Όταν έστειλα το μυθιστόρημά μου «Με τη Λάμπα Θυέλλης» στις φυλακές Κορυδαλλού, ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πως θα μπορούσε να δημιουργηθεί ενδιαφέρον από τους ίδιους τους κατάδικους και να με καλέσουν σε συνάντηση μαζί τους.
Η ιδέα να στείλω το μυθιστόρημα αυτό στους κατάδικους, μου είχε γεννηθεί από τότε που έγραφα το βιβλίο. Γιατί ο ήρωάς μου, ο Σαμουήλ Σαμουήλ της Ελένης, έζησε την εμπειρία της φυλακής, εμπειρία της αθλιότητας, για να διανύσει, στη συνέχεια, τη διαδρομή της εσωτερικής ανάβασης που είναι διαδρομή κάθαρσης και αυτογνωσίας.
Κι όλα αυτά σε ένα μυθιστόρημα υπερρεαλιστικό, με υπερφυσικά φαινόμενα, πάει να πει, ένα μυθιστόρημα όπου το Αόρατο ανατρέπει την πραγματικότητα και ο νεκρός στρατιώτης σπάζει το φράγμα της κοσμικής σιωπής.
Από τότε που μου είχε γεννηθεί η ιδέα να στείλω το βιβλίο, παίδευα το μυαλό μου. Το θεωρούσα μια έκφραση σεβασμού γι’ αυτούς. Είπα τη σκέψη μου στον πρώτο εκδότη, τον Αλέξανδρο Καλέντη, και την δέχτηκε ευθύς. Ύστερα από συνεννόηση με τον διευθυντή των Φυλακών κ. Γιώργο Ζουγανέλη, στείλαμε διακόσια αντίτυπα. Του είπα να τα μοιράσει να τα διαβάσουν αν θέλουν ή να τα πετάξουν. Και, ένα πρωί, λαβαίνω ένα τηλεφώνημα πως οι κατάδικοι εκδήλωσαν επιθυμία να συζητήσουν μαζί μου.
24 Ιουνίου, στις δέκα το πρωί ήμουν εκεί. Πόρτες βαριές που ξεκλείδωναν η μια μετά την άλλη, ένας μακρύς στενός διάδρομος, τόσο στενός όπου δεν χωρούν δύο μαζί, και φτάσαμε στην αίθουσα. Εκεί μας περίμεναν καμιά εβδομηνταριά κατάδικοι, ηλικίας από τριάντα πέντε έως σαράντα πέντε περίπου. Με τον κ. Ζουγανέλη ήταν και μία φιλόλογος, η κα Αντωνιάδου, και μου εξήγησαν ότι όλοι αυτοί αποτελούν το «Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας». Κάθισα στην έδρα, τα χέρια μου έτρεμαν. Τα πρόσωπα σφιγμένα, τα βλέμματα πάνω μου εξεταστικά. Κάποιοι είπαν «καλώς ήλθατε», και μου έδωσαν κουράγιο. Κάποιοι άλλοι κρατούσαν τη «Λάμπα Θυέλλης». Είπα πέντε λόγια στην αρχή. Λόγια καθαρά, που τα πίστευα. Πίστευα το καθετί που έλεγα, γιατί το ’νιωθα πως οι άνθρωποι αυτοί διέθεταν μια αντίληψη που έκοβε κι απ’ τις δυο μεριές. Ο πρώτος που μίλησε κρατούσε το βιβλίο στο χέρι και είπε: «Ο Σαμουήλ έκανε τόσα λάθη όμως τα πλήρωσε και έγινε ένας διαφορετικός άνθρωπος» – κάπως έτσι τα λόγια του. Του εξήγησα ότι η λέξη «λάθος» βγαίνει από τη λέξη «λήθη». Δηλαδή, όταν κάνουμε λάθη σημαίνει ότι είμαστε σε κατάσταση λήθης», είπε κάποιος άλλος. «Ναι, αλλά κάνοντας λάθη σκοτώνουμε την ψυχή μας. Σκοτώνω σημαίνει βυθίζω κάποιον – ή την ψυχή μου – στο σκότος». Αυτό τους άρεσε. Και λύθηκε η σιωπή τους. Λύθηκαν τα σφιγμένα πρόσωπα και η συζήτηση πια έγινε σε άλλο επίπεδο, με μια αστραφτερή σκέψη, αστραφτερή αντίληψη. Ήταν ο Βασίλης, ο Δημήτρης, ο Ιωάννης, ο Ζάχος, ο Έντυ, ο Απόστολος. Ο Δημήτρης ζήτησε να διαβάσει μια περικοπή από το μυθιστόρημα, και ήταν η εξής: «Προτιμούσε να αναπλάσει τη ζωή σε μέτρα πιο ανθρώπινα, να την επινοήσει, να ανασύρει από μέσα της εκείνες τις άλλες διαστάσεις, τις αθέατες, που μόνο κάποια πλάσματα καταδικασμένα, εραστές της μοίρας ή του μαρτυρίου, μπορούν να βιώνουν». Τη διάβασε δυνατά να την ακούσουν όλοι. Ακολούθησαν λίγα λεπτά σιωπής. Ύστερα, ο Ιωάννης, ζήτησε να διαβάσει ένα άλλο σημείο από το βιβλίο: Όταν όλα πια είχαν καεί γιατί ο ήλιος επί τρεις μέρες δεν βασίλευε αλλά γύριζε πίσω και έκαιγε τους ανθρώπους και τον κόσμο. Και ο Σαμουήλ, όταν την τρίτη μέρα έβρεξε, στάθηκε στη μέση, πάνω στα χαλάσματα, και είπε: «Θέλω να ζήσω, να ζήσω ξανά».
Έμεινα πάνω από δυο ώρες. Από τα κλειστά παράθυρα έμπαινε το πρωινό φως και έκανε την αίθουσα να λάμπει. Κι εγώ, κάποιες στιγμές, ξεχνούσα πως βρισκόμουν στις φυλακές, ανάμεσα σε ανθρώπους που βιώνουν ως το κόκαλο την ατέλειωτη νύχτα της μοναξιάς. Στη διαδρομή της ζωής μου έχω κάνει άπειρες συναντήσεις με αναγνώστες των βιβλίων μου, σε άπειρες εκδηλώσεις, σε συζητήσεις ατέλειωτες. Σήμερα λέω πως καμιά δεν ήταν τόσο ουσιαστική όσο αυτή με το ακροατήριο των κατάδικων. Ένα ακροατήριο πονεμένο που προσπαθεί να βρει μια ρωγμή από φως στην ψυχή του. Καμιά από τις συναντήσεις με τους αναγνώστες μου δεν είχε αυτή τη σημασία για μένα. Ψυχές που διψούν ένα λόγο συμπόνιας. Λίγο σεβασμό για να μπορέσουν κι εκείνοι να σεβαστούν τον εαυτό τους. Να μπορέσουν να βοηθήσουν την ψυχή τους να βγει από το «σκότος». «Εμείς τα έχουμε ζήσει όλα αυτά που γράφετε στο βιβλίο, σαν να τα γράψατε για μας…», είπε ο Βασίλης. Κι εγώ σκεφτόμουν πως μπορεί και να τα έγραψα για κείνους.
Στο τέλος κάποιοι ήρθαν να τους γράψω αφιέρωση. Κάποιοι άλλοι στάθηκαν δίπλα μου, είπαν ευχαριστώ, και περίμεναν. Δίστασα λίγες στιγμές κι ύστερα τους έδωσα το χέρι. Μου έδωσαν όλοι το χέρι τους ένας ένας, και είπαν ευχαριστώ. Όμως εγώ τους ευχαριστώ. Γιατί μου έμαθαν πως ένα βιβλίο μπορεί να βοηθήσει μια ψυχή.
Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 27 Οκτωβρίου 2008