Εκδόσεις :Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Κοιτάζοντας, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια, τις Νύχτες του Φεγγαριού, αισθάνομαι το ίδιο δέος. Όσα βιβλία κι αν έγραψα μετά, ήξερα πως η ψυχή μου είχε μείνει σ’ εκείνες τις σελίδες, στην “ενοχή της αθωότητας”, στην περίεργη γοητεία του παιδικού φόβου. Ήξερα, βαθιά μέσα μου, πως εκείνες οι υδάτινες Νύχτες του Φεγγαριού ήταν ό,τι πιο ουσιαστικό έγραψα στη ζωή μου, ό,τι πιο πολύτιμο. Σήμερα δεν μπορώ ν’ αλλάξω ούτε μια λέξη. Στέκομαι μπρος στις σελίδες αυτές, όπως ο προσκυνητής σε ναό υγρό, ξεχασμένο, με τα πρόσωπα των αγίων να τρεμοφέγγουν μελαγχολικά στο φως του καντηλιού. Και ευγνωμονώ τις είκοσι εκείνες μέρες του καλοκαιριού στη Λήμνο, που μπόρεσα και καταδύθηκα με τόση δύναμη μέσα μου, να βρω την ακριβή στιγμή της λάμψης, εκείνη τη μοναδική ποίηση της “ανάδυσης”. Σήμερα, διαβάζοντας ξανά τα Δεκαοκτώ Όνειρα, βρίσκω τις διαδρομές των μυθιστορημάτων μου, που έγραψα στα κατοπινά χρόνια, και που, βαθιά, υποστασιακά, είναι οι αυτογνωσιακές διαδρομές της ψυχής μου. Εκείνη η μαγεμένη παιδική ηλικία, με το φόβο να διαστέλλει την ψυχή από ανάγκη υπέρβασης του τραυματικού, υπήρξε για μένα ο σηματωρός ολόκληρης της ζωής μου.