Πικρή, κατάπικρη η πρόσφατη επέτειος της Αλώσεως και η σκέψη γυρνά σε ό,τι με πόνεσε. Και λέω, τώρα μπορώ να απαντήσω στον Ισμαήλ Κανταρέ, τώρα είναι η ώρα. Μήνες με παιδεύει το κείμενο που έγραψε στο περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ», όταν, πέρυσι, έδωσε σε ένα μεγάλο αριθμό συγγραφέων το ίδιο θέμα: «29 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή», γιατί αυτή ήταν η ημερομηνία των γενεθλίων του περιοδικού που γιόρταζε κι ο κάθε συγγραφέας μπορούσε να γράψει ελεύθερα ό,τι ήθελε.
Από σύμπτωση, η 29η Απριλίου ήταν Μεγάλη Παρασκευή το έτος 1453, η τελευταία Μεγάλη Παρασκευή που ακούστηκε το «Σήμερον κρεμάται…» στην Αγία Σοφία, την ολόλαμπρη ακόμα και δακρυρροούσα, με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να φορά το πένθιμο διβετήσιο, όπως το απαιτούσε η ημέρα, και τον λαό να ψάλει κατανυκτικά με τον ιερέα τον Ακάθιστο Ύμνο, ενώ ο πολιορκητής βομβαρδίζει ανελέητα την άμοιρη Πόλη με τις εφτά πελώριες βομβάρδες του και με το κανόνι – τέρας του εξωμότη Ουρβανού.
Δεν είμαι καθόλου βεβαία πως ήταν «σύμπτωση» και το γεγονός ότι: ο Αλβανός συγγραφέας, Ισμαήλ Κανταρέ, διάλεξε για θέμα του την Αγιά- Σοφιά.
Γράφει στο κείμενό του πως εκείνη την ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή 1994, έγραφε δήθεν ένα κείμενο για το περιοδικό «Ντρίτα» με θέμα: «Η Εκκλησία της Αγίας Σοφίας». Και μεταξύ άλλων, γράφει: «Αυτό το κείμενο τιτλοφορείται ‘Η Εκκλησία της Αγίας Σοφίας’ και αναφέρεται στην μετατροπή του περίφημου αυτού κτιρίου της Κωνσταντινούπολης σε τζαμί. Πρόκειται, μου φαίνεται – συνεχίζει – για μια παγκόσμια έγνοια των καιρών μας: Οι δύο μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου στεγασμένες στο ίδιο κτίριο».
Και αφού μιλά για το πώς θα γίνει αυτό, συνεχίζει: «Αλλά αυτή τη φορά έχω δίκιο. Νομίζω ότι στα Τίρανα τέσσερις θεσμοί τουλάχιστον πρόκειται να ασχοληθούν να ανακαλύψουν τον συμβολισμό αυτής της ιστορίας: Η ορθόδοξη αλβανική αρχιεπισκοπή, η διεύθυνση της μουσουλμανικής πίστης και οι δύο πρέσβεις, της Ελλάδας και της Τουρκίας, χώρες με τις οποίες είναι συνδεδεμένη αυτή η περίφημη Βασιλική Αγία Σοφία».
Σίγουρα, την επίσημη απάντηση στο άρθρο αυτό του Ισμαήλ Κανταρέ, εάν υπήρχε τέτοια, δεν θα την έδινα εγώ, αλλά κάποια αρμόδια υπηρεσία. Όμως, στο επίπεδο της λογοτεχνίας, και απαντώντας στον κύριο Κανταρέ ως συγγραφέας προς συγγραφέα, θα ήθελα να του πω να μην υποτιμά την ευαισθησία μας. Εκείνος, ως συγγραφέας, έχει την ελευθερία του λόγου να πει αυτό που θέλει. Όμως και εγώ, με το ίδιο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, του απαντώ πως είναι βέβηλος ο λόγος του, ανίερος και ασεβής. Και πως δεν μπορεί ν’ αγγίζει σύμβολα τόσο μεγάλα και τόσο ιερά για ένα λαό, σύμβολα που τα καθαγίασε η θυσία. Το ότι είναι βουβή και σκοτεινή η Αγία Σοφία και ζει τη νύχτα του θρύλου της πεντακόσια τόσα χρόνια, με τα σβηστά της πολυκάνδηλα να ριγούν και τα ψηφιδωτά της να κλαίνε στο σκοτάδι, αυτό είναι άλλο θέμα. Ανήκει στα δεδομένα της Ιστορίας. Όμως, να μιλάμε φιλολογικά για την τύχη της σήμερα, αυτό είναι βέβηλο. Και εάν ποτέ έρθει μια παρόμοια στιγμή, τότε το θέμα δεν θα ανήκει στον Αλβανό αρχιεπίσκοπο και στον Έλληνα ή Τούρκο πρέσβη, αλλά, πιστεύω, σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, και προπαντός σε αυτόν της Δύσης, που θα ξεπλύνει έτσι, στο ελάχιστο, την ιστορική της ντροπή, για την εγκατάλειψη του Παλαιολόγου όταν τον άφησε κατάμονο και αβοήθητο στην ύστατη αγωνία του.
Αυτά είναι πράγματα που, όσο και αν τα επικαλύπτει ο χρόνος, παραμένουν αναλλοίωτα. Γιατί, ιστορική μνήμη δεν είναι τα βιβλία που μας έδωσαν να διαβάσουμε. Είναι αυτό το απόκρυφο ιερό που κουβαλάει η ψυχή από την περιπλάνησή της στον χρόνο. Σε εκείνη την μοναξιά του χρόνου, που περιτύλιξε την Αγία Σοφία και την ύψωσε σε Σύμβολο, μετάλλαξε το μάρμαρο και το χρυσό της σε ψυχή λάμπουσα στον αιώνα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή και στο περιοδικό Νέα Εστία