Ο τόπος στα μυθιστορήματα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου αποτελεί μια ξεχωριστή έννοια του χώρου. Εκτός της οικειότητας με κάποιο συγκεκριμένο μέρος, ο όρος αποκτά συμβολική και αρχετυπική σημασία, χάρη στη μεταφυσική του διάσταση, απεικονίζοντας έτσι τον αρχέγονο χωρόχρονο. Μέσα από τα γεγονότα που διαδραματίζονται εκεί, τα πρόσωπα αναπτύσσουν έναν ιδιότυπο δεσμό με τον τόπο, επαναπροσδιορίζουν την ύπαρξή τους και τη σχέση τους με το περιβάλλον τους. Υπό αυτό το πρίσμα, θα επιχειρήσουμε στη μελέτη μας να αποτυπώσουμε την ποιητική του τόπου1, αντλώντας τα παραδείγματά μας από τα έργα “Η Γκρίζα Πολιτεία”, “Ο Ιερός Ποταμός”, “Η Έκτη Σφραγίδα” και “Ο Άγγελος της Στάχτης” 2.
Αναγνωρίσιμοι τόποι της πραγματικότητας εμφανίζονται συχνά ως χωρικό πλαίσιο δράσης και εξέλιξης γεγονότων (Παρίσι, Λονδίνο, Αθήνα), αλλά δεν αποτελούν ποτέ σημείο αναφοράς του ατόμου. Αντίθετα, τα πρόσωπα είτε αναγκάζονται να διαμένουν εκεί (Γκ.Π.), οπότε το συγκεκριμένο μέρος βιώνεται αρνητικά, είτε, συνδεδεμένο με γεγονότα δυσάρεστα, αποτελεί λόγο φυγής (Α.Στ). Ξεκινά κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλοτε μια πορεία με χαρακτήρα πραγματικής μετακίνησης στο χώρο και άλλοτε μια εσωτερική πορεία, στην οποία βασικό ρόλο κατέχουν η ανάμνηση και το όνειρο. Σε κάθε περίπτωση η αναζήτηση αυτή ορίζεται από μια ενσυνείδητη επιλογή και καθορίζεται από μια ανεξήγητη συχνά έλξη, την οποία ο τόπος ασκεί στους ήρωες.
Πιο συγκεκριμένα, στις αναμνήσεις και στα όνειρα ο τόπος εμφανίζεται συχνά ως χώρος εσωτερικής αναζήτησης και αυτογνωσίας, σε μια μοναχική πορεία επώδυνη και συγκλονιστική. Η πραγματικότητα εναλλάσσεται με το μη πραγματικό και το υπερβατικό, το βίωμα μπερδεύεται με το όνειρο ή την ανάμνηση με φόντο πάντοτε το χωρικό πλαίσιο:
Νιώθει το όνειρο να ανεβαίνει από τα βάθη του είναι του, ένα υλικό ροϊκό, αρχετυπικό, αρχέγονο, που εξουσιάζει τις αισθήσεις του, το μυαλό του, ένα υλικό από την παραφροσύνη του σύμπαντος. (Ι.Π., 45)
Ο πραγματικός χώρος διαβίωσης εμφανίζεται αφιλόξενος, καταθλιπτικός και ενίοτε εχθρικός. Το Παρίσι της Γκρίζας Πολιτείας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αν και δίνεται με τοπογραφικές λεπτομέρειες, ορίζεται μέσα από εικόνες σκοτεινού, νεφελώδους ουρανού και ομιχλώδους ατμόσφαιρας, δημιουργώντας την αίσθηση κατάθλιψης και «κοσμικής δυστυχίας» (Βachelard: 1943, 219) και προετοιμάζοντας το πέρασμα στον υποκειμενικό χώρο της ηρωίδας:
Από το παράθυρο φαινόταν μια λουρίδα ομίχλη, μουλιασμένη σ’ ένα γκρίζο υγρό φως. (19)
Πίσω απ’ την ομίχλη και το γκρίζο τοπίο έφεγγαν τα Αττικά πρωινά.
Δεν την μπορούσε τη θλίψη της γκρίζας τούτης πολιτείας. (23)
Περιπλανώμενη στους δρόμους και στα πάρκα του Παρισιού, η ηρωίδα ξεκινά μια άλλη περιπλάνηση, επώδυνη αλλά συγχρόνως αποκαλυπτική. Η πραγματικότητα αποκτά νέες διαστάσεις, δεδομένου ότι η βιωματική εμπειρία της στιγμής εμπεριέχει το τοπικό παρόν και το χρονικό παρελθόν:
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πεσμένα φύλλα αγριοκαστανιάς. Κι έτσι καθώς τα πατούσε σάπια και μαλακά πάνω στο υγρό χώμα, της φαινόταν πως βούλιαζε σε μιαν αίσθηση από χρόνο σαθρό, από μνήμες σαθρές, από πράγματα που τα δυνάστευαν τα σαθρά δάχτυλα αβέβαιων καιρών. (26)
Βουλιάζοντας, «σχεδόν με ευχαρίστηση, μέσα στη γκρίζα γοητεία της παρισινής θλίψης» (35), η ηρωίδα αναζητά τα «τοπία της μνήμης» και μέσα από μια εσωτερική διαδρομή σχοινοβατεί στα όρια ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, στη μνήμη και στη λήθη, στο όνειρο και στην πραγματικότητα, στις αληθινές διαστάσεις και στην «προέκταση των στιγμών» (86). Όταν ο τόπος του παρόντος έρχεται σε αντιδιαστολή με τον τόπο του παρελθόντος, ανεπαίσθητα πραγματοποιείται η μετατόπιση από το χώρο στο χρόνο, ένα πέρασμα από τη μια διάσταση στην άλλη3. Η μοναξιά και η ιδέα του θανάτου που την περιζώνει μετατρέπουν το Παρίσι σε «χώρο απουσίας» (59) και τις μνήμες σε «εύθραυστα σχήματα και εικόνες που έλιωναν, σαν από όνειρο» (57). Πραγματικότητα, όνειρο και μνήμη συνθέτουν ένα πλέγμα σχεδόν εφιαλτικό και διαγράφουν τη διαδρομή της ηρωίδας, στην προσπάθειά της να συμφιλιωθεί με το θάνατο που την απειλεί: «Της φάνηκε πως ζούσε κάποιο όνειρο Από κείνα όπου ψάχνουμε μ’ αγωνία να βρούμε ένα γνώριμο τόπο Κι ο τόπος όλο μας ξεφεύγει» (45). Η απειλή αυτή μετατρέπεται τελικά σε κινητήρια δύναμη, σε μίτο της Αριάδνης που θα τη βοηθήσει να συνθέσει τα σπασμένα κομμάτια της ψυχής της. «Ήθελε να ζήσει Να ζήσει ξανά Όχι σε προεκτάσεις και μνήμες» (60), αλλά για να ζήσει ξανά, έπρεπε πρώτα να βιώσει ένα θάνατο. Όχι τον πραγματικό θάνατο, αλλά ένα θάνατο συμβολικό, μια κάθοδο στον Άδη και στα άδυτα της ψυχής. Η γκρίζα πολιτεία του Παρισιού ορίζει λοιπόν χωρικά το πέρασμα από το παρόν στο παρελθόν, στις αναμνήσεις τις εφιαλτικές και συγκεχυμένες. Το πέρασμα αυτό, επώδυνο και αργό, αποτυπώνεται ως σταδιακή απομάκρυνση από τις πραγματικές διαστάσεις του τόπου και των στοιχείων του (φυσικό περιβάλλον, άνθρωποι) και βιώνεται ως «μια απόσταση που ήταν μέσα της» (168), ως μια συνειδησιακή διαδικασία. Στη διαδικασία αυτή, εικόνες φορτισμένες συμβολικά, όπως το κλειστό δωμάτιο, ο καθρέφτης, το κουτί και το συρτάρι αποδίδουν την αγχώδη πραγματικότητα και μετατρέπονται σε εστίες εσωτερικής αναζήτησης4:
Είχε ανάγκη από το κλειστό δωμάτιό της. (41)
Δεν ήξερε αν ζούσε έναν εφιάλτη ή αν ήταν η πιο παράλογη πραγματικότητα τούτο το πολλαπλασιασμένο πλήθος μέσα στις γυάλινες επιφάνειες, έτοιμο να λεηλατήσει την ύπαρξή της (42)
Εσωτερικός και εξωτερικός τόπος ανταλλάσσουν τα χαρακτηριστικά τους και συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα που η ηρωίδα καλείται να βιώσει: «Κι η βροχή σιγανή και μονότονη μούλιαζε ως μέσα τη θύμηση» (163). Ζώντας στο χρόνο και στον τόπο των αναμνήσεων, τα συναισθήματα μετατρέπονται σε εμπειρίες χώρου, κενού και αβύσσου:
Μια αίσθηση από άδεια κρύα κάμαρα πάνω σ’ όλο της το κορμί (94)
Ο χρόνος που σάπιζε στις κλειδωμένες κάμαρες Η στοιβαγμένη μέσα της άβυσσο (105)
Η ερημιά της άδειας πολιτείας συναντούσε μέσα της μιαν άλλη ερημιά (114)
Μέσα στο μυαλό της, ένα άδειο σκοτεινό πηγάδι Ένα πηγάδι από νύχτα που έπηξε ξαφνικά (117)
Φόβος και αγωνία διαποτίζουν κάθε αίσθηση και εκφράζονται επίσης με ποιητικές εικόνες χώρου:
Η εικόνα του φόβου μου είναι η άδεια εκείνη κάμαρα με τα σκεπασμένα παράθυρα. (37)
Μια αγωνία που κυλούσε απ’ όλους τους μυστικούς δρόμους της ψυχής. (182)
Στοιχείο βασικό του τόπου και της έλξης που ασκεί στην ηρωίδα αποτελεί το σπίτι των παιδικών χρόνων. Ως αρχέτυπο της ψυχής, ως «η προσωπική γωνιά μας στον κόσμο, το αρχικό μας σύμπαν» (Bachelard: 1957, 24) το σπίτι γίνεται σημείο αναφοράς και αφετηρία επαναπροσδιορισμού του ατόμου. Μέσα σε αυτό ή μέσα από αυτό θα επέλθει η τελική λύτρωση και ενός είδους αναγέννηση.
Το πατρικό σπίτι ως χώρος αναζήτησης και επιστροφής για την ηρωίδα, τόσο στο βιωματικό επίπεδο όσο και σε εκείνο των αναμνήσεων, θα λέγαμε ότι αντιπροσωπεύει συμβολικά το καθαρτήριο, ενώ για το υποσυνείδητο αποτελεί τον πιο οικείο χώρο, την ασφάλεια και τη θαλπωρή της οικογενειακής ζωής5. Όταν όμως η ανάμνηση του σπιτιού των παιδικών χρόνων έχει ξεθωριάσει ή έχει αλλοιωθεί, η ψυχή χάνει τα σημεία αναφοράς και τα αρχέτυπά της. Η επιστροφή στους χώρους της παιδικής ζωής ανάγεται σε σκοπό και μέσο εξαγνισμού της ψυχής, και είναι μια ανάγκη που υπαγορεύεται από την εσωτερική αναζήτηση, γιατί «ήταν μέσα της το σπίτι εκείνο. Μέσα της ο κήπος με τις παιδικές φωνές Μέσα στην ψυχή της, τα ματωμένα χέρια της μητέρας κι η νύχτα του μικρού αδελφού» (σ. 153). H σύνθεση μέσα στην ίδια εικόνα των δύο αρχετύπων, της Μητέρας και του σπιτιού (Βachelard: 1948, 122), οδηγεί στη διαπίστωση μιας έντονης συνειδησιακής φόρτισης, κατά την οποία «ο αληθινός κόσμος σβήνει μονομιάς από τη στιγμή που ζούμε στο σπίτι της ανάμνησης» (Bachelard: 1948, 95).
«Κομμάτια από γωνίες δρόμων» (143) συνθέτουν το θέατρο της μνήμης και σηματοδοτούν το κερματισμένο εγώ. Έχοντας βιώσει το συμβολικό θάνατο της παρισινής εμπειρίας -«ο χρόνος μετριέται με το θάνατο που ζήσαμε» (183)-, έχοντας περάσει τις δοκιμασίες της καθόδου στον Άδη, είναι πλέον έτοιμη για το λυτρωτικό ταξίδι της επιστροφής. Η επιστροφή στην πραγματικότητα του τόπου λειτουργεί ως κάθαρση, αφού θα φέρει τη σύγκλιση ανάμεσα στον τόπο της ανάμνησης, στην ίδια την ανάμνηση του τόπου και στην πραγματικότητα της ηρωίδας. Η επιστροφή έχει τα στοιχεία μιας εσωτερικής επομένως πορείας ανάδρομης στο χρόνο και παράλληλης με την εξωτερική πορεία στο χώρο6: «Κι απ’ την απάντησή της κατάλαβε πως ζούσε σ’ άλλους χώρους, μέσα της» (182). Η πορεία αυτή παίρνει τη μορφή μυητικής διαδικασίας του ατόμου στην ελευθερία και εκφράζεται συμβολικά μέσα από εικόνες φωτός και καθαρότητας:
Αυτό το παράθυρο, που τόσα χρόνια λαχταρούσε ν’ ανοίξει στον ήλιο, ήταν τώρα μια πραγματικότητα. Άγγιξε το παλιωμένο περβάζι. Κι ένα γύρω τις αράχνες.
Τούτο το παρθένο φως πάνω στο πρόσωπό της ήταν μια απελευθέρωση, θαρρείς
Μια αποκάλυψη! (186)
Η συμφιλίωση των αναμνήσεων με την πραγματικότητα, αποκτά διαστάσεις αρχετυπικές, δεδομένου ότι, μέσω της εικόνας του παράθυρου, ως συμβολικό άνοιγμα στον κόσμο7, βιώνεται η στιγμή ως γέννηση. Η αίσθηση του φωτός και της ελευθερίας αποδίδουν το πέρασμα από την κατάσταση του μη όντος στο ον. Ως αποκάλυψη νοείται επομένως η ανακάλυψη της νέας ζωής, η αφετηρία μιας ουσιαστικής πραγματικότητας χωρίς γκρίζους ουρανούς και βροχερές πολιτείες:
Θέλω να ζήσω στη δική μου πραγματικότητ. Η επιστροφή ήταν μέσα μου ένας πόνος κλειδωμένος. Μπήκε το φως απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού μου Δεν υπάρχουν άλλες σκιές. Όνειρο μόνο. Πολύ όνειρο. Και θέλω να το ζήσω ως το τέλος (191)
Αν στη Γκρίζα Πολιτεία ο χώρος των παιδικών αναμνήσεων μετατρέπεται σε σκηνή όπου η ηρωίδα βιώνει την τραγωδία της επανασύνδεσης με το παρελθόν και της αναγέννησης του εγώ, στον Ιερό Ποταμό μια σχέση πολύμορφη και πολυδιάστατη συνδέει τον ήρωα με το πατρικό σπίτι και τον τόπο της παιδικής ζωής, καθορίζοντας το ατομικό του γίγνεσθαι και την πορεία του. Εδώ, ο τόπος προσδιορίζεται μεν από το σπίτι, αλλά ουσιαστικά ταυτίζεται με το υδάτινο στοιχείο του ποταμού8. Τόπος και ποταμός εμφανίζονται ως «τόπος λατρείας» και ως «ποταμός λατρείας» (57), ενωμένοι άρρηκτα από το μύθο και το μυστήριο.
Πράγματι, ο τόπος ανάγεται σε σύμβολο, λέξη-κειδί που επαναλαμβάνεται τελετουργικά και η ιδιαιτερότητά του στο έργο της Λαμπαδαρίδου σηματοδοτείται κυρίως από το μυθικό και το μυστηριακό στοιχείο. Εκεί η χρονική ακολουθία δεν καταγράφεται ως ιστορική ταυτότητα του παρελθόντος, αλλά ως αιωνιότητα της μνήμης, ως «εκείνο το μυθικό κύτταρο που έκρυβε τους κωδικούς των θεών» (Ι.Π., 68). Το παγανιστικό και το χριστιανικό στοιχείο συνυπάρχουν ταυτόχρονα, δημιουργώντας έναν ιστό χρονικής αποτύπωσης, με όρια δυσδιάκριτα, όμως εγγεγραμμένα στον ίδιο τον τόπο από αιώνες. Μύθοι και μυθικά πρόσωπα της αρχαιότητας συγχρονίζονται με χριστιανικές αντιλήψεις και παρουσίες, χρησμοί και πατερικά αποσπάσματα αναζητούν ερμηνεία, προσδίδοντάς του συμβολική διάσταση και κάνοντάς τον να κινείται ανάμεσα «στον ορατό και τον αόρατο κόσμο»9. Ο τόπος είναι ιερός, από τη σύγκλιση της αρχαίας και της νέας λατρείας, είναι τόπος αρχαίων μυστηρίων και πρόσφατων μαρτύρων, συγχρόνως δε αποτελεί το χωροχρονικό πλαίσιο όπου γεννιέται και βιώνεται εκ νέου ο μύθος με ήρωα το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος. Έτσι ανάγεται ταυτόχρονα σε χώρο αναζήτησης και μύησης, αναγέννησης δηλαδή του ατόμου μέσα σε ένα άλλο εγώ10.
Το μυθιστορηματικό πρόσωπο βιώνει τη δύσκολη αυτή διαδικασία ως ο «εκλεκτός του τόπου» (Ι.Π.). Ταυτόχρονα, γίνεται μάρτυρας μιας συμπαντικής ανατροπής και αποκατάστασης. Ο τόπος λειτουργεί δηλαδή ως πρόσκληση και πρόκληση για τον ήρωα, ο οποίος καλείται να διεισδύσει πέρα από τα όρια της καθημερινότητάς του, πέρα από την πραγματικότητά του11 και πέρα από την ίδια του την ύπαρξη, για να επιχειρήσει την «αποκωδικοποίηση του ανεξήγητου» (Ι.Π., 69). Απαντώντας στην πρόκληση ο Φοίβος στον Άγγελο της Στάχτης αποφασίζει «να βρει το μυστικό της παράξενης αντήχησης που κάνει το χώρο να μοιάζει μυστηριακός, φορτισμένος με μνήμες άγνωστες» (42):
Εδώ θα μείνω, εδώ θα ζήσω ως το τέλος αυτό που έχει να μου αποκαλύψει ο τόπος. (Στο ίδιο, 35)
Στον τόπο αυτό ο άνθρωπος, έξω από κάθε λογική, καλείται να βιώσει μια υπερβατική πραγματικότητα που τον οδηγεί στα όρια του παραλογισμού:
Ο Νάρκισσος ρίγησε ως μέσα στα οστά [] Κι ήξερε πως τούτη η άβυσσος, που άνοιξε κάτω από τα πόδια του σαν τεράστια παγίδα, ήταν η προδιαγραφή της δικής του ανθρώπινης περιπέτειας. [] Αυτό που του έμελλε ήταν απαρασάλευτα έτοιμο και τον περίμενε, βιωμένο ίσως στις άγνωστες διαστάσεις του χρόνου. (Ι.Π., 43)
Και η ηρωίδα της Έκτης Σφραγίδας οδηγείται από τον ίδιο τον τόπο σε μια άλλη διάσταση ύπαρξης:
Η εικόνα διέσχιζε την τάξη του κόσμου και εισχωρούσε στο ακατανόητο. []
Μου φάνηκε πως η στιγμή που ζούσα ήταν ξεστρατισμένη από ’να χρόνο μυθικό. (172)
Επιπλέον, βασικό χαρακτηριστικό του τόπου, εκτός του μυστηριακού και μυθικού στοιχείου, είναι ο ανιμισμός που τον διέπει. Εμφανίζεται δηλαδή με ανθρώπινη συνείδηση και συναισθήματα, πονά και κλαίει, αμύνεται και εκδικείται, ζει και πεθαίνει:
Όταν θυμώσει, γίνεται εκδικητικός Γυρίζει πίσω τα νερά του γυρίζουν πίσω κι αλίμονο σ’ ό,τι βρεθεί μπροστά του την ώρα εκείνη []
Μια ακόμα επιβεβαίωση πως ο ποταμός είναι ζωντανός, πως κουβαλάει ένα μυστήριο ζωντανό. (Ι.Π., 117)
Κι ο τόπος αναπήδησε ξετρελαμένος. Συνταράχτηκε από τα θεμέλιά του. Έτσι ευαίσθητος που ήταν. (Ε.ΣΦ., 326)
Ο τόπος πεθαίνει με δική του θέληση. Ο τόπος αυτοκτονεί. (Στο ίδιο, 337)
Και ενώ ο τόπος αποκτά ζωή πραγματική, ο άνθρωπος γίνεται κομμάτι της υπόστασής του, μετέχει στο μυστήριό του, χωρίς συχνά να το κατανοεί, βιώνει το ανεξήγητο και εισχωρεί στο ακατανόητο, ακροπατώντας στις διαστάσεις του χρόνου και της ύπαρξης: «Σάμπως να είμαι και η ίδια ένα κομμάτι του τόπου, μια νοητή προέκταση του μυστηρίου που κρύβει» (161), θα πει η ηρωίδα της Έκτης σφραγίδας, εξουσιασμένη από τον τόπο, καθοδηγούμενη από τη μαγεία του την ιερή και από το μυστήριό του. Παρόμοια, ο Νάρκισσος του Ιερού Ποταμού θα αναλογισθεί: «Είναι η ψυχή μου αυτός ο υδάτινος ίσκιος που τον λούζει το φεγγαρόφωτο» (100). Η μέθεξη αυτή, που καταλύει τους νόμους της φύσης και της επιστήμης, ανάγει τον ήρωα σε μυθικό πρόσωπο και του προσδίδει ιδιότητες υπερβατικές. Μέσα στον τόπο και μέσω αυτού βιώνει την εμπειρία μιας άλλης υπόστασης σε χρονικές διαστάσεις ακατάληπτες. Συνεπώς ο τόπος ανάγεται σε πόρο, συμβολικό πέρασμα δηλαδή σε μια άλλη διάσταση, μυστικό πέρασμα12 στο χώρο της γνώσης αλλά και της αυτογνωσίας για τους ήρωες της Λαμπαδαρίδου:
Σ’ ετούτον εδώ τον τόπο βρίσκει καινούριους δρόμους αναλυτικούς, να μπει στην ψυχή του. Πάντα πίστευε πως ένας ορισμένος τόπος ή ένας ορισμένος άνθρωπος μας βοηθά να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. (Α.ΣΤ., 101)
Αισθάνομαι την εξουσία του τόπου επάνω μου, [] τη μαγεία εκείνη που είναι μαζί και δέος και έκπληξη και αυτογνωσία. (Ε.ΣΦ., 161)
Και της φαινόταν πως, εξερευνώντας τον έξω χώρο, εξερευνούσε την ψυχή της. (Ι.Π., 54)
Το γεγονός αυτό βιώνεται μέσα από το μύθο του τόπου ή αναπαράγεται μέσα από αρχετυπικές μορφές, τις οποίες ενσαρκώνουν πλέον τα πρόσωπα13, συμμετέχοντας σε αρχαίες τελετουργίες και σε μυστήρια που διαδραματίζονται εκεί:
Εκεί ήμουν η γυναίκα η ανώνυμη, η γυναίκα η αρχέγονη, η γυναίκα-θεά, η γυναίκα-μάνα, η ταυτισμένη με όλες τις θηλυκές δυνάμεις της Γης, της Γαίας. (Ε.ΣΦ., 116)
Η ταύτιση του ατόμου με τον τόπο και η συμμετοχή στη ζωή του προκαλούν τρόμο, δέος, γιατί αποκαλύπτουν «έναν άλλο κόσμο, αθέατο, μια άλλη αλήθεια» (Ι.Π., 135). Η λογική και η επιστήμη υποχωρούν μπροστά στο ανεξήγητο και το υπερβατικό του τόπου: «Ήταν αλλόκοτο αυτό που είχε συμβεί, δεν είχε λογική, δεν είχε επιστημονική βάση» (Ι.Π., 135). Μόνο με τη «διαίσθηση που έχει το σώμα όταν βρίσκεται μπρος στο ανεξήγητο» (Ι.Π., 132) μπορεί ο άνθρωπος να βιώσει τις εμπειρίες του τόπου και να ανταποκριθεί. Μπροστά στο συγκλονιστικό και στο διαφεύγον, μπροστά στο ακατάληπτο, ο άνθρωπος καλείται να λειτουργήσει με την ψυχή και το σώμα, παρά με τη λογική του πνεύματος14. Καλείται να ενωθεί με αρχέγονες δυνάμεις και να αποδεχθεί διαισθητικά μια άλλη αλήθεια, μια άλλη κοσμική τάξη:
Φαινόμενα που τα συντηρούσε ο παλιός φόβος του θρύλου, εγώ τα βίωσα μέσα στη σάρκα μου. [] Ίδια, σαν την αρχέγονη ανάμνηση της φωτιάς, εγγράφηκαν στο αίμα μου, για να σχηματίσουν μοριακό πέρασμα στο χρόνο. (Ε.ΣΦ., 14)
Ξαναβρίσκει ουσιαστικά την εσωτερική γαλήνη και ηρεμία μόνο αφού επαναπροσδιορίσει την εφήμερη ύπαρξή του μέσα στη συμπαντική ροή και στην κίνηση την παλλόμενη ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, στο καταληπτό και το ακατάληπτο, στο εφήμερο και το αιώνιο. Η αποδοχή του αόρατου και της άλλης αλήθειας καθιστούν τον άνθρωπο όχι μόνο αρωγό στην αποκατάσταση της συμπαντικής αρμονίας και τάξης, αλλά και φορέα του μυστηρίου και του μύθου του τόπου:
Σήμερα λέω, μπορεί και να τον περιέχω στα σπλάχνα μου τον τόπο των παλιών μυστηρίων, σε τούτα τα ξερά στείρα σπλάχνα που βλάστησαν, σαν τα δάκρυα της πέτρας. (Ε.ΣΦ., 14)
Τον τόπο τον περιέχω από άλλους δρόμους του μυστηρίου. Το μυστήριο είναι ζωντανό. Δεν πέθανε το θαύμα. Το κυοφορώ. (376)
Ο τόπος στη Λαμπαδαρίδου τελικά καταργεί τα όρια και εμπεριέχει το κοσμικό γίγνεσθαι με όλες του τις διαστάσεις και όλη του τη διάρκεια. Μετατρέπεται σε αρχετυπικό χώρο όπου συντίθενται και συμβιώνουν η λογική και το ανεξήγητο, η σύγχρονη εποχή και η μνήμη η πανάρχαια, το παρόν και το παρελθόν, η ατομικότητα και το συλλογικό υποσυνείδητο, η υπαρξιακή αγωνία και το αιώνιο μυστήριο, το εφήμερο και το κυκλικά επανερχόμενο, η ζωή και ο θάνατος. Η Λαμπαδαρίδου οδηγεί τον άνθρωπο, το μυθιστορηματικό πρόσωπο αλλά και τον αναγνώστη, στα μονοπάτια του τόπου για να αποκωδικοποιήσει το ανεξήγητο, αλλά κυρίως για να συνειδητοποιήσει ότι ο τόπος των μυστηρίων και των μύθων ταυτίζεται με την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη ως χώρος-χρόνος-συνείδηση, το μυστήριο της οποίας παραμένει ανεξήγητο.
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα για το έργο της μ.λ.π. Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Η Μαρία Λιτσαρδάκη είναι ποιήτρια, καθηγήτρια στο ΑΠΘ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μεθοδολογικά στοιχεία για τη μελέτη μας θα αντλήσουμε από τη θεωρία του φαντασιακού του Gaston Bachelard. Αν και πιστεύουμε ότι η ποιητική του έργου της Λαμπαδαρίδου δεν μπορεί να εξαντληθεί ερμηνευτικά από μια θεωρία, η ονειροπόληση και η τοπο-ανάλυση της συγκεκριμένης θεωρίας επιτρέπουν μια προσέγγιση του τόπου ως «συστηματική ψυχολογική μελέτη των τοπίων της εσωτερικής μας ζωής» (Βachelard: 1957, 27).
2. Στις αναφορές μας στα έργα θα υιοθετήσουμε συντομεύσεις που αντιστοιχούν στα αρχικά των λέξεων του εκάστοτε τίτλου, ακολουθούμενα από τη σελίδα του αποσπάσματος.
3. Την αντίληψη του συμπλέγματος χώρος-χρόνος ως συνεχές αναπτύσσει ο Gaston Bachelard στο βιβλίο του L’intuition de l’instant, Paris, Editions Stock, 1931 (1992) και θα μας απασχολήσει η θεώρησή του στην παρούσα μελέτη. Πέραν τούτου, πιστεύουμε ότι το έργο της Λαμπαδαρίδου προσφέρεται για μια ουσιαστική έρευνα της έννοιας του μπαχτινικού χρονότοπου, η διάσταση όμως αυτή δεν εντάσσεται στους στόχους της μελέτης μας.
4. Πιο συγκεκριμένα, το δωμάτιο κατατάσσεται από τον Bachelard στους «χώρους εσωτερικότητας» που εξασκούν μια έλξη (1957, 30), ενώ αντίστοιχα το κουτί και το συρτάρι ανήκουν στα «αντικείμενα-υποκείμενα» που προσφέρουν στην εσωτερική μας ζωή μοντέλα εσωτερικότητας (1957, 83).
5. Σύμφωνα με τον Bachelard το σπίτι ανήκει στα αρχέτυπα του συλλογικού υποσυνείδητου. Συγκεκριμένα ο φιλόσοφος αναφέρει: «Το σπίτι είναι ένα καταφύγιο, ένα κέντρο» (1948,102), ενώ θα συμπληρώσει σε επόμενο έργο: «χωρίς το σπίτι ο άνθρωπος θα ήταν μια διασκορπισμένη ύπαρξη» (1957, 26).
6. Πρόκειται για την ίδια κίνηση στην οποία αναφέρεται η Λαμπαδαρίδου μιλώντας για τον εαυτό της: «Αισθάνομαι πως πορευόμενη μπροστά επιστρέφω. Κι αυτή δεν είναι μόνο μια επιστροφή στη γενέθλια γη, αλλά μια πιο βαθιά, μια υπαρξιακή επιστροφή στις πηγές του προσώπου μου», Απόσπασμα από συνέντευξη στον Ν. Βολονάκη, στη Λήμνο, για την ΕΡΤ-3, 1995 (Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου: 2007, 43).
7. Για τη δημιουργική φαντασία, κατά τον Βachelard, το παράθυρο είναι «ένα βλέμμα ριγμένο [] στον εξωτερικό κόσμο υπό μια βαθιά φιλοσοφική έννοια. Το σπίτι δίνει στον άνθρωπο που ονειρεύεται πίσω από ένα παράθυρο το νόημα ενός εξωτερικού κόσμου τόσο διαφορετικού από τον εσωτερικό όσο πιο μεγάλη είναι η οικειότητα του δωματίου» (1948, 115).
8. Η δυναμική του τόπου αποδίδεται πολύ συχνά με εικόνες και σύμβολα όπου το στοιχείο του νερού κατέχει πρωταρχικό ρόλο και θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναδεικνύεται σε κυρίαρχο στοιχείο της δημιουργικής φαντασίας της Λαμπαδαρίδου. Αξίζει συνεπώς να μελετηθεί διεξοδικά και αυτόνομα.
9. Δανειζόμαστε την έκφραση από τη Rhoda Kaufman, η οποία γράφει για τη Λαμπαδαρίδου: «Ολόκληρο το έργο της το διαπερνά μια αδιόρατη κίνηση ανάμεσα στον ορατό και στον αόρατο κόσμο. Εικόνες φωτός και σκότους, ρωγμές στο χρόνο και στο χώρο, ανήσυχων ψυχών και μυστικών περασμάτων απαντώνται αδιάλειπτα στα βιβλία της», Εισαγωγή στο A Woman of Lemnos (Λαμπαδαρίδου: 2007, 215).
10. Ο χώρος-χρόνος ως σύγχρονος μύθος, ιδωμένος υπό το πρίσμα της θεωρίας της Σχετικότητας, μετατρέπεται από τον Bachelard σε «χώρο-χρόνο-συνείδηση, όπου μύθος και ονειροπόληση δημιουργούν τον κοσμικό χρόνο και συνδέουν το σύγχρονο άνθρωπο με τις χαμένες ρίζες του» (Σαμαρά: 2005, 297). Αυτές ακριβώς τις διαστάσεις αποκτά και ο τόπος στο έργο της Λαμπαδαρίδου.
11. Η μόνη σχέση με την πραγματικότητα που συντηρούν τα πρόσωπα είναι αυτή που περνά μέσα από την τέχνη, ζωγραφική (Γκ.Π.), μουσική (Α.Στ). Ως ανώτερη μορφή δημιουργικής έκφρασης, η τέχνη μέσω των εικαστικών και μουσικών συμβόλων επιτρέπει την αναπαράσταση του άρρητου που διακατέχει τον κάθε ήρωα και τον οδηγούν συχνά στην αποτύπωση της βιωματικής εμπειρίας και της συμπαντικής αρμονίας.
12. Μυστικό Πέρασμα τιτλοφορείται ποιητική συλλογή της Λαμπαδαρίδου, στον πρόλογο της οποίας ο Jacques Lacarriere προσδιορίζει αυτό το πέρασμα: «για να περάσει το αδιαπέραστο, να βγει από το αδιέξοδο και αδιαπέραστο αυτού του κλειστού και πεπερασμένου κόσμου, από τον κάθε τόπο όπου η έλλειψη, η στέρηση, ή η ανεπάρκεια τείνουν να σε εγκλωβίσουν», Παρίσι, Le temps qu’il fait, 1995 (Λαμπαδαρίδου: 2007, 444).
13. Δηλωτικό της ένταξης των προσώπων στο μυθικό χωρόχρονο είναι και τα ονόματά τους. Εκτός από το Νάρκισσο του Ιερού Ποταμού συναντάμε δίπλα του την Περσεφόνη και τη μητέρα της Δήμητρα, το Φοίβο στον Άγγελο της Στάχτης καθώς και τα διάφορα τοπωνύμια, που υποδηλώνουν μυθικούς τόπους φορτισμένους διαχρονικά.
14. Για τον Ιερό Ποταμό η Ζωή Σαμαρά θα πει: «Ο ήρωας μετακινείται από τη μνήμη του συλλογικού παρελθόντος στη σύγχρονη τεχνολογία, από το νερό της Λήθης στο delete του υπολογιστή, ενώ φθάνει στην ψυχή του μέσα από το σώμα του», «Το Βήμα της Κυριακής», 14/3/2004.
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bachelard Gaston, 1931, L’intuition de l’instant, Paris, Stock (1992).
, 1948, La terre et les reveries du repos, Paris, J. Corti.
, 1957, La poetique de l’espace, Paris, P.U.F. (1983).
Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, 1971, Γκρίζα Πολιτεία, Αθήνα, Καλέντης (1995).
, 1999, Η Έκτη Σφραγίδα, Αθήνα, Κέδρος.
, 2001, Ο Άγγελος της Στάχτης, Αθήνα, Κέδρος.
, 2003, Ο Ιερός Ποταμός, Αθήνα, Πατάκης.
, 2007, Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, Αθήνα, Κέδρος.
Σαμαρά Ζωή, 2005, «Reverie et mythe», Questions de mythocritique Dictionnaire, sous la direction de D. Chauvin, A. Siganos et Ph. Walter, Paris, Imago, σσ. 295-305.
, 2004, Κριτική του μυθιστορήματος Ο Ιερός Ποταμός, «Το Βήμα της Κυριακής», 14/3/2004.