“Αύριο, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ. Να ‘σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια!”
Γράφει ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης.
Κι εγώ αναρωτιέμαι, πόσο αντέχει κανείς να το σκέφτεται αυτό το “πελώριο ποτέ”. Προτιμώ τα όνειρα. Με κάνουν να ξεχνώ το εφήμερο της ζωής που μου δόθηκε, κι αυτή η ελάχιστη αίσθηση ή ψευδαίσθηση του αιώνιου είναι μια μικρή ελάχιστη λουρίδα από τον Παράδεισο που μου αναλογεί.
“A picture on the water”, Who was Albert? He was a Jewish little boy
Ήταν ένα παιδί. Ένα εβραιόπουλο. Τον έλεγαν Αλβέρτο. Ερχόταν στη γειτονιά μας, στη Λήμνο, και παίζαμε. Είχε και μια μικρή αδελφή. Την έλεγαν Ελίζα, νομίζω. Κι ύστερα, μια μέρα, τους είδα που έφευγαν φορώντας ρούχα χειμωνιάτικα και ήταν Ιούλιος. Και ήταν μεσιμέρι. Κρατούσαν και κάτι μπόγους στο χέρι. Το παρακάτω κείμενο είναι ένα “όνειρο”, από εκείνα τα περιστατικά της παιδικής ηλικίας, που έβγαιναν στα όνειρά μου σαν εφιάλτες.
Χρόνια μετά, τα όνειρα εκείνα έγιναν βιβλίο. “Νύχτες του Φεγγαριού, Δεκαοκτώ όνειρα” ο τίτλος. Στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας, η έκδοση. Κι ύστερα, εδώ και κάποια χρόνια, πολλοί άγνωσοι αλλά και γνωστοί που έρχονταν από ταξίδι τους στο Ισλαήλ, μου έλεγαν πως το βιβλίο το είχαν στην πρεσβεία τους, ανοιγμένο στη σελίδα του κειμένου.
Εγώ δεν το είδα αυτό. Και ούτε ξέρω αν ακόμα υπάρχει εκεί.
Το ελληνικό κείμενο δεν το βρήκα πουθενά – και από το βιβλίο δεν ήξερα να το πάρω. Την αγγλική μετάφραση την είχε κάνει μια Αμερικανίδα Εβραία καθηγήτρια με τον Μίνωα Πόθο.
Καλημέρα, φίλοι μου
Επειδή αυτές οι μνήμες δεν πρέπει να ξεχαστούν
“I am innocent, sir…
Yes, but your innocence can’t save you…”
Kafka
Why was Albert wearing a heavy coat in the middle of July?
Why did Albert have to leave right away by that old warship?
Why was Albert carrying a small bundle of clothes?
Why was Albert crying, as he was turning the corner of the earth- road?
Why did he look at us so painfully, as he was heading speechless for the harbor?
Where was he going with his little sister?
Who was Albert?
He was a Jewish little boy. We played together. He came with the other children in the neighborhood and we played together. But he left the game in the middle because he had, they said, to leave immediately. But where was he going? Nobody gave us an answer.
I am standing at the side of the road and I am trying to figure out where all that mass of water comes down from…
How strange. It’ s a large stream. But there was no rain. This water one could say wells out from the earth. From the depths of the earth. Or was it always there and I had not noticed it? But it is summer. Middle of July. How is it possible for rivers to overflow? And I must cross the road…To reach the corner. I enter the water. It comes up almost to my knees. On the left is the house of Georgia and on the right the fish-shop. If only I could see someone. To ask about the water. There is not a living soul about.
But, suddenly, I see something floating on the water. Something like a small bundle. And I don’t wonder that it doesn’t sink. The flow of the river brings it to me. Soon I will be able to reach it. I stretch out my arms. How strange. It is not drenched. I catch it quickly. And I try to take it out of the water. To open it. My curiosity is so great! Or, rather, it is not curiosity, but a strange intuition. There is something inside it. Something very important. I sit on the step of Elisaios’ house and I open it anxiously.
And what do I see!
It is a photo of Albert. It is Albert with his little sister. Curiously enough, this is what I expected to see. As he was the day he left. He is wearing a heavy coat. And his eyes are sad, I feel exultation. So, he is alive. Then, he may be still alive. It is a sign. I leave the other things, or, rather, I don’t see what else there is inside the bundle and I get up to leave. The water has withdrawn… The road is still wet, of course. An earth-road. The one which leads to the harbor. And a green-blue orange light spreads about an excellent transparency.
I move to go towards the port, to see if the boat left. But, what boat? It was years ago. I wonder. The photo, how has it been saved? And I? How come I am here? Since the war is over. I know it very well. This tangle inside me becomes an awful anguish. And my house is watery. A watery transparency. But how did my home happen to be in my way? It’s something I don’t understand. Its walls are watery. I can discern my face through layers of transparency that fascinate me. But what does my house have to do with the war? And, then, I don’t know if the war is finished. I hold the photo in my hands and this is strong evidence. But, of what? This anguish is a strange painful feeling of loss inside me.
And I wake up.
There are moments in our life, special little moments which follow us sleepless, broken pieces of an event, which is lost and which we carry in us threatening and blown up.
I was sitting on the steps of Elisaios’ house, with other children that midday of the summer, when we saw Albert with his mother and his little sister following the earth- road to the harbor. They were to leave, it was said, by a ship which was waiting for them there, a ship which had come only to take them. But nobody knew for where.
His mother and his sister went on, they turned the corner. But Albert remained a few moments, just there, just before turning the corner. There he raised his hand to bid us good-bye.
We went to him. He was wearing a black heavy coat. And it was midday. And it was summer. On one hand, he was holding a small bundle, so small that a child could carry, and with the other, he was still waving us good-bye. His eyes were sad. His eyes were full of tears. And he did not speak. He let drop his arm, like a little wounded wing. And left. Turned the corner of the road. Vanished.
We never heard about him since. Noone did. The earth-road remained empty. The light of that early afternoon was very bright. And whenever I think of Albert, a dazzling sensation of whiteness makes the incident, one might say, buoyant as if hovering slightly above its reality, in a sadness of dream.
Then, after many years, when we read about the crematoriums and the gas chambers, when we were told about those death camps, in my thought always came the picture of that afternoon. The boy’s arm bidding us good-bye and the sad eyes, which did not know then yet the fate in store for them.
All this subsequent experience of mine was related to that event, which was but a small broken bit of memory that I carried in me through time. In that parallel existence out of time. In the fragments of my child in me.
Lemnos, June 1983
From the poetic prose book ” Nights of Moonlight “
“Ο ποιητής γράφει την ιστορία”, ένα ποίημα για την Εταιρεία Συγγραφέων
Κανείς δεν ήξερε για την καρδιά του
δυο αιώνες τώρα στενάζει μέσα στην πέτρα
κι ο χρόνος πάνω της γράφει την ιστορία του κόσμου
τα γράμματα όλο και πιο ακατάληπτα
πιο οργισμένα
Και τις νύχτες του έρημου σεληνόφωτου
έρχεται ο Καβαλάρης
τα μάτια του ροές του ανέμουέρχεται μ’ ένα κοντύλι στο χέρι
να γράψει το ποίημα που δεν πρόφτασε
μα το αίμα χλωρόΠού είστε ορέ Ψυχές της Ρούμελης;
Μήπως εκάματε κι εσείς Hotel τη λέξη Ελευθερία;Θέλω να βγω στο ξέφωτο
να περπατήσω μαζί σας
εκεί όπου η Μνήμη ακόμα ιερή
φωτίζει λόγγους και βουνά τις νύχτες
Όταν οι σκοτωμένοι περπατούν μονάχοι
σαν όρθιες ερημιές που ζώνονται το ασήμι τους
γιατί τ’ άρματα κοιμούνται στα μουσεία
και ψιθυρίζουν λόγια μιας λευτεριάς
που ’γινε ακατάληπτη με τον καιρό.Δεν με χωράει η ιστορία αυτή
με τον επαίσχυντο οβολό στο χέρι
δεν καταδέχομαι την ιστορία που γράφεται με οβολό
Εγώ είμαι ο Ποιητής
έδωσα την καρδιά μου στην Ιδέα
και καρδιά ζητώΠού είστε σύντροφοι της Ρούμελης και του Μωριά
θέλω να έρθω να σας βρω μαζί να περπατήσουμε
στις πιο αψηλές κορφές
όλος ο κόσμος να ιδεί πως
οι Ψυχές αψήλωσαν με τον καιρό
πως δεν απόθαναν μωρέ
δεν αποθάναμε ποτέ
Και ίσως καιρός να γράψουμε εμείς την Ιστορία
απ’ την αρχή.“
Έτσι ο Ποιητής μονάχος
με το γυμνό του χέρι ενάντια στον καιρό
είναι η αλήθεια έξω από την ιστορία
εκεί όπου μόνο οι Ψυχές αγρυπνούν
Ακατάδεχτες.Κι αν τύχει και βρεθείς νύχτα του φεγγαριού
στη γη της Ρούμελης
ακούς πατημασιές και λόγια ακατάληπτα
έτσι όπως μόνο ο ποιητής
τη γλώσσα των βουνών και των θεών
της αστραπής τη γλώσσα
και του αίματος μιλεί
της αλήθειας που ’μεινε έξω απ’ τον χρόνο των θνητώνΓιατί ο Ποιητής γράφει την ιστορία του κόσμου.
Δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων 2020
με γενικό θέμα: 1821, Λογοτεχνία και Επανάσταση
Η ερημία της ύπαρξης
ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΟΝ ΛΑΒΩΜΕΝΟ ΠΛΑΝΗΤΗ ΜΑΣ. Πρώτα ο Αμαζόνιος, τώρα η Αυστραλία. Εκατομμύρια ζώα καίγονται καθημερινά, κατατρεγμένα και αβοήθητα, πλάσματα μιας απέραντης ερημίας.
Και ο Άνθρωπος ανήμπορος να αναχαιτίσει το Κακό.
Μια ασύλληπτη μια τρισμέγιστη Ποίηση που τόσο σοφά κρατούσε την ισορροπία της ζωής.
Αναρωτιέμαι μήπως είμαστε όλοι ένοχοι, μόνο και μόνο γιατί δεν τον προστατέψαμε αυτόν τον από παντού χειμαζόμενο πλανήτη. Χρόνια τώρα ασυλλόγιστα τον καταστρέφει ο Άνθρωπος. Δεν τον σεβαστήκαμε και δεν τον ευμενίσαμε για το Κακό που εμείς του κάναμε. Κι ας αγωνιούσαν γι’ αυτό κάποιες ομάδες ανθρώπων.
Δεν τον ευμενίσαμε. Πάει να πει, δεν ζητήσαμε ποτέ συγνώμη για την καταστροφή που εμείς προκαλέσαμε, όπως γινόταν στην αρχαιότητα. Σήμερα οι καταστροφές πια γίνονται σαν μη αναστρέψιμες. Και πουθενά καθαρμός στην διαπραχθείσα Ύβρι. Τόση ενέργεια ζωής χάθηκε, χάνεται κάθε στιγμή. Ενέργεια. Τόση ανάσα ζωής. “Η ενέργεια ζώντα ποιεί πάντα”, είπε ο Αριστοτέλης. Κι ας ισχυρίζεται ο Dawkins πως, ως άνθρωποι, “είμαστε μηχανές επιβίωσης”. Και τώρα ένας απέραντος θάνατος.
Όταν ο άνθρωπος ζούσε σε πρωτόγονες εποχές και έβγαινε στο κυνήγι να σκοτώσει κάποια ζωντανά για την επιβίωσή του, πριν σημαδέψει με το τόξο του, ζητούσε συγχώρεση. Αντίθετα με τον πολιτισμένο κόσμο μας όπου επικρατεί η αλαζονεία.
Και κάτι τελευταίο. Στο μυθιστόρημά μου “ Η Έκτη Σφραγίδα” (που δεν κυκλοφορεί – και που είχε βασιστεί στα εδάφια της Αποκάλυψης), υπήρχε μια αρχαία πηγή, σε χώρο τελετουργιών, που το νερό ανάβλυζε μέρα νύχτα. Και όταν πήγαν οι μπουλντόζες να την καταστρέψουν, η πηγή “αυτοκτόνησε”. Κύλησε στα έγκατα της γης. Παράλογο; Μεταφυσικό; Πραγματικό; Δεν μπόρεσα με τίποτα να μεταπείσω την ηρωίδα μου, την Αδριανή, επέμενε πως η πηγή “αυτοκτόνησε”. Πόσο φανταστικά είναι άραγε κάποια μυθιστορήματα.
Σήμερα όλος ο πλανήτης στενάζει. Γιατί, όταν ένας τόπος ωδίνει, “πάσα η Κτίσις συστενάζει και συνωδίνει”.
Το Κακό, όταν του ανοίξεις τον δρόμο, δύσκολα σταματάει.
Όμως ας ελπίσουμε πως το κοσμογονικό αυτό Κακό κάπου θα σταματήσει.
Φέτος οι πρωτοχρονιάτικες ευχές μου γράφτηκαν για το Άγιο Ορος, 1 Ιανουαρίου 2019
Ύστερα από την συνέντευξη που είχα κάνει για τους σοφούς μου φίλους μοναχούς του Αγίου Όρους, μου ζητήθηκε να γραψω τις πρωτοχρονιάτικες ευχές για το περιοδικό τους “Πεμπτουσία”
Οι γέροντες ιερομόναχοι διάβασαν το βιβλίο μου “Πήραν την Πόλη, πήραν την” και το αγάπησαν. Γιατί, ουσιαστικά, το Άγιο Όρος και τα μοναστήρια του είναι ένα ζωντανό κομμάτι του Βυζαντίου που συνεχίζει, από πνευματικούς δρόμους, την ύπαρξή του, έξω από το αίμα, έξω από την ύλη του κόσμου, συνεχίζει να υπάρχει στη δική του Αχωρήτου Χώρα, στο Άδηλο και στο Άρρητο, πιο βαθιά, στο Μυστήριο το ανεξιχνίαστο, στον θρύλο ακόμα, που κρατά ακοίμητο τον σπαρασσόμενο, από τότε, Ελληνισμό.
Κύριε Νίκο Κόιο, σας ευχαριστώ, είναι τιμή μου:
Αποχαιρετάμε τη χρονιά που πέρασε, αλλά και μετράμε τις λαβωματιές. Ένας κόσμος χτυπημένος από όλες τις μορφές του Κακού. Από αυτή την ασίγαστη εμμονή του Κακού. Κι από τα βάθη του είναι μας φέτος η ευχή μας να γίνει προσ-ευχή: Το Νέο Φως, που ανατέλλει με τον Καινούριο Χρόνο, αυτό το εξ’ ύψους Ανατολήν, ας φέρει την Επί Γης Ειρήνη στον χειμαζόμενο άνθρωπο του 2019! Στον τρομαγμένο σημερινό άνθρωπο που μένει ολοένα και πιο ανοχύρωτος, πιο μόνος πιο αβοήθητος.
Κι από τις πληγές που μετράμε κάθε χρόνο σαν σήμερα, από αυτή τη γνώση της αιώνιας Αδικίας και του Κακού, ας γίνουμε λίγο καλύτεροι ως άνθρωποι, λίγο πιο σοφοί. Η σκέψη πως όλοι είμαστε παγιδευμένοι μέσα στο ίδιο κοσμικό πεπρωμένο, πως και η πιο τρανή δύναμη εξουσίας ή πλούτου ή αλαζονείας βρίσκεται μια ανάσα πριν από το Αιφνίδιο, ας ευμενίσει τα σκοτάδια που τύλιξαν τη ζωή μας.
“Εγεννήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος” είπε ο ψαλμωδός.
Και ίσως να το είπε σε μια στιγμή σαν αυτές που βιώνει ο σημερινός άνθρωπος ο προδομένος από τον ίδιο τον πολιτισμό του.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και τα όνειρα γίνονται πιο ανήσυχα, οι προσδοκίες πιο αβέβαιες. Οι ευχές μας πιο μετερίζι πιο άμυνα.
Κι εγώ σκέφτομαι την περσινή μου ποίηση, όταν μου χάρισαν την Αίθουσα οι πατριώτες μου στη Λήμνο και ήθελα να πω ευχαριστώ:
Έτσι σε πήρα κι έφυγα
πατρίδα από σμαράγδι
κι από εικόνισμα παλαιό
μνήμες της νιότης μου ακοίμητες
και προσευχή της μάνας
Έτσι σε πήρα και ψηλά
στη σκέψη μου σε κρέμασα
μικρή λευκή εκκλησιά
να ευωδιάζει ο χρόνος
θυμάρι και ακόνιζα.
Να ευωδιάζει ο χρόνος μας θυμάρι και ακόνιζα!
Αυτή είναι η πιο όμορφη ευχή!
Ενάντια στη δύναμη του Κακού. Ενάντια στα σκοτάδια.
Πάντα σαν σήμερα, θυμάμαι τα λόγια του Μικρασιάτη πατέρα μου του πρόσφυγα του ιεροψάλτη, που όλο το βιος του ήταν οι ψαλμοί και οι μνήμες των παιδικών του χρόνων στα μοναστήρια της Ιωνίας. Πολλές φορές μου είχε πει την ίδια λαϊκή παροιμία:
“Μην καταριέσαι τα σκοτάδια, άναψε ένα κερί!”
Είτε πιστεύεις είτε δεν πιστεύεις, άναψε ένα κερί στο πιο ταπεινό εκκλησάκι ή καταμεσής στη σκέψη σου. Το σκοτάδι φοβάται και το ελάχιστο Φως!
Λοιπόν, αποχαιρετάμε τον Χρόνο που σε λίγες ώρες θα φύγει. Και μαζί, αποχαιρετάμε τα πρόσωπα τα αγαπημένα μας που έφυγαν. Έφυγαν. Όμως σήμερα, θα είναι ανάμεσά μας, στο γιορτινό τραπέζι. Κι αν μακρύνεις λίγο την όρασή σου, θα τα δεις να μας χαμογελούν από την άλλη άκρη του χρόνου.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Αναρτήθηκε στο περιοδικό του Αγίου όρους Πεμπτουσία, τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς 2019
Τριάντα χρόνια χωρίς τον Samuel Beckett – “Ζων δε άπτεται τεθνεώτος εύδων”
Ένα πανό σκισμένο καταμεσής στον νυχτωμένο κόσμο μας:
ENDGAME!
Ερχεται και στέκεται δίπλα μου, σχεδόν στο ίδιο σημείο πάντα, κάπου στα αριστερά. Αμίλητος. Και σκυφτός. Όπως ήταν πάντα. Πανύψηλος και ολοζώντανος, έτσι όπως τον είχα συναντήσει, τότε, στη λεωφόρο του Αγίου Ιακώβου, στο Παρίσι. Με το ασκητικό πρόσωπό του χαρακωμένο από την αγωνία. Όπως ήταν πάντα. Κι εγώ τον κοιτάζω με τη δική μου αγωνία. Γιατί και μέσα στο όνειρο ακόμα σκέφτομαι πως κάτι ξέχασα, κάτι σημαντικό, και πρέπει γρήγορα να το βρω, να το θυμηθώ.
Κι όταν πετιέμαι μέσα στον ύπνο μου, η καρδιά μου χτυπά να σπάσει.
Η παρουσία του Samuel Beckett χάνεται. Διαλύεται όπως ονείρου σκιά. Κι εγώ τότε θυμάμαι πως τώρα κοντά είναι η επέτειος του θανάτου του. Δεκέμβριος, 1989.
Και σκέφτομαι την ρήση του μεγάλου Εφέσιου “Ζων δε άπτεται τεθνεώτος εύδων”.
Και σκέφτομαι ακόμα πως τίποτα δεν γνωρίζουμε από αυτό που είμαστε. Τίποτα από το μυστήριο της Κτίσης που μας φιλοξενεί “πάροικους και παρεπίδημους”.
Τριάντα χρόνια χωρίς τον Samuel Beckett. Και η μεγάλη του διάνοια πλανιέται ακόμα πάνω από τον νυχτωμένο κόσμο μας. Μια παρουσία συμβολική πια. Προφητική, όπως ήταν. Με ένα σκισμένο, ίσως, πανό στο χέρι του, όπου γράφει:
Fin de Partie
Endgame
Τελος του Παιχνιδιού
Τέλος στον μύθο του κόσμου!
Φίλοι μου καλημέρα!
Κι αν ζούμε το “τέλος του μύθου”, ας ευχηθούμε να ξημερώσει ένα νέο Φως!
Μια νέα λυκαύγεια!
Τίποτα δεν γνωρίζουμε από αυτό που είμαστε. Και από τον κόσμο που μας περιβάλλει. Τόσο ελλιπής η αντίληψή μας.
Αναρτήθηκε τον Δεκέμβριο 2019, για την 30η επέτειο του θανάτου του Samuel Beckett
Η εξουσία της καθημερινότητας
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΜΙΚΡΟ ΤΑΞΙΔΙ μάς βγάζει από τις καθημερινές μας συνήθειες. Κι ευθύς αρχίζουμε να τις αναζητάμε. Τόση η εξουσία της καθημερινότητας πάνω στη ζωή μας ή και πάνω στην ψυχή μας. Και νοσταλγείς τη “γωνιά” όπου φώλιαζε το σώμα να ξεκουραστεί. Ή τα σημεία όπου ακουμπούσε το χέρι στην καθημερινή του κίνηση. Μπορεί να νοσταλγείς ακόμα και τις καλημέρες των φίλων, αυτή τη γλυκιά έγνοια τους να σε αναζητήσουν.
Ή, ακόμα, μπορεί να σε κάνει να σκεφτείς. Ένα μικρό ταξίδι μέσα στο μεγάλο ταξίδι του χρόνου μπορεί και να εγείρει μια αίσθηση υπαρξιακή. Σε κάνει να συνειδητοποιήσεις την αδιόρατη την αέναη πορεία του σώματος προς ένα άλλο αθέατο “τερμιναλ” – για να χρησιμοποιήσω ένα ρεαλιστικό όρο του ταξιδιού. Ή σε κάνει να σκεφτείς πως αυτό το τοπίο, αυτή η ανθρώπινη συμμετοχή σου στο γίγνεσθαι μιας παγκόσμιας πραγματικότητας είναι για σένα, η Μία δική σου φευγαλέα στιγμή που μέσα της ζεις αυτή τη συνειδητοποίηση.
Και λέω πως, ίσως, η εξουσία της καθημερινότητας πάνω μας να είναι στο βάθος και η άμυνά μας.
Ο Νοέμβριος, με τα χρώματα της εσωστρέφειας, σου δίνει πάντα μια αίσθηση ταξιδιού.
Ες Λήμνον φιλτάτην
Όσο θυμούμαι τη μάνα μου, που ο θεός να αναπαύει την ψυχή της, μια ευωδία από καμένο τριαντάφυλλο σταλάζει στο πνεύμα μου, μια ευωδία λευκή από θυσία και θρήνο, έτσι όπως, στα κατοπινά χρόνια, τη βρήκα μέσα στην Αγια-Σοφιά και μέσα στο μοναστήρι του Χριστού, την ώρα που το αίμα κυλούσε ποτάμι και η κραυγή ράγιζε τα θεμέλια της οικουμένης. Εκείνη η ευωδία ενώθηκε, θαρρείς, με το αίμα της Βασιλεύουσας, γιατί ήτανε η ευωδία της ψυχής και της θυσίας. Ξέρω πως ετούτες τις ώρες τις μαύρες, που μόνος κατάμονος, στο ερημητήριο της σιωπής μου το ασκητικό, γράφω τις μνήμες τού ολέθρου, η ψυχή της μάνας μου της Ρόδου είναι πλάι μου, εδώ, σε μιαν απόσταση γαλήνης από το χέρι μου, σε μιαν απόσταση θανάτου λυτρωτικού.
Με συντροφεύει, η ευωδία, λέω, της ψυχής. Με συντροφεύει, καθώς γράφω τις μνήμες τού ολέθρου, εγώ που αξιώθηκα να ζήσω στιγμή τη στιγμή την αντρειοσύνη και τον θάνατο, την ύστατη αγωνία, πλάι στον Κωνσταντίνο Δραγάση Παλαιολόγο, τον πολυφίλητο βασιλέα μου με την αδάμαστη ψυχή, και πλάι στον Ιωάννη Ιουστινιάνη, τον μαύρο αρχάγγελο, εγώ που αξιώθηκα να γίνω ο μάρτυρας του αίματος και των ερειπίων. Πρέπει να παραδώσω τα χειρόγραφα στον γιο μου τον Κωνσταντίνο, να προφτάσω. Είναι εκείνος που θα μπει ελευθερωτής στην Πόλη, γιατί τον γέννησαν το αίμα και ο θρήνος της και γιατί είναι ο Κωνσταντίνος, ο γιος της Ελένης, που έχει το σημάδι της δωρεάς, κατά το γράμμα της προφητείας.
Απόσπασμα από το πρωτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος “Πήραν την Πόλη, πήραν την”
Iridescent fragments
I wandered all night. I listened to the shouts of triumph, the cheers, the hero’s reception of Themistocles, the acclamations. I was alone. I went down to the end of Cynosura, to the isolated sea-cliffs, where the wave was washing up the corpses of unfortunate drowned men and fragments of ships. The beaches were full of gold objects, pitiful, royal emblems and ornaments, idols of gods, iridescent in the torchlight.
I am still wearing the bloodied jerkin of battle, damp with the night dew, and watch our triremes leaving Psyttaleia with Aristides’ hoplites. The task of blood is completed. The princes and nobles of Persia, the flower of the palaces, are now dead. There will be mourning in Susa and Ecbatana.
My feet encounter a body that appears to be alive, and I bend over. A man who is dying. He stretches out his hand to me; wants something. I run and bring a lighted torch, from the many torches around us.
The man who handed me the torch also placed a cup of wine in my hand. And I return to the dying man. I want to see him. A strange obsession to see him has overcome me. And I bring the light close to his face. His clothing is purple with gold worked like fish scales. And there is blood in his eyes. He appears well-born, a prince perhaps.
An enemy.
The word “enemy” chills me.
A man.
Persian or Mede or Lydian, from the royal family, who has a palace in Ecbatana. And he came to die alone on this deserted shore of Salamis. His ship was destroyed by the tridents of our triremes, or it is being pursued without him. In the torchlight, I see his look. He has children perhaps, a beautiful wife, wealth. And he left it all to wage war against us in this sea strait, in this Acheron.
Extract from the novel: The Wooden Wall
Natalia and Christina
The novel is on sale by Amazon
The beginning of the novel:
She simply could not live with him any longer; Natalia knew that within herself. The marriage was dead and she felt beset, in an undefined, almost pleasurable way by guilt and a sweet compassion.
She felt compassion for Evgenios, her husband of fourteen years — she was even in love with him at first — but the bond had worn out like old clothing, the small moments, the daily ones, lost their luster, time had shrunk and Natalia was drowning, felt asphyxiated, could not abide even his voice — that peculiar sound, as of flowing water on a fissured depth, that once charmed her — “your voice makes me dream of water flowing on a moonlit night,” she would say to him, but she could no longer endure that defeated voice, nor bear to look at his hands, those hands wrapped in a strange almost threatening silence — even when they touched her accidentally she shuddered.
Ο Άγγελος της στάχτης
“ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΟΠΟΥ ΠΑΣ…
Οι λέξεις λιώνουν στα χείλη του κι η φωνή του ποτέ δεν ήταν πιο τρυφερή και αρρενωπή μαζί, μια φωνή υδάτινη, ερωτική, που βγαίνει βαθιά από τις παλίρροιες της κοσμικής μνήμης, βαθιά από τους ωκεανούς της κοσμικής αδιαφορίας. Λιώνουν στα χείλη του Κωνσταντίνου οι λέξεις εύθρυπτες, απορρυθμίζουν την τάξη του ήχου, την τάξη των αναλογιών που συνθέτουν τη μελωδία, φτάνουν στην πριν από τον ήχο αταξία του κόσμου, στην πριν από την αρμονία εξουσία του χάους. Και το τραγούδι τώρα αντηχεί αναρχικό και εξαίσιο, πονεμένο και εγερτικό, κλάμα και θρίαμβος μαζί, ερωτικό κάλεσμα και νόστος. Κι ένας αντίλαλος υγρός, ερημικός, το γυρίζει πάνω από τους κύκλους των νερών και το φέρνει πίσω στον Φοίβο που είναι εκεί, ακουμπισμένος στην πελεκημένη ασπριδερή πέτρα, και παίζει με παραφορά την επτάχορδη ορφική λύρα, σαν μεθυσμένος από τον πόνο και τον πόθο, από το αδύνατο.
Τον βλέπει που χάνεται μέσα στο σκοτεινό πέρασμα. Λίγες στιγμές το σώμα του σχηματίζει μια λευκή άλω, καθώς σκίζει το έρεβος στα δυο να περάσει. Το χέρι σηκωμένο σ’ έναν ύστατο αποχαιρετισμό. Κι ύστερα χάνεται.
Χάνεται, χάνεται ο Κωνσταντίνος.
Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι. Φθόγγοι υγροί, ερωτικοί, πονεμένοι, ποιος είσαι, ξένε, και πού πας; μοναχικός ταξιδευτής στο άσπρο μονοπάτι”.
Αυτό το τόσο προσφιλές στην ψυχή μου μυθιστόρημα είναι ό,τι πιο ιερό έχω γράψει. Και ίσως ποτέ δεν θα μάθω από ποια μονοπάτια πέρασε μέσα μου για να γραφτεί.
my ephemeral life
“What interests me is to know what my ephemeral life in the world means, what the metaphysical dream is, which leads me to inner truth. Through my books I seek to find my intuition for the world and for existence. This is why I write. I try to depict life in its lost dimensions, to find the relation of soul with the Invisible, as it permeates the Visible, changing the aspect and the meaning of things”.