Καλό σου ταξίδι, Λεωνίδα Βελιαρούτη, ευγενικέ μου φίλε μιας ζωής.
Πήρες κι εσύ τον δρόμο τον χωρίς γυρισμό, να πας εκεί όπου “Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός κι ατελεύτητος”.
Είναι οι στίχοι του Ελύτη που χτες τους έγραψα γιατί σαν χτες είχε πάρει κι εκείνος τον ίδιο δρόμο, πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια.
Και σίγουρα πήρες μαζί σου τις θαλασσινές αύρες της Λήμνου και τα ευγενικά τοπία της που τόσο αγάπησες – κι ας ήσουν γνήσιος Ηπειρώτης. Πήρες και την αγάπη των Λημνιών που σε όλο το μάκρος της ζωής σου σε σέβονταν και σε τιμούσαν. Γιατί ήσουν ο ιδεολόγος, ο πνευματικός άνθρωπος, ο ακέραιος χαρακτήρας, ο συγγραφέας πολλών και σημαντικών βιβλίων, ήσουν ο ευγενικός φίλος με όλους, ήσουν ο σεμνός δάσκαλος.
Πριν από τρία χρόνια τον είδα για τελευταία φορά.
Στη Λήμνο, Ιούλιος. Είχα παρακαλέσει την φίλη μου Ελένη, ένα απόγευμα που δεν θα είχε ιατρείο, να πάμε στην Καλλιθέα να του πούμε ένα γειά. Η Μαρία του είχε φύγει πριν από κάποια χρόνια και σκεφτόμουν πόση μοναξιά θα ένιωθε. Ή, βαθιά μέσα μου, ήθελα να τον αποχαιρετήσω. Ήταν 100 χρονών τότε ή και εκατόν ενός, ίσως. Την τελευταία φορά που του τηλεφώνησα, πέρυσι, μέρες γιορτινές να του πω χρόνια πολλά, μόλις σήκωσε το ακουστικό είπε χαρούμενος: Εκατόν τρία! Σαν να τα γιόρταζε κάθε μέρα.
Λοιπόν, στην Καλλιθέα της Λήμνου με την Ελένη. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν ανοιχτή και μπήκαμε μέσα.
Δεν θα ξεχάσω την εικόνα. Τον βρήκαμε εκεί δεξιά, στο καθιστικό, να κάθεται γαλήνιος στον καναπέ και να διαβάζει Καβάφη. Μείναμε άφωνες. Νομίζαμε πως θα βρούμε έναν άνθρωπο νικημένο από τον χρόνο, παρατημένο. Και βρήκαμε έναν άνθρωπο με μια εκπληκτική νεότητα να διαβάζει Καβάφη, γιατί, είπε, είχε καιρό να τον διαβάσει και ήθελε να θυμηθεί κάποια ποιήματά του.
Καλοκαίρι του 2010 στη Λήμνο. Με τον Νίκο Βολονώκη της ΕΡΤ3, είχαμε ετοιμάσει μια τιμητική εκδήλωση για τον Λεωνίδα Βελιαρούτη, που έγινε στην Καλλιθέα της Λήμνου, όπου ήταν το σπίτι του, και η ομιλία μου είχε τίτλο έναν ωραίο στίχο του Ελύτη για την νεότητα της διαφάνειας “Το φως δουλεύοντας τη σάρκα”. Γιατί αυτό πίστευα για τον Λεωνίδα, πως ήταν αγέραστη η αντίληψή του, όπως αγέραστος ήταν και ο ίδιος.
Παραθέτω πιο κάτω μια παράγραφο από την ομιλία εκείνη για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στο πρόσωπο του. Πάντα αισθανόμουν ευγνώμων, γιατί στα πρώτα μου δύσκολα χρόνια εκείνος ήταν ο “δάσκαλος” που με στήριξε. Η Λήμνος τότε, λίγα χρόνια μετά την Κατοχή, ήταν ένα απομονωμένο νησί, όπου δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλιοπωλείο, φτώχεια παντού και στέρηση, μόνο κάθε δεκαπέντε το “πλοίον το ατμόπλοιον Ιόνιον” της αγόνου γραμμής, κι εγώ τόσο νέα, μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο και αγωνιζόμουν να βρω έναν τρόπο να εκφράσω την αγωνία της ποίησης. Όμως ούτε βιβλίο πουθενά. Πολύ μετά, όταν είχα διοριστεί υπάλληλος στο Επαρχείο Λήμνου, με τα πρώτα μου χρήματα κατέβηκα στην Αθήνα και αγόρασα τα πρώτα μου βιβλία, “Οι προσανατιλισμοί” του Ελύτη και λίγο μετά “Η Έρημη Χώρα” του Έλιοτ. Όμως τα πρώτα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν από τη βιβλιοθήκη του Λεωνίδα Βελιαρούτη.
“Ζούσαν ακόμα με τη Μαρία στο Μούδρο. Θυμάμαι, χιόνιζε όταν πήγαμε ένα απόγευμα με τη φίλη μου Τουτούλα στο σπίτι τους να τον γνωρίσω, γιατί είχα διαβάσει στην τοπική εφημερίδα του αείμνηστου Κωνσταντινίδη άρθρα του για τη λογοτεχνία. Η Μαρία μας κέρασε γλυκό ντοματάκι με αμύγδαλο. Και ο Λεωνίδας μου είπε να πάρω όποιο βιβλίο ήθελα από τη βιβλιοθήκη του. Και ήταν αυτά τα πρώτα που διάβασα. Τάσος Λειβαδίτης και Ρίτσος.
Από τότε μια φιλία βαθιά μας συνέδεσε που κράτησε μια ζωή. Φιλία και σεβασμός μαζί.
Πολλά χρόνια, προπαντός όσο ζούσα στη Λήμνο, ήταν ο πνευματικός μου δάσκαλος, ο διακριτικός φίλος. Και αγάπησε τα βιβλία μου. Πολλές φορές είπε πως έβρισκε σε αυτά τις δικές του υπαρξιακές αγωνίες που δεν μπορούσε ο ίδιος να εκφράσει. Έγραψε και ένα βιβλίο διακόσιες πενήντα σελίδες, το 1995, “Μ. Λ. Π. Η ζωή και το έργο της”, και χαιρόταν, γιατί ο Έκτωρ Κακναβάτος του είχε γράψει ένα θαυμάσιο γράμμα για το βιβλίο του εκείνο πάνω στην ποίησή μου.
Εκείνος με παρότρυνε να γράψω για τη Μαρούλα και για τη Δοξανιώ, εκείνος με στήριζε στα δύσκολα τα χρόνια τα ερημικά, όταν όλα κατέρρεαν στη ζωή μου – ή έτσι νόμιζα – εκείνος ήταν πάντα εκεί, με τη σοφία του, με τον διακριτικό του λόγο, με τη μεγάλη παιδεία του, με την αμετακίνητη αφοσίωσή του στα βιβλία μου”.
Να είναι ολόφωτος ο καινούριος δρόμος σου, φίλε μου Λεωνίδα, όπως ήταν όλη η ζωή σου γεμάτη από το φως το πνευματικό και από την ομορφιά του λόγου και της ψυχής που αναζητούσες με κάθε σου κείμενο.
Αναρτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2020