• Skip to main content
  • Skip to secondary navigation

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

poet novelist playwright

  • el
  • en_GB
  • βιογραφικό
  • Μυθιστορήματα
    • Παιδικά
  • Ποίηση
    • Ποιητική πρόζα
  • Δοκίμιο
    • Μεταφράσεις
  • θέατρο
    • παραστάσεις έργων
    • Δημοσιεύσεις έργων
  • in English
  • Επικαιρότητα
  • Δημοσιεύσεις Μαρίας
    • Μελέτες και Ομιλίες
  • Συνεντεύξεις
    • Εργαστήρι του συγγραφέα
  • άρθρα για την Μαρία
    • Ομιλίες για το έργο της
    • Επιστολές, αναρτήσεις
    • διδακτορικά
  • Εκδηλώσεις
    • Σχολεία
  • “ἁρμονίη”
  • facebook
  • wikipedia

Επικαιρότητα

Σχολείο δεύτερης ευκαιρίας: ο Κορυδαλλός

27th Οκτ 2008 By maria

korydallos lampadaridou storm lamp

Όταν έστειλα το μυθιστόρημά μου «Με τη Λάμπα Θυέλλης» στις φυλακές Κορυδαλλού, ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πως θα μπορούσε να δημιουργηθεί ενδιαφέρον από τους ίδιους τους κατάδικους και να με καλέσουν σε συνάντηση μαζί τους.

Η ιδέα να στείλω το μυθιστόρημα αυτό στους κατάδικους, μου είχε γεννηθεί από τότε που έγραφα το βιβλίο. Γιατί ο ήρωάς μου, ο Σαμουήλ Σαμουήλ της Ελένης, έζησε την εμπειρία της φυλακής, εμπειρία της αθλιότητας, για να διανύσει, στη συνέχεια, τη διαδρομή της εσωτερικής ανάβασης που είναι διαδρομή κάθαρσης και αυτογνωσίας.

Κι όλα αυτά σε ένα μυθιστόρημα υπερρεαλιστικό, με υπερφυσικά φαινόμενα, πάει να πει, ένα μυθιστόρημα όπου το Αόρατο ανατρέπει την πραγματικότητα και ο νεκρός στρατιώτης σπάζει το φράγμα της κοσμικής σιωπής.

Από τότε που μου είχε γεννηθεί η ιδέα να στείλω το βιβλίο, παίδευα το μυαλό μου. Το θεωρούσα μια έκφραση σεβασμού γι’ αυτούς. Είπα τη σκέψη μου στον πρώτο εκδότη, τον Αλέξανδρο Καλέντη, και την δέχτηκε ευθύς. Ύστερα από συνεννόηση με τον διευθυντή των Φυλακών κ. Γιώργο Ζουγανέλη, στείλαμε διακόσια αντίτυπα. Του είπα να τα μοιράσει να τα διαβάσουν αν θέλουν ή να τα πετάξουν. Και, ένα πρωί, λαβαίνω ένα τηλεφώνημα πως οι κατάδικοι εκδήλωσαν επιθυμία να συζητήσουν μαζί μου.

24 Ιουνίου, στις δέκα το πρωί ήμουν εκεί. Πόρτες βαριές που ξεκλείδωναν η μια μετά την άλλη, ένας μακρύς στενός διάδρομος, τόσο στενός όπου δεν χωρούν δύο μαζί, και φτάσαμε στην αίθουσα. Εκεί μας περίμεναν καμιά εβδομηνταριά κατάδικοι, ηλικίας από τριάντα πέντε έως σαράντα πέντε περίπου. Με τον κ. Ζουγανέλη ήταν και μία φιλόλογος, η κα Αντωνιάδου, και μου εξήγησαν ότι όλοι αυτοί αποτελούν το «Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας». Κάθισα στην έδρα, τα χέρια μου έτρεμαν. Τα πρόσωπα σφιγμένα, τα βλέμματα πάνω μου εξεταστικά. Κάποιοι είπαν «καλώς ήλθατε», και μου έδωσαν κουράγιο. Κάποιοι άλλοι κρατούσαν τη «Λάμπα Θυέλλης». Είπα πέντε λόγια στην αρχή. Λόγια καθαρά, που τα πίστευα. Πίστευα το καθετί που έλεγα, γιατί το ’νιωθα πως οι άνθρωποι αυτοί διέθεταν μια αντίληψη που έκοβε κι απ’ τις δυο μεριές. Ο πρώτος που μίλησε κρατούσε το βιβλίο στο χέρι και είπε: «Ο Σαμουήλ έκανε τόσα λάθη όμως τα πλήρωσε και έγινε ένας διαφορετικός άνθρωπος» – κάπως έτσι τα λόγια του. Του εξήγησα ότι η λέξη «λάθος» βγαίνει από τη λέξη «λήθη». Δηλαδή, όταν κάνουμε λάθη σημαίνει ότι είμαστε σε κατάσταση λήθης», είπε κάποιος άλλος. «Ναι, αλλά κάνοντας λάθη σκοτώνουμε την ψυχή μας. Σκοτώνω σημαίνει βυθίζω κάποιον – ή την ψυχή μου – στο σκότος». Αυτό τους άρεσε. Και λύθηκε η σιωπή τους. Λύθηκαν τα σφιγμένα πρόσωπα και η συζήτηση πια έγινε σε άλλο επίπεδο, με μια αστραφτερή σκέψη, αστραφτερή αντίληψη. Ήταν ο Βασίλης, ο Δημήτρης, ο Ιωάννης, ο Ζάχος, ο Έντυ, ο Απόστολος. Ο Δημήτρης ζήτησε να διαβάσει μια περικοπή από το μυθιστόρημα, και ήταν η εξής: «Προτιμούσε να αναπλάσει τη ζωή σε μέτρα πιο ανθρώπινα, να την επινοήσει, να ανασύρει από μέσα της εκείνες τις άλλες διαστάσεις, τις αθέατες, που μόνο κάποια πλάσματα καταδικασμένα, εραστές της μοίρας ή του μαρτυρίου, μπορούν να βιώνουν». Τη διάβασε δυνατά να την ακούσουν όλοι. Ακολούθησαν λίγα λεπτά σιωπής. Ύστερα, ο Ιωάννης, ζήτησε να διαβάσει ένα άλλο σημείο από το βιβλίο: Όταν όλα πια είχαν καεί γιατί ο ήλιος επί τρεις μέρες δεν βασίλευε αλλά γύριζε πίσω και έκαιγε τους ανθρώπους και τον κόσμο. Και ο Σαμουήλ, όταν την τρίτη μέρα έβρεξε, στάθηκε στη μέση, πάνω στα χαλάσματα, και είπε: «Θέλω να ζήσω, να ζήσω ξανά».

Έμεινα πάνω από δυο ώρες. Από τα κλειστά παράθυρα έμπαινε το πρωινό φως και έκανε την αίθουσα να λάμπει. Κι εγώ, κάποιες στιγμές, ξεχνούσα πως βρισκόμουν στις φυλακές, ανάμεσα σε ανθρώπους που βιώνουν ως το κόκαλο την ατέλειωτη νύχτα της μοναξιάς. Στη διαδρομή της ζωής μου έχω κάνει άπειρες συναντήσεις με αναγνώστες των βιβλίων μου, σε άπειρες εκδηλώσεις, σε συζητήσεις ατέλειωτες. Σήμερα λέω πως καμιά δεν ήταν τόσο ουσιαστική όσο αυτή με το ακροατήριο των κατάδικων. Ένα ακροατήριο πονεμένο που προσπαθεί να βρει μια ρωγμή από φως στην ψυχή του. Καμιά από τις συναντήσεις με τους αναγνώστες μου δεν είχε αυτή τη σημασία για μένα. Ψυχές που διψούν ένα λόγο συμπόνιας. Λίγο σεβασμό για να μπορέσουν κι εκείνοι να σεβαστούν τον εαυτό τους. Να μπορέσουν να βοηθήσουν την ψυχή τους να βγει από το «σκότος». «Εμείς τα έχουμε ζήσει όλα αυτά που γράφετε στο βιβλίο, σαν να τα γράψατε για μας…», είπε ο Βασίλης. Κι εγώ σκεφτόμουν πως μπορεί και να τα έγραψα για κείνους.

Στο τέλος κάποιοι ήρθαν να τους γράψω αφιέρωση. Κάποιοι άλλοι στάθηκαν δίπλα μου, είπαν ευχαριστώ, και περίμεναν. Δίστασα λίγες στιγμές κι ύστερα τους έδωσα το χέρι. Μου έδωσαν όλοι το χέρι τους ένας ένας, και είπαν ευχαριστώ. Όμως εγώ τους ευχαριστώ. Γιατί μου έμαθαν πως ένα βιβλίο μπορεί να βοηθήσει μια ψυχή.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 27 Οκτωβρίου 2008

Σύνδεσμος στο αυθεντικό

Ανηκει στην κατηγορια:Επικαιρότητα

Η Λεηλασία της Ιστορίας μας – Οι 300

5th Απρίλιος 2007 By maria

Γράφτηκε για την ταινία του Zack Snyder: Οι 300

Ο μέγας διανοητής George Steiner είχε πει πως: «Οι ελληνικοί μύθοι κωδικοποιούν ορισμένες πρωταρχικές βιολογικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις και αντιλήψεις του Εγώ στην ιστορία του ανθρώπου, διαρκούν ως ζωντανή κληρονομιά στην συλλογική μνήμη και αναγνώριση. Επιστρέφουμε σε αυτούς, όπως επιστρέφουμε στις ψυχικές μας ρίζες». Και επισημαίνει ακόμα ότι: «η ελληνική μυθολογία έχει γίνει σταθερό κέντρο, σημείο αναφοράς για κάθε μετέπειτα ποιητική επινόηση και φιλοσοφική αλληγορία».

Έτσι, ο ελληνικός μύθος, στο πέρασμα των αιώνων, έγινε κτήμα κοινό ολόκληρης της οικουμένης και αυτό ήταν μια πνευματική προσφορά που επέστρεφε στον εαυτό της. Όμως πώς μπορούν να γίνουν «κτήμα κοινό» και οι ιστορικοί μας αγώνες;

Είδα την ταινία «Οι 300 του Λεωνίδα» και έφριξα. Ένα έργο που λεηλατεί την Ιστορία μας. Λεηλατεί την έννοια του Ιερού που αιώνες κείται στη συλλογική μνήμη του τόπου μας. Παραποιεί και διαστρέφει τα ιστορικά γεγονότα, κακοποιεί την συλλογική συνείδηση του γένους που διαμόρφωσε το πρόσωπό μας. Τερατογενή όντα οι ιερείς στο μαντείο της Σπάρτης που έγλυφαν αποκρουστικά τη μάγισσα (ιέρεια). Η βασίλισσα Γοργώ, γυναίκα του Λεωνίδα, ξεπούλησε το κορμί της την ίδια νύχτα που ο Λεωνίδας έπαιρνε την απόφαση να πεθάνουν στις Θερμοπύλες. (Οι Σπαρτιάτισσες είχαν μια ελευθερία στον τομέα αυτόν, όμως ποτέ δεν ξεπουλιόντουσαν, ήταν περήφανες). Ο Λεωνίδας έφυγε από τη Σπάρτη με τους Τριακοσίους του χωρίς εντολή της Συγκλήτου – της Απέλλας, αν ήταν ποτέ δυνατόν αυτό για τη Σπάρτη. (Απλά, λόγω των Καρνείων, καθυστέρησαν να στείλουν στρατό). Κι ύστερα, τα αγήματα των ελληνικών πόλεων, που πολεμούσαν με τον Λεωνίδα, δεν αποχώρησαν οικειοθελώς από την τελική μάχη του θανάτου. Ο Λεωνίδας επέμενε να φύγουν «ίνα μη απόλλονται». Και έμειναν μόνον οι 700 Θεσπιείς. Κι άλλα, κι άλλα αμέτρητα, που παραποιούν και κακοποιούν όλες τις πτυχές της ιστορίας. Υπήρχαν μόνο κάποιοι ψηφιακοί εντυπωσιασμοί, όπως το νέφος από τα βέλη των Περσών ή όπως οι τεχνητοί διασκελισμοί του Λεωνίδα σε κάτι αγριόβραχους που με τίποτα δεν θύμιζαν Ελλάδα. Εντυπωσιασμοί.

Ζούμε την εποχή των εντυπώσεων, αγνοώντας την ουσία.

Και ρωτώ: δεν θα υπάρξει καμιά επίσημη διαμαρτυρία; Από πότε οι ιστορίες των λαών έγιναν αδέσποτες. Είναι κάποιες δεκαετίες τώρα που γίνεται αυτό. Ήταν η ταινία της Τροίας, η ταινία για τον Μέγα Αλέξανδρο, με τη θηλυπρέπεια να κυριαρχεί. Είναι τώρα Οι 300 (ευτυχώς εδώ θηλυπρεπής είναι ο άτυχος ο Ξέρξης – όμως πρέπει να πούμε ότι η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών είχε μεγάλο πολιτισμό που αξίζει τον σεβασμό. Ήταν αποκρουστικά εκείνα τα τερατόμορφα όντα που αποτελούσαν το στρατό του Ξέρξη, η γελοιοποίηση της ιστορίας). Όμως, σίγουρα, ζούμε ένα τόσο επικίνδυνα εκρηκτικό παρόν που, προφανώς, δεν υπάρχει χρόνος να ασχοληθούν οι αρμόδιοι με το θέμα αυτό. Ποτέ δεν υπήρχε χρόνος να ασχοληθούν με τα ουσιώδη. Αλλά ας έχουν υπόψη τους ότι και η ιστορία εκδικείται, ο λόγος του Σαλαμινομάχου Αισχύλου: «τούτη γαρ η γη ξύμμαχος κοίνοις πέλει» είναι εδώ. Που σημαίνει η γη είναι ζωντανή και η ιστορία ενός λαού είναι ζωντανή με την έννοια της συλλογικής μνήμης.

Και εγώ η ασήμαντη θέτω και τούτο το ερώτημα: Δεν υπάρχει «νομικός» φραγμός σε αυτή την επέλαση των νεοβαρβάρων; Σε λίγο θα βεβηλώσουν ίσως και το Σούλι και το Μεσολόγγι. Ποιος θα τους σταματήσει; Για να κάνουν ταινία ένα μυθιστόρημα ζητούν την άδεια, υπογράφουν κάποιες εγγυήσεις σεβασμού. Την ιστορία ενός λαού πώς την παίρνουν; Μήπως υπέγραψαν εγγυήσεις για το θρυλούμενο «κόμικ»; Και γιατί ο πολίτης αυτού του τόπου θα πρέπει να υφίσταται αυτή την ψυχική ταλαιπωρία της ευτέλειας κάθε φορά.

Eλευθεροτυπία, 5 Απριλίου 2007

Σύνδεσμος στο αυθεντικό

Ανηκει στην κατηγορια:Επικαιρότητα, μαρτυρία

Απάντηση στον Ισμαήλ Κανταρέ για την Αγια-Σοφιά

18th Ιούνιος 1995 By maria

Πικρή, κατάπικρη η πρόσφατη επέτειος της Αλώσεως και η σκέψη γυρνά σε ό,τι με πόνεσε. Και λέω, τώρα μπορώ να απαντήσω στον Ισμαήλ Κανταρέ, τώρα είναι η ώρα. Μήνες με παιδεύει το κείμενο που έγραψε στο περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ», όταν, πέρυσι, έδωσε σε ένα μεγάλο αριθμό συγγραφέων το ίδιο θέμα: «29 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή», γιατί αυτή ήταν η ημερομηνία των γενεθλίων του περιοδικού που γιόρταζε κι ο κάθε συγγραφέας μπορούσε να γράψει ελεύθερα ό,τι ήθελε.

Από σύμπτωση, η 29η Απριλίου ήταν Μεγάλη Παρασκευή το έτος 1453, η τελευταία Μεγάλη Παρασκευή που ακούστηκε το «Σήμερον κρεμάται…» στην Αγία Σοφία, την ολόλαμπρη ακόμα και δακρυρροούσα, με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να φορά το πένθιμο διβετήσιο, όπως το απαιτούσε η ημέρα, και τον λαό να ψάλει κατανυκτικά με τον ιερέα τον Ακάθιστο Ύμνο, ενώ ο πολιορκητής βομβαρδίζει ανελέητα την άμοιρη Πόλη με τις εφτά πελώριες βομβάρδες του και με το κανόνι – τέρας του εξωμότη Ουρβανού.
Δεν είμαι καθόλου βεβαία πως ήταν «σύμπτωση» και το γεγονός ότι: ο Αλβανός συγγραφέας, Ισμαήλ Κανταρέ, διάλεξε για θέμα του την Αγιά- Σοφιά.

Γράφει στο κείμενό του πως εκείνη την ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή 1994, έγραφε δήθεν ένα κείμενο για το περιοδικό «Ντρίτα» με θέμα: «Η Εκκλησία της Αγίας Σοφίας». Και μεταξύ άλλων, γράφει: «Αυτό το κείμενο τιτλοφορείται ‘Η Εκκλησία της Αγίας Σοφίας’ και αναφέρεται στην μετατροπή του περίφημου αυτού κτιρίου της Κωνσταντινούπολης σε τζαμί. Πρόκειται, μου φαίνεται – συνεχίζει – για μια παγκόσμια έγνοια των καιρών μας: Οι δύο μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου στεγασμένες στο ίδιο κτίριο».

Και αφού μιλά για το πώς θα γίνει αυτό, συνεχίζει: «Αλλά αυτή τη φορά έχω δίκιο. Νομίζω ότι στα Τίρανα τέσσερις θεσμοί τουλάχιστον πρόκειται να ασχοληθούν να ανακαλύψουν τον συμβολισμό αυτής της ιστορίας: Η ορθόδοξη αλβανική αρχιεπισκοπή, η διεύθυνση της μουσουλμανικής πίστης και οι δύο πρέσβεις, της Ελλάδας και της Τουρκίας, χώρες με τις οποίες είναι συνδεδεμένη αυτή η περίφημη Βασιλική Αγία Σοφία».

Σίγουρα, την επίσημη απάντηση στο άρθρο αυτό του Ισμαήλ Κανταρέ, εάν υπήρχε τέτοια, δεν θα την έδινα εγώ, αλλά κάποια αρμόδια υπηρεσία. Όμως, στο επίπεδο της λογοτεχνίας, και απαντώντας στον κύριο Κανταρέ ως συγγραφέας προς συγγραφέα, θα ήθελα να του πω να μην υποτιμά την ευαισθησία μας. Εκείνος, ως συγγραφέας, έχει την ελευθερία του λόγου να πει αυτό που θέλει. Όμως και εγώ, με το ίδιο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, του απαντώ πως είναι βέβηλος ο λόγος του, ανίερος και ασεβής. Και πως δεν μπορεί ν’ αγγίζει σύμβολα τόσο μεγάλα και τόσο ιερά για ένα λαό, σύμβολα που τα καθαγίασε η θυσία. Το ότι είναι βουβή και σκοτεινή η Αγία Σοφία και ζει τη νύχτα του θρύλου της πεντακόσια τόσα χρόνια, με τα σβηστά της πολυκάνδηλα να ριγούν και τα ψηφιδωτά της να κλαίνε στο σκοτάδι, αυτό είναι άλλο θέμα. Ανήκει στα δεδομένα της Ιστορίας. Όμως, να μιλάμε φιλολογικά για την τύχη της σήμερα, αυτό είναι βέβηλο. Και εάν ποτέ έρθει μια παρόμοια στιγμή, τότε το θέμα δεν θα ανήκει στον Αλβανό αρχιεπίσκοπο και στον Έλληνα ή Τούρκο πρέσβη, αλλά, πιστεύω, σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, και προπαντός σε αυτόν της Δύσης, που θα ξεπλύνει έτσι, στο ελάχιστο, την ιστορική της ντροπή, για την εγκατάλειψη του Παλαιολόγου όταν τον άφησε κατάμονο και αβοήθητο στην ύστατη αγωνία του.

Αυτά είναι πράγματα που, όσο και αν τα επικαλύπτει ο χρόνος, παραμένουν αναλλοίωτα. Γιατί, ιστορική μνήμη δεν είναι τα βιβλία που μας έδωσαν να διαβάσουμε. Είναι αυτό το απόκρυφο ιερό που κουβαλάει η ψυχή από την περιπλάνησή της στον χρόνο. Σε εκείνη την μοναξιά του χρόνου, που περιτύλιξε την Αγία Σοφία και την ύψωσε σε Σύμβολο, μετάλλαξε το μάρμαρο και το χρυσό της σε ψυχή λάμπουσα στον αιώνα.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή και στο περιοδικό Νέα Εστία

Ανηκει στην κατηγορια:Επικαιρότητα, μαρτυρία, Σκέψεις

  • « Go to Previous Page
  • Go to page 1
  • Go to page 2
  • Go to page 3

Copyright © 2025 Maria Lampadaridou Pothou - Site design by C. Sampalis - Supported by A. Skamagkis