«Τίποτα δεν γνωρίζουμε από αυτό που είμαστε»
Όλοι μας ζούμε το προσωπικό μας παραμύθι, ο καθένας με τα φαντασιακά υλικά που διαθέτει όμως το παραμύθι που γράφει η ζωή είναι διαφορετικό και ανελέητο.
Το παιδί δεν ξεκινά για παραμύθι αν στο σάκο του δεν υπάρχει το Καλό και η Δικαιοσύνη και ο ενήλικας που μιμείται την ευφυΐα του παιδιού προσπαθεί να κάνει το ίδιο.
Είμαστε μια ανάσα πριν από το αιφνίδιο
Tον τελευταίο καιρό παγιδεύτηκα σ’ ένα τέτοιο ανελέητο παραμύθι. Και ακόμα δεν ξέρω πώς και γιατί το παραμύθι της ζωής επαναλαμβάνεται στον καθένα παραλλαγμένο, ίσως, όμως το ίδιο ανελέητο. Κι όταν ο Στρίντμπεργκ λέει: είμαστε μια ανάσα πριν από το αιφνίδιο, εμείς το ζούμε το αιφνίδιο. Και να πώς το έζησα εγώ:
Ο πιο άγριος φόβος
Βγαίνω από τη θάλασσα με τη δροσιά στο σώμα και την ψυχή. Τίποτα δεν προμηνάει το κακό αναπάντεχο μέσα σε μια όμορφη γαλήνια μέρα. Ένα βήμα πριν βγω, απλώνω το χέρι να κρατήσω τη φίλη μου για να μην γλιστρήσουμε. Σε μια κίνηση στροφής του χεριού πέντε με δέκα πόντους. Ξαφνικά ακούγονται κρότοι περίεργοι σε όλη την έκταση της παραλίας κρακ-κρουκ σαν να κομμάτιαζαν με σφυρί ένα αντικείμενο. Πανικόβλητη συνειδητοποιώ πως αυτό που κομματιαζόταν ήταν το κόκκαλο του δεξιού μου βραχίονα. Ο τρόμος που ένιωσα ήταν ο μεγαλύτερος της ζωής μου και γονατίζω εκεί που βρισκόμουν στην άκρη της θάλασσας. Τότε στα πόδια μου πέφτει το χέρι μου, τελείως νεκρό σαν αποκομμένο από το σώμα μου. Και τρελαίνομαι από τον πιο άγριο τρόμο. Η φίλη μου φωνάζει «βοήθεια ένα ασθενοφόρο» και σε λίγα λεπτά βρίσκομαι στο Νοσοκομείο Λήμνου.
Τελικά τι σημαίνει η «κακιά στιγμή»
Προσπαθώ να εισχωρήσω σε άβατες περιοχές της σκέψης να βρω μια απάντηση και λέω: μήπως είναι αυτό το εκχύλισμα μιας μύχιας κακίας που υπάρχει αδέσποτο στον σύμπαντα κόσμο, ρινίσματα από μύχιες κατάρες ανθρώπων που αδικήθηκαν, ίσως, από ξεσηκωμό των αρνητικών δυνάμεων, από νοσηρό μίσος, από φθόνο, από βάσκανο («βάσκανος ώλεσεν» έγραψε ο αρχαίος πολίτης στον τάφο του δεκαπεντάχρονου γιού του όπως διασώζεται στο βιβλίο «Επιτάφιος Λόγος -αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα» του Denis Rocques και μετέφρασε ο Παντελής Μπουκάλας ), τέλος, από Ύβρι. Εκεί βρέθηκα, σκεφτόμουν, στον κύκλο του Κακού που δεν έχει εκριζωθεί από τον πολιτισμένο άνθρωπο. Εκεί με άγγιξε η ανάσα της ανθρώπινης συμφοράς αυτή που τυφλή πλανιέται ερήμην μας.
Ένα μήνα μετά το χειρουργείο
Σήμερα, ένα μήνα μετά το χειρουργείο, βρίσκομαι στο Γηροκομείο του Πειραιά μια και δεν κατάφερα να έχω προσωπική περίθαλψη. Όταν είδα τα πρόσωπα γύρω μου σκελετωμένα όλα, βασανισμένα από την προσωπική τους διαδρομή ένιωσα κάτι σαν αγαλλίαση. Αυτά τα πρόσωπα μου είναι οικεία, σκέφτηκα, έχω γράψει γι’ αυτά στα βιβλία μου, τα έχω συμπονέσει, τα έχω αγαπήσει και η σκέψη μου στο πιο σχετικό μυθιστόρημα «Υγρό Φεγγαρόφωτο», που αναφέρεται στους άστεγους και τους κατατρεγμένους. Και καθώς κοιτάζω τα σχεδόν διάφανα πρόσωπά τους, στη σκέψη μου ήρθε μια φράση του ήρωά μου από το Υγρό Φεγγαρόφωτο, του νεαρού φοιτητή Προμηθέα, λάτρη της μαθηματικής σκέψης.
Το αδιάφορο και αλαζονικό γίγνεσθαι
Στην πρώτη του εργασία είχε γράψει: «αυτή η αιώνια κίνηση των πάντων σε ένα αδιάφορο και κυριαρχικό γίγνεσθαι είναι τρομακτική και μεγαλειώδης. Ίσως υπάρχει εκεί μια δικαιοσύνη. Αυτό το αλαζονικό γίγνεσθαι είναι και μια πορεία προς την εξάγνιση, είναι ο πόνος της εξάγνισης που βιώνει κάθε πλάσμα υποταγμένο στον νόμο της φθοράς». Η σκέψη μου μαγνητικά εστιασμένη στη λέξη «εξάγνιση» πορεία προς την εξάγνιση. Και εκείνη την έωλη στιγμή αναρωτήθηκα μήπως η ανθρώπινη ύπαρξη στο τελικό γέρμα του βίου της πρέπει να πληρώσει το αλαζονικό γίγνεσθαι του είναι της με αυτήν την μορφή εξάγνισης που είναι ο πόνος. Σηκώνω τα μάτια και κοιτάζω ξανά τα πρόσωπα γύρω μου, αυτά του χαμόγελου και της απουσίας, και μου φαίνονται τόσο καθαρά. Καθαρμένα. Κεκαθαρμένα. Και η σκέψη μου πάει στον στίχο του Ελύτη: «καθαρός είμαι απ’ άκρη σ’ άκρη και στα χέρια του θανάτου άχρηστο σκεύος». Και πάει ακόμα πιο πέρα, στον ορφικό στίχο που πολύ αγαπώ: «έρχομαι εκ καθαρών καθαρά» και εδώ βγαίνει μια διαφορετική σκέψη: μήπως η ίδια η Ζωή δεν είναι μια αφηρημένη έννοια αλλά μια υπαρκτή και πέρα για πέρα πραγματική οντότητα στις διαστάσεις του δικού της χωροχρόνου. Και το ερώτημα βγαίνει από μόνο του:
Μήπως ο άνθρωπος έρχεται καθαρός
από εκεί που έρχεται
και πρέπει να επιστρέψει καθαρός;
Μπορεί και το δικό μου πρόσωπο ύστερα από την τελευταία ανελέητη περιπέτεια να είναι έτσι, σκέφτομαι, και ευθύς το μυαλό μου πάει στον περιπλανώμενο άστεγο που στο μυθιστόρημα τον ονόμασα ο «Όθων του Περιπλανώμενου Χάους».
Τον είχα γνωρίσει προσωπικά τον άστεγο αυτόν τότε που έγραφα το μυθιστόρημα και με βασάνιζε η κοινωνική αναλγησία, να βρέχει, να χιονίζει και οι άστεγοι να περιφέρονται χωρίς μια ελάχιστη κρατική βοήθεια. Ήταν πολύ μετά που γεννήθηκε μια κρατική συμπόνια γι’ αυτούς τους πονεμένους και απόβλητους συνανθρώπους μας. Τότε πήγαινα και τους έβρισκα στα στέκια τους. Μ’ ενδιέφερε να μάθω πώς ζούσαν, πώς περνούσαν τις παγωμένες νύχτες. Με τον συγκεκριμένο άστεγο συζήτησα πολλές φορές και έμεινα έκπληκτη όταν μια μέρα από τις τσέπες του έβγαλε σχισμένες σελίδες από Σπινόζα και Κίρκεργκωρ:(Όποιος έζησε την αγωνία δεν μπορεί να τρομοκρατηθεί από το πεπρωμένο του).
Ουτοπική παρηγοριά
Τα πρόσωπα του γηροκομείου με κοιτάζουν καθώς το μυαλό μου τρέχει στις σελίδες του Υγρού Φεγγαρόφωτου. Εκείνο που συναισθηματικά με απασχολούσε ήταν μήπως: ο μικρός ο τρυφερός μου Προμηθέας φιλοξενήθηκε σε τούτο εδώ το Ίδρυμα που βρίσκομαι. Μήπως πέρασε από δω άστεγος και τον περιέθαλψαν έστω και για μια νύχτα στις ζεστές φωλιές στοργής που διαθέτει. Η σκέψη αυτή όσο ουτοπική κι αν ήταν με παρηγορούσε κι όταν ζήτησα το ιστορικό του Ιδρύματος είδα πως κάποιες δεκαετίες περιέθαλψαν άστεγους και η παρηγοριά που ένιωσα έγινε πιο υπαρκτή.
Άξιος ο πρώτος ιδρύσας και οι επόμενοι
ΑΞΙΟΣ είναι ο πρώτος ιδρύσας το καλλιμάρμαρο αυτό μέγαρο Βασίλειος Αθανασίου, πρωθιερεύς, που διετέλεσε ιερομόναχος στο Άγιο Όρος, ο οποίος το έχτισε το 1891 με δαπάνες του για να περιθάλψει τους φτωχούς και ανήμπορους συνανθρώπους του. Άξιοι και όλοι οι επόμενοι που το διοικούν, το χρηματοδοτούν, το φροντίζουν ώστε να συντηρεί και να περιθάλπει πάνω από 150 ανθρώπους στα όρια της
ακροτελεύτιας διαδρομής του ανθρώπινου βίου. Τόσο με εντυπωσίασε αυτή η κοινωνική προσφορά στους βαθιά πονεμένους και τραυματισμένους ανθρώπους που θέλησα να γράψω αυτήν την εμπειρία μου, όταν η επίσημη ζωή του τόπου μας δεν μας έχει δώσει δείγματα παρόμοιας φιλάνθρωπης συμπεριφοράς.
Κάποτε ρώτησαν τον Ευγένιο Ιονέσκο, σε μια ομιλία του στην Αθήνα, τι φοβάται περισσότερο κι εκείνος απάντησε την ανημπόρια των γηρατειών, να έχεις γίνει ανήμπορος και αξιολύπητος «pitoyable».
Ένα ευχαριστώ οφείλω σε όλους όσοι συνετέλεσαν να υπάρχει το Ίδρυμα αυτό, κόσμημα στο κέντρο του Πειραιά. Και κάτι όμορφο και πρωτότυπο: τα βράδια εκεί που κάθεσαι ήρεμα στο δωμάτιό σου αιφνίδια μπαίνει από όλα τα σημεία η συγχορδία της καμπάνας του ναού της Παναγίας της Ευαγγελιστρίας, μια τόσο εγερτική και μαζί ευχάριστη συγχορδία, σαν να θέλει να σου πει μη σκέφτεσαι μόνο τα γήινα υπάρχει και το ουρανικό φως, οι ουρανικές ψυχές που συμπονούν τον συνάνθρωπο. Με αυτό το ουρανικό φως τελειώνω την εξομολόγησή μου.
Το κείμενο αυτό υπαγορεύτηκε – λόγω μετεγχειρητικής ακινησίας του δεξιού χεριού της συγγραφέως – στην φιλόλογο της Λήμνου Δέσποινα Παπαδοπούλου.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Μαρτυρία και είναι επεικονίζει το πραγματικό συμβάν που έγινε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 στην Λήμνο.
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα “Το Βήμα της Κυριακής” στις 21/11/2021