“ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΟΠΟΥ ΠΑΣ…
Οι λέξεις λιώνουν στα χείλη του κι η φωνή του ποτέ δεν ήταν πιο τρυφερή και αρρενωπή μαζί, μια φωνή υδάτινη, ερωτική, που βγαίνει βαθιά από τις παλίρροιες της κοσμικής μνήμης, βαθιά από τους ωκεανούς της κοσμικής αδιαφορίας. Λιώνουν στα χείλη του Κωνσταντίνου οι λέξεις εύθρυπτες, απορρυθμίζουν την τάξη του ήχου, την τάξη των αναλογιών που συνθέτουν τη μελωδία, φτάνουν στην πριν από τον ήχο αταξία του κόσμου, στην πριν από την αρμονία εξουσία του χάους. Και το τραγούδι τώρα αντηχεί αναρχικό και εξαίσιο, πονεμένο και εγερτικό, κλάμα και θρίαμβος μαζί, ερωτικό κάλεσμα και νόστος. Κι ένας αντίλαλος υγρός, ερημικός, το γυρίζει πάνω από τους κύκλους των νερών και το φέρνει πίσω στον Φοίβο που είναι εκεί, ακουμπισμένος στην πελεκημένη ασπριδερή πέτρα, και παίζει με παραφορά την επτάχορδη ορφική λύρα, σαν μεθυσμένος από τον πόνο και τον πόθο, από το αδύνατο.
Τον βλέπει που χάνεται μέσα στο σκοτεινό πέρασμα. Λίγες στιγμές το σώμα του σχηματίζει μια λευκή άλω, καθώς σκίζει το έρεβος στα δυο να περάσει. Το χέρι σηκωμένο σ’ έναν ύστατο αποχαιρετισμό. Κι ύστερα χάνεται.
Χάνεται, χάνεται ο Κωνσταντίνος.
Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι. Φθόγγοι υγροί, ερωτικοί, πονεμένοι, ποιος είσαι, ξένε, και πού πας; μοναχικός ταξιδευτής στο άσπρο μονοπάτι”.
Αυτό το τόσο προσφιλές στην ψυχή μου μυθιστόρημα είναι ό,τι πιο ιερό έχω γράψει. Και ίσως ποτέ δεν θα μάθω από ποια μονοπάτια πέρασε μέσα μου για να γραφτεί.