Κανείς δεν ήξερε για την καρδιά του
δυο αιώνες τώρα στενάζει μέσα στην πέτρα
κι ο χρόνος πάνω της γράφει την ιστορία του κόσμου
τα γράμματα όλο και πιο ακατάληπτα
πιο οργισμένα
Και τις νύχτες του έρημου σεληνόφωτου
έρχεται ο Καβαλάρης
τα μάτια του ροές του ανέμουέρχεται μ’ ένα κοντύλι στο χέρι
να γράψει το ποίημα που δεν πρόφτασε
μα το αίμα χλωρόΠού είστε ορέ Ψυχές της Ρούμελης;
Μήπως εκάματε κι εσείς Hotel τη λέξη Ελευθερία;Θέλω να βγω στο ξέφωτο
να περπατήσω μαζί σας
εκεί όπου η Μνήμη ακόμα ιερή
φωτίζει λόγγους και βουνά τις νύχτες
Όταν οι σκοτωμένοι περπατούν μονάχοι
σαν όρθιες ερημιές που ζώνονται το ασήμι τους
γιατί τ’ άρματα κοιμούνται στα μουσεία
και ψιθυρίζουν λόγια μιας λευτεριάς
που ’γινε ακατάληπτη με τον καιρό.Δεν με χωράει η ιστορία αυτή
με τον επαίσχυντο οβολό στο χέρι
δεν καταδέχομαι την ιστορία που γράφεται με οβολό
Εγώ είμαι ο Ποιητής
έδωσα την καρδιά μου στην Ιδέα
και καρδιά ζητώΠού είστε σύντροφοι της Ρούμελης και του Μωριά
θέλω να έρθω να σας βρω μαζί να περπατήσουμε
στις πιο αψηλές κορφές
όλος ο κόσμος να ιδεί πως
οι Ψυχές αψήλωσαν με τον καιρό
πως δεν απόθαναν μωρέ
δεν αποθάναμε ποτέ
Και ίσως καιρός να γράψουμε εμείς την Ιστορία
απ’ την αρχή.“
Έτσι ο Ποιητής μονάχος
με το γυμνό του χέρι ενάντια στον καιρό
είναι η αλήθεια έξω από την ιστορία
εκεί όπου μόνο οι Ψυχές αγρυπνούν
Ακατάδεχτες.Κι αν τύχει και βρεθείς νύχτα του φεγγαριού
στη γη της Ρούμελης
ακούς πατημασιές και λόγια ακατάληπτα
έτσι όπως μόνο ο ποιητής
τη γλώσσα των βουνών και των θεών
της αστραπής τη γλώσσα
και του αίματος μιλεί
της αλήθειας που ’μεινε έξω απ’ τον χρόνο των θνητώνΓιατί ο Ποιητής γράφει την ιστορία του κόσμου.
Δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων 2020
με γενικό θέμα: 1821, Λογοτεχνία και Επανάσταση