Ύστερα από την συνέντευξη που είχα κάνει για τους σοφούς μου φίλους μοναχούς του Αγίου Όρους, μου ζητήθηκε να γραψω τις πρωτοχρονιάτικες ευχές για το περιοδικό τους “Πεμπτουσία”
Οι γέροντες ιερομόναχοι διάβασαν το βιβλίο μου “Πήραν την Πόλη, πήραν την” και το αγάπησαν. Γιατί, ουσιαστικά, το Άγιο Όρος και τα μοναστήρια του είναι ένα ζωντανό κομμάτι του Βυζαντίου που συνεχίζει, από πνευματικούς δρόμους, την ύπαρξή του, έξω από το αίμα, έξω από την ύλη του κόσμου, συνεχίζει να υπάρχει στη δική του Αχωρήτου Χώρα, στο Άδηλο και στο Άρρητο, πιο βαθιά, στο Μυστήριο το ανεξιχνίαστο, στον θρύλο ακόμα, που κρατά ακοίμητο τον σπαρασσόμενο, από τότε, Ελληνισμό.
Κύριε Νίκο Κόιο, σας ευχαριστώ, είναι τιμή μου:
Αποχαιρετάμε τη χρονιά που πέρασε, αλλά και μετράμε τις λαβωματιές. Ένας κόσμος χτυπημένος από όλες τις μορφές του Κακού. Από αυτή την ασίγαστη εμμονή του Κακού. Κι από τα βάθη του είναι μας φέτος η ευχή μας να γίνει προσ-ευχή: Το Νέο Φως, που ανατέλλει με τον Καινούριο Χρόνο, αυτό το εξ’ ύψους Ανατολήν, ας φέρει την Επί Γης Ειρήνη στον χειμαζόμενο άνθρωπο του 2019! Στον τρομαγμένο σημερινό άνθρωπο που μένει ολοένα και πιο ανοχύρωτος, πιο μόνος πιο αβοήθητος.
Κι από τις πληγές που μετράμε κάθε χρόνο σαν σήμερα, από αυτή τη γνώση της αιώνιας Αδικίας και του Κακού, ας γίνουμε λίγο καλύτεροι ως άνθρωποι, λίγο πιο σοφοί. Η σκέψη πως όλοι είμαστε παγιδευμένοι μέσα στο ίδιο κοσμικό πεπρωμένο, πως και η πιο τρανή δύναμη εξουσίας ή πλούτου ή αλαζονείας βρίσκεται μια ανάσα πριν από το Αιφνίδιο, ας ευμενίσει τα σκοτάδια που τύλιξαν τη ζωή μας.
“Εγεννήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος” είπε ο ψαλμωδός.
Και ίσως να το είπε σε μια στιγμή σαν αυτές που βιώνει ο σημερινός άνθρωπος ο προδομένος από τον ίδιο τον πολιτισμό του.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και τα όνειρα γίνονται πιο ανήσυχα, οι προσδοκίες πιο αβέβαιες. Οι ευχές μας πιο μετερίζι πιο άμυνα.
Κι εγώ σκέφτομαι την περσινή μου ποίηση, όταν μου χάρισαν την Αίθουσα οι πατριώτες μου στη Λήμνο και ήθελα να πω ευχαριστώ:
Έτσι σε πήρα κι έφυγα
πατρίδα από σμαράγδι
κι από εικόνισμα παλαιό
μνήμες της νιότης μου ακοίμητες
και προσευχή της μάνας
Έτσι σε πήρα και ψηλά
στη σκέψη μου σε κρέμασα
μικρή λευκή εκκλησιά
να ευωδιάζει ο χρόνος
θυμάρι και ακόνιζα.
Να ευωδιάζει ο χρόνος μας θυμάρι και ακόνιζα!
Αυτή είναι η πιο όμορφη ευχή!
Ενάντια στη δύναμη του Κακού. Ενάντια στα σκοτάδια.
Πάντα σαν σήμερα, θυμάμαι τα λόγια του Μικρασιάτη πατέρα μου του πρόσφυγα του ιεροψάλτη, που όλο το βιος του ήταν οι ψαλμοί και οι μνήμες των παιδικών του χρόνων στα μοναστήρια της Ιωνίας. Πολλές φορές μου είχε πει την ίδια λαϊκή παροιμία:
“Μην καταριέσαι τα σκοτάδια, άναψε ένα κερί!”
Είτε πιστεύεις είτε δεν πιστεύεις, άναψε ένα κερί στο πιο ταπεινό εκκλησάκι ή καταμεσής στη σκέψη σου. Το σκοτάδι φοβάται και το ελάχιστο Φως!
Λοιπόν, αποχαιρετάμε τον Χρόνο που σε λίγες ώρες θα φύγει. Και μαζί, αποχαιρετάμε τα πρόσωπα τα αγαπημένα μας που έφυγαν. Έφυγαν. Όμως σήμερα, θα είναι ανάμεσά μας, στο γιορτινό τραπέζι. Κι αν μακρύνεις λίγο την όρασή σου, θα τα δεις να μας χαμογελούν από την άλλη άκρη του χρόνου.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Αναρτήθηκε στο περιοδικό του Αγίου όρους Πεμπτουσία, τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς 2019