Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Πήραν την Πολη, πήραν την…“
Πέφτουνε… πέφτουν οι γενναίοι
Λένε πως τις μεγάλες στιγμές του ο άνθρωπος τις ζει σαν έξω από εκείνον, σε μιαν απόσταση από τη συνείδηση, σάμπως να μη χωράει μέσα τους ή σάμπως το τραγικό στοιχείο που τις συνέχει να βγαίνει κατευθείαν από τη σπαραγμένη καρδιά του κόσμου.
Πέφτει μαχόμενος ο αυτοκράτορας
Κραυγάζει ο ματωμένος στρατιώτης. Είναι ο έρως του θανάτου οι στιγμές του πια. Κραυγάζει και χτυπά. Βρυχιέται σαν λιοντάρι λαβωμένο. Κι εγώ τρέχω να πολεμήσω κοντά του. Ρίχνομαι σαν κεραυνός ξανά. Δεν υπάρχει σωτηρία, το βλέπω, κι αυτό με κάνει πιο παράφορο.
(…)
Πέφτει και σηκώνεται. Πέφτει και σηκώνεται ο ματωμένος. Και ξέρει πια πως είναι χαμένος.
«Εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου, Κύριε…» τον ακούω να λέει. Και στρέφει γύρω τη ματιά με απόγνωση, κραυγάζοντας: «Ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;» Ήμουν κοντά του. Και ήμουνα εγώ ο χριστιανός, αλίμονο. Όμως μόνο να τον προστατέψει ήθελε το σπαθί μου, ποτέ να τον χτυπήσει.
Και κραυγάζω τώρα κι εγώ, χτυπώ και κραυγάζω. «Σώσον τον βασιλέα μου εκ στόματος λέοντος την ταπείνωσίν του».
(…)
Ήτανε εκείνη τη στιγμή που ακούστηκε μια τρομακτική βουή, ένας γδούπος τεράστιος, που ξεπερνούσε τον ορυμαγδό της μάχης. Βλέπω τον αυτοκράτορα που στρέφει με αγωνία το κεφάλι προς τη σπαραγμένη Πόλη του. Ο σταυρός που στεκότανε αιώνες απάνω στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς έπεφτε στη γη με τρομακτικό κρότο. Η χριστιανοσύνη γκρεμιζότανε. Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία παραδινότανε πια στον ξένο θεό του Ισλάμ. Και η δοξασμένη βασιλίδα δεν ήτανε πια θεοφύλακτη.
Να τον άκουσε άραγε η Δύση τον γδούπο εκείνο τον ανατριχιαστικό; Να τον άκουσε ο πάπας και οι χριστιανοί ρηγάδες, που εγκατέλειψαν μονάχο και αβοήθητο τον αυτοκράτορα στην ύστατη ώρα του χαμού του; Να τον άκουσαν άραγε; Ή κομμάτι κομμάτι, σπάραγμα σπάραγμα, θα εξουσίαζε τον χρόνο τον επερχόμενο, ταράζοντας στον αιώνα τις συνειδήσεις.
(…)
«Η Πόλις μου αλίσκεται, κι εγώ ζω έτι;» κραυγάζει τώρα.
Και ευθύς ορμά μέσα στα πλήθη που εισβάλλουν, στίφη θηρίων, ορμά στο κραταιότερο σημείο χτυπώντας ακόμα και κραυγάζοντας. Η ματιά μου τον ακολουθεί με αγωνία. Χάνεται, λέω, χάνεται πια…
Και μέσα στην άγρια συμπλοκή, βλέπω κάποιον γενίτσαρο που τον χτυπάει πισώπλατα. Η μάχαιρά του σφύριξε στον αέρα και βυθίστηκε στο λαβωμένο σώμα.
Έτσι έπεσε. Μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Με τα ματωμένα χέρια του υψωμένα προς τον ουρανό, σαν να έλεγε «ο θεός, ο θεός μου, εις τι με εγκατέλιπες;»
Έτσι έπεσε, σαν απλός ανώνυμος στρατιώτης. Σαν απλός στρατιώτης. Και εκείνοι που μπαίνουνε, αγέλες πεινασμένες, τον προσπερνούν, τον ποδοπατούν, τον σκεπάζουνε στον ανώνυμο σωρό.
Εκείνος δεν καταλαβαίνει πια. Έχει περάσει ολόσωμος, μαζί με τον λαό του, και με το ματωμένο σπαθί στο χέρι, έχει περάσει στο Πάνθεο των Αθανάτων.
Χαίρε, Θεού Αχωρήτου Χώρα.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Πατάκη, την αγαπημένη και ξεχωριστή κυρία Άννα Πατάκη, που έβγαλαν το μυθιστόρημα μου αυτό στη νέα του κυκλοφορία, ύστερα από είκοσι δύο επανεκδόσεις και είκοσι δύο χρόνια.
Στη φωτογραφία με την Άννα Πατάκη στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το 2017, σε γιγαντοαφίσα, στην είσοδο του περιπτέρου
Γιατί τίποτα δεν χάνεται από αυτό που έχει υπάρξει, όσο η Μνήμη είναι ζωντανή – κι ο χρόνος πάνω της δεν πιάνει.
Σημείωση: Είχε άστρα ακόμα ο ουρανός όταν έγινε η πρώτη επίθεση. Ασκέρια ατέλειωτα οι πολεμιστές του Μωάμεθ, δυο τρεις χιλιάδες ούτε οι έγκοποι αμυνόμενοι. Και η νίκη ήταν δική τους. Η δεύτερη επίθεση έγινε με το πρώτο χάραμα της μέρας. Καινούρια ξεκούραστα ασκέρια και οι αμυνόμενοι ξέπνοοι, Και τους νίκησαν. Η τρίτη επίθεση έγινε με το ξημέρωμα πια, και με τους πιο εκλεπτούς πολεμιστές του Μωάμεθ, τους σκληρούς γενίτσαρους. Και τους νικούσαν κι αυτούς. “Στήτε ανδρείως… νικώμεν…” φώναξε ο αυτοκράτορας, “λίγο ακόμα…” Όμως: «Έλαθεν δι’ άλλης οδού τούτους εισάξας ο θελήσας θεός…». Σήμερα λέω: Η πτώση της Βασιλεύουσας δεν έγινε από τα ασκέρια του Μωάμεθ αλλά από την πεπρωμένη στιγμή,.