο δρόμος εκείνος ο μεγάλος ήταν γεμάτος από ανθρώπους κατατρεγμένους και εξαθλιωμένους. Χρόνια δεν μπορούσα να τα αγγίξω όλα αυτά, δεν τολμούσα. Ήταν η ντροπή της Ιστορίας.
Της Ιστορίας του Ανθρώπου.
Και όταν, πριν από λίγες μέρες, άκουσα τον σημαντικό Πρόεδρο της Αμερικής να μιλά με τόσο σεβασμό για εκείνη την Γενοκτονία, για εκείνη την ντροπή της Ιστορίας, αναδύθηκαν από την ψυχή μου οι διηγήσεις της κυρίας Συρανούς. Αλλά μαζί και όλα όσα παρόμοια βίωσα με τον πρόσφυγα πατέρα μου, που χρόνια ατέλειωτα μου διηγόταν και εκείνος την άλλη “Γενοκτονία” του Ελληνισμού της Μικρασίας. Την άλλη ντροπή της Ανθρώπινης Ιστορίας.
Κι ακόμα, η Μνήμη μού έφερε ένα συμβάν που συγκλονιστικά το βίωσα η ίδια, καλεσμένη από τους Ποντίους της Πτολεμαϊδας. Γιατί και οι Πόντιοι περιμένουν με την ίδια αγωνία να δικαιωθεί επίσημα και η δική τους “Γενοκτονία”.
Λίγο χώμα από την πατρίδα τους, τον Πόντο:
Ήταν στις 29 Μαΐου του 2000, επέτειος της Αλώσεως, που με είχαν καλέσει οι Πόντιοι της Πτολεμαϊδας, σε μια εκδήλωση με τίτλο: “Η προσφυγιά τιμά την συγγραφέα της” να μιλήσω για το βιβλίο μου “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, για εκείνον τον σταυρικό Μάη, που έγινε η αφετηρία για όλα τα δεινά που ακολούθησαν για τον Ελληνισμό αλλά και για τον εκεί χριστιανικό κόσμο έως τις μέρες μας.
Όταν ο Μικρασιάτης πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, έχοντας ζήσει την κάθε στιγμή του βίου του μέσα σε μιαν αγιάτρευτη νοσταλγία εκείνης της πατρίδας, εκείνου του ιερού σπιτιού της παιδικής ηλικίας, έτσι ρομαντικός και ονειροπόλος, κάθε πρωί να μου φέρνει ένα άσπρο τριαντάφυλλο από την αναρριχώμενη τριανταφυλλιά μας για να μου πει πως: Εκεί, στην “πατρίδα” τα τριαντάφυλλα ήταν πιο λαμπερά, στην ουσία για να πει το όνομα της, τη λέξη “πατρίδα”. Λοιπόν, όταν ο κυρ Κλεόβουλος ο ιεροψάλτης, που στα τεφτέρια του, στο μικρό μαγαζάκι που είχε στην αγορά, αντί για τα “βερεσέδια” του έγραφε ψαλμούς και περικοπές από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη , όταν έφυγε από τη ζωή τού έγραψα, να τον κατευοδώσω, ένα μικρό ελάχιστο βιβλίο που το είπα “Σπίτι μου της Μικρασίας” — καθώς είχε γίνει και δικό μου το σπίτι εκείνο, τόσο να μου μιλά γι’ αυτό.
Και το μικρό αυτό βιβλιαράκι, πολλοί Πόντιοι το είχαν στα εικονίσματά τους, μου είπαν. Και όταν διάβασσν κάποιες περικοπές, έκλαψαν και οι πέτρες ακόμα μαζί με τους χίλιους ή και δυο χιλιάδες Ποντίους που είχαν κατεβεί στην εκδήλωση. Πόσο έκλαψα κι εγώ, όταν έβγαλαν να μου προσφέρουν σαν δώρο μια φούχτα χώμα από τη Γη τους, δεμένη σε ύφασμα κόκκινο του αίματος, που ακόμα το φυλάγω στα πολύτιμα μου. Και είμαι έτοιμη ξανά να κλάψω, γιατί και η δική τους Γενοκτονία και εκείνη του πατέρα μου, στο βάθος όλες μαζί κάνουν ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΗ ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΩΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ. Γιατί δεν τελειώνουν στην τότε Εξόντωση, αλλά εσαεί κυλούν μέσα στη δική μας ζωή, στη δική μας ψυχή, παιδιά των παιδιών των ξεριζωμένων, καθορίζουν μέχρι σήμερα τη μοίρα μας.
Έγραφα στο μικρό εκείνο βιβλίο “Σπίτι μου της Μικρασίας”:
“Εκείνοι που βίωσαν εκεί την εγκοσμιότητα τους, από τον Εμπεδοκλή έως τον πάππο μου, αποτελούν σε βάθος μια Ελλάδα αδιαίρετη και απόρθητη. Γιατί η ψυχή και το πνεύμα, η βίωση του Λόγου ως κοσμικής έκφρασης δεν εκπορθούνται που σημαίνει δεν εκπατρίζονται”.
“Δεν έχω από σένα παρά τη γη όπου κοιμάται ο πατέρας μου. Η πορεία της ζωής του
ολόκληρη δεν ήταν παρά μια “επιστροφή” του στη Γη σου.
Δεν ξέρω από σένα παρά τις μνήμες του, μέσα από έναν ήλιο κάθετο πάνω στην πέτρα σου,
όπου παλιρροεί ο χρόνος στις πηγές σου, Σπίτι μου της Μικρασίας.
Μέσα από τούτη την πληγή της μνήμης, μέσα από τούτη την παλιρροή γεννήθηκα”.
Αγαπημένη μου κυρία Συρανούς
Με πήγες μακριά, στις δικές μου πληγές. Όμως σήμερα το αφιέρωμα είναι για Σένα, και για την πρωτοκόρη σου την Βαρτουή, την αγαπημένη φίλη μου μιας ζωής, που είχε την δική σου ευγένεια και την δική σου σοφία. Γλυκιές αύρες να φέρουν έως εσάς την αγάπη μας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Λήμνος, Μάιος, 2021
Readers of Europe reading list - recommendation by the Permanent Representation of Greece to the EU
In 480 BC, Persian king Xerxes invaded Greece with an army whose size was unparalleled in history. Once the 300 heroic Spartans had been defeated at Thermopylae, the road to Athens was wide open, spreading terror and panic across Attica.
According to Herodotus’s narrative, the Athenians turned to the Oracle of Delphi, whose prophecy read: “Though all else shall be taken, Zeus, the all-seeing, grants that the wooden wall only shall not fail.”
Various opinions were offered as to what this ‘wooden wall’ actually meant. Some favoured the option of literally building a wooden wall around the Acropolis. General Themistocles, however, came up with a different interpretation: the wooden wall was a reference to the ships which the Athenians had been swiftly building in the years preceding the Persian advance. Driven by Themistocles’s profound strategic and political genius, the Greek allied fleet triumphed in Salamis after Athens had been burnt, while those who trusted the more conventional verbatim reading of the prophecy suffered the fatal outcome of their decision.
Το ιστορικό μυθιστόρημα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου “Το Ξύλινο Τείχος” προσφέρει μια σαγηνευτική προσέγγιση στις αξίες, στα πιστεύω και στους φόβους των αρχαίων Ελλήνων. Υπογραμμίζει την σημασία μιας πεφωτισμένης αρχηγείας, ιδιαίτερα την στιγμή που έρχεται αντιμέτωπη με την Ύβρι και την αλαζονεία που πυροδότησαν τα κυριαρχικά όνειρα των Περσών. Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται μέσα από τα μάτια του Αλκαμένη, σκλάβου αρχικά και στη συνέχεια ελεύθερου πολίτη, ο οποίος συνδέει τη Λήμνο, την Αθήνα και την Σπάρτη, καθώς συμμετέχει στις τρεις μεγάλες συγκρούσεις των Ελλήνων εναντίον των Περσών, το διάστημα 480 – 479 π.Χ., στο πλευρό των κύριων πρωταγωνιστών των γεγονότων.
Throughout history, humankind has been faced with dilemmas as to how to address most effectively major challenges that call into question long-standing norms and well-established routines. The current pandemic, with its massive global socio-economic impact, is definitely one such case, making the oracle of the ‘wooden wall’ all the more relevant. We can draw inspiration from Themistocles, a shining historical example of how visionary thinking, resilience, innovation, openness and inclusion can help overcome the most unfavourable odds. More importantly, Themistocles’s success was predicated on the values of democracy and social participation, which were born in Ancient Greece and constitute the foundation of our European Union; it is these values which ensure the buy-in and ownership necessary for societies to come together in times of crisis. ‘The Wooden Wall’ offers inspiration in these trying times and reminds us of the timeless value of democratic principles.
Ancient Greek literary works need no introduction. But modern Greek literature has also produced several masterpieces, not least the works of two Nobel Prize laureates – Giorgos Seferis and Odysseas Elytis. Discover more Greek literature in Eureka, the online catalogue of the Council libraries.
Ο λαβωμένος κόσμος του βιβλίου σε μέρες εγκλεισμού 2020
Ένας κόσμος ολόκληρος που. σε καιρούς χειμαζόμενους, κανείς δεν τον χρειάζεται – ή έτσι νομίζει.
Πολλοί φίλοι και φίλες του διαδικτύου μού στέλλουν τα “πακέτα” με βιβλία που παράγγειλαν για τις Γιορτές. Και με παρηγορεί. Μακάρι να το κάνουν περισσότεροι. Μια μικρή ανάσα να πάρει ο κόσμος του βιβλίου που τόσο βαθιά λαβώθηκε από την οδυνηρή δοκιμασία, αυτή που ακόμα σέρνεται πάνω στις ζωές μας.
Και όταν λέμε “βιβλίο” εννοούμε όλη την αλυσίδα, από τον τυπογράφο, τον βιβλιοδέτη, τον βιβλιοπώλη, τον συγγραφέα. Ένας κόσμος ολόκληρος που, σε καιρούς χειμαζόμενους ή καιρούς αβροχίας, κανείς δεν τον χρειάζεται – ή έτσι νομίζει.
Οποιοσδήποτε κοινωνικός κλάδος και αν πληγεί, πάντα θα υπάρχει μια άμεση κυβερνητική συνδρομή, θα υπάρξει η ανάγκη μιας κοινωνικής μερίδας για τις υπηρεσίες του.
Το “βιβλίο” πώς να απεργήσει ή να σιωπήσει. Κανείς δεν θα το αναζητήσει. Γιατί κανείς δεν το έχει άμεση ανάγκη – ή έτσι νομίζει, λέω πάλι.
Κάποτε, όταν συν-μετέφραζα το “Θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον της Σουηδής Σέλμα Λάγκερλεφ, είχα διαβάσει πως, δυο παιδιά μπήκαν σε ένα σπίτι και, επειδή δεν βρήκαν τίποτα να κλέψουν, έβγαλαν τα μάτια ενός καναρινιού που ήταν στο κλουβί.
Και δουλεύοντας όλη μέρα πάνω σε αυτό το βιβλίο-ευαγγέλιο της παιδικής ψυχής, αναρωτήθηκα: Αν τα δύο αυτά παιδιά είχαν διαβάσει το μυθιστόρημα, θα έκαναν την ειδεχθή πράξη;
Στη βιασύνη της καθημερινότητας, σκεφτόμαστε μόνον αυτό που μας λείπει ως άμεση ανάγκη του σώματος. Και ξεχνάμε πως η ανάγκη της ψυχής, η λαβωματιά της, είναι πιο ουσιαστική. Και μόνον το καλό βιβλίο μπορεί να την θεραπεύει.
Γι’ αυτό που μας πρόσφερε σε κάποια δύσκολη στιγμή μας. Γι΄ αυτά που μας έκανε να σκεφτούμε για να γίνουμε λίγο καλύτεροι ή λίγο πιο σοφοί. Ή, ακόμα, γιατί σε κάποια σημαντική ώρα διχασμού μάς κράτησε από το χέρι και μας ανέβασε.
Αν σκύψει μέσα του κανείς, θα βρει άπειρες στιγμές που ένα καλό βιβλίο τον στήριξε. Μια φράση ακόμα. Ένα θεατρικό έργο. Η δημιουργία του πνεύματος. Και μαζί όλη η ακολουθία των ανθρώπων, που θα την υλοποιήσουν.
Ο Φρόιντ είπε: “Όσες φορές έχω φτάσει στα βάθη της ψυχής, βρήκα εκεί τον Ποιητή που έφτασε πριν από εμένα”
Σήμερα, ένα χρόνο μετά από την βασανιστική πάλη με τον “αρχέγονο δράκοντα” της κορώνας, που τον έκαναν αόρατο οι χιλιετίες του, το Βιβλίο μάς έχει ανάγκη.
Ήδη ο πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων, μίλησε για την ανάγκη στήριξης του ΒΙΒΛΙΟΥ, τούτον τον δύσκολο καιρό, που έμεινε χωρίς κρατική βοήθεια και χωρίς σχεδόν βιβλιοπωλείο.
Σας εύχομαι ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, φίλοι μου
Και καλύτερος να είναι ο χρόνος που σε λίγο θα ξημερώσει, πιο στοργικός και πιο συμπονετικός. Με το Φως το “εξ ύψους Ανατολήν” στις μέρες μας.
Τα βιβλία της ανάρτησης ήταν το δικό μου δώρο “πακέτο” των εκδόσεων Πατάκη για τις Γιορτές και τους ευχαριστώ.
Τα βιβλία της ανάρτησης ήταν: του Αλμπέρ Καμύ “Σημειωματάρια”, της Μαρίας Ευθυμίου “Ρίζες και θεμέλια” και του Hawking “Σύντομες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα”.
Αναρτήθηκε μέρες Χριστουγέννων 2020 με τον αφόρητο εγκελισμό
“Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών…” κι εγώ Ελλην ειμί τωρχαίον
ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΤΑ ΞΕΧΝΑΜΕ ΠΟΤΕ
“ΕΙΜΑΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ ο γιος του Αμύντα, και είμαι Έλληνας, “Κι εγώ Ελλην γένος ειμί τωρχαίον”, και δεν θέλω να δω την Ελλάδα υποδουλωμένη…» γράφει ο Ηρόδοτος στις Ιστορίες του.
Από το 480 π.Χ. ο Έλλην Μακεδών. Ήταν τότε που ο Μαρδόνιος, μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας και πριν από τη μάχη των Πλαταιών, είχε στείλει πρέσβη στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες τον Μακεδόνα Αλέξανδρο τον Έλληνα να τους πει να συνθηκολογήσουν μαζί του με την υπόσχεση να χτίσει ξανά την Αθήνα και τα Ιερά της που έκαψαν.
Και εκείνοι απάντησαν: “Όσο ο ήλιος θα ακολουθεί την ίδια πορεία που ακολουθεί μέχρι σήμερα, εμείς οι Αθηναίοι ποτέ δεν θα συνθηκολογήσουμε με τον Ξέρξη…” “…έστ’ αν ο ήλιος την αυτήν οδόν ίη τη περ και νυν έρχεται, μήποτε ομολογήσειν ημέας Ξέρξη”
Και είπαν ακόμα: “…υπάρχει και το ελληνικό έθνος, είμαστε από το ίδιο αίμα και μιλάμε την ίδια γλώσσα, “αύτις δε το Ελληνικόν, εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον…”
Με αυτή τη μαρτυρία από τον ΤΟΤΕ Αλέξανδρο τον Μακεδόνα τον Έλληνα, που μακάρι να την διαβάσουν όσοι αρμόδιοι της ιστορικής μοίρας του τόπου μας, παρουσιάζω και το εξώφυλλο που σήμερα μου έστελαν από τον Πατάκη για το “Ξύλινο Τείχος” μου.
Με το λευκό καραβάκι να ταξιδεύει πάνω στους θαλασσινούς ανέμους! Να ταξιδεύει ανάλαφρο πάνω στον χρόνο στις παλίρρειες του χρόνου στις χλιετίες για να φτάσει ως τις μέρες μας.
Και με το παραπάνω απόσπασμα να περιέχεται στις σελίδες του.
Αυτό και για όσους αμφισβητούν την λέξη Έλληνας, ελληνικό, Ελλάδα.
Από το 480 π.Χ. Εδώ είναι!
Φίλοι και φίλες, να είστε όλοι καλά!
Σχόλιο: Το λευκό καραβάκι μου ακούραστο, από το 480 π.Χ, ταξιδεύει πάνω στον χρόνο στις παλίρρειες του χρόνου στις χιλιετίες για να φέρει την Δημοκρατία από τον τόπο και τον χρόνο όπου γεννήθηκε, με όλες τις καθαρές της αξίες,
Αναρτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2021, ως memory, από την αρχική της ανάρτηση πριν από τρία χρόνια, όταν ξεπουλιόταν η Μακεδονία μας.
Εθισμός
ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ Η ΙΔΙΑ ΕΙΚΟΝΑ!
Να εθιστεί ο ταλαίπωρος ο φιλήσηχος πολίτης αυτής της χώρας – γιατί υπάρχουν και αυτοί – να εθιστεί στην αγριότητα, στο έγκλημα, στην διαστροφή. Ξανά και ξανά η “εικόνα”. Σε όλο το μάκρος των ειδήσεων. Ξανά και ασταμάτητα. Ώσπου να λιποθυμήσει ο τηλεθεατής. Περιμένω
από χτες κάποιος να επέμβει. Κάποιος αρμόδιος, κάποιος με κοινωνική και ανθρώπινη ευαισθησία να σταματήσει μια για πάντα την ανηλεή αυτή επίδειξη της αγριότητας στα κανάλια.
Κανείς.
Όμως εγώ η ελάχιστη θα ρωτήσω:
Τι δεν καταλαβαίνουν; ‘Οτι η συνεχιζόμενη εικόνα της βίας δημιουργεί εθιστική κατάσταση και ή μένει κανείς αδιάφορος πια στη βία ή την αναπαράγει ή και την απολαμβάνει διαστροφικά;
Μιλώ για τον ταλαίπωρο σταθμάρχη που ανελέητα κλοτσούσαν από χτες. Και ποιος δεν τον συμπόνεσε τον άνθρωπο. Και ποιος δεν έσφιξε το στομάχι του βλέποντας την εικόνα.
Οι ίδιοι οι διευθυντές των τηλεοπτικών ειδήσεων, ας σεβαστούν ή ας λυπηθούν και τους ταλαίπωρους πολίτες που ανοίγουν την τηλεόραση να ακούσουν τις ειδήσεις τους για τα τόσα δύσκολα που μας συμβαίνουν, και, εν τέλει, ψάχνουν να βρουν ποιο φάρμακο θα τους ηρεμήσει.
Αναρτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2021 στο fb