Άσε με, του λέω, δεν τέλειωσα ακόμα… δεν βλέπεις;
Και ποιος δεν πέρασε ξυστά από τον θάνατο. Ποιος δεν τον άγγιξε ποιος δεν γδάρθηκε πάνω του. “Άσε με, του λες, δεν τέλειωσα ακόμα, δεν βλέπεις;”
Και στη σκέψη μου ο “κύριος Καθηγητής” από το θεατρικό μου “Το Γυάλινο Κιβώτιο”. Για δες που μου έμελλε να ζήσω η ίδια να υποδυθώ τον θεατρικό ρόλο του “Καθηγητή μου”, που τον έγραψα στο Παρίσι, σε πλήρη νεότητα και παλμό ζωής.
Λοιπόν, ο κύριος Καθηγητής ήξερε πως τελείωσε ο χρόνος της ζωής του και έπρεπε να τα μαζεύει γιατί κάθε τόσο πήγαιναν να τον πάρουν. Όμως εκείνος κάθε φορά τους έλεγε πως έγραφε μια πραγματεία και δεν τέλειωσε, “δεν τέλειωσα ακόμα, ξέρετε, μου λείπουν κάποιες λεπτομέρειες και πρέπει να ψάξω να τις βρω, καταλαβαίνετε… πρέπει να ψάξω επειγόντως…” Κι αυτοί, “θα ξαναπεράσουμε”, του έλεγαν και έφευγαν.
Είναι το θεατρικό έργο που αγάπησε ο Samuel Beckett. Σε όλα του τα γράμματα μου έγραφε να του στείλω ένα θεατρικό μου. Και κάποια στιγμή τόλμησα και του έστειλα αυτό. Και τόσο πολύ του άρεσε. Το είχε στείλει ευθύς στον Jean-Louis Barrault να το ανεβάσει, μου είχε γράψει. Όμως τότε εγώ δεν ενδιαφέρθηκα. Ήμουν αλλού βυθισμένη. Στις 23 Οκτωβρίου 1979, το γράμμα του.
Σήμερα χαίρομαι που το γράφω αυτό. Μπορεί και να έχω ανάγκη να πάρω αξία από αυτό. Γιατί όταν φτάνεις σε κάποια όρια ζωής και θανάτου, σου βγαίνουν μόνο τα σημαντικά. Κι αυτό ήταν σημαντικό για μένα. Για να μπορώ να ξεχνώ όλους εκείνους, τους κατά καιρούς έχοντες την εξουσία της καρέκλας στα Γράμματά μας, να τους ξεχνώ για την αβρότητα της απόρριψης. Χρόνια τώρα αυτή η αβρότητα.
“Κι ο θάνατος κρυμμένος πίσω απ’ το αγιόκλημα…” έγραφα στη νεανική μου ποίηση. “Α, θάνατε, που ξαγρυπνάς με τον γενναίο του κόσμου”.
Ο s.o.s γιατρός να επιμένει δίπλα μου πως πρέπει να βιαστώ, πως επειγόντως πρέπει να πάω σε νοσοκομείο. Κι εγώ να σκέφτομαι το αγιόκλημα όπου “κρυμμένος μας παραμονεύει ο θάνατος” από την πρώτη μας νεότητα. Κι ο στίχος του Ελύτη στη σκέψη μου “πέφτοντας η ζωή μου / ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου…” έτσι να περπατώ λέει σ’ ένα δρομάκο αγαπημένο και να ψιχαλίζει και να λέω τον στίχο του Ελύτη.
Α, ποιητή, ευλογημένος να είσαι!
Και ο s.o.s γιατρός να φωνάζει τώρα, “δεν έχουμε καιρό, καλώ το ασθενοφόρο…”
Μια στιγμή, του λέω, μια στιγμή. Έχω ανάγκη να δω τη λέξη γέρασα, γερνώ, γερνάω. Εκεί είμαι. Τι κακόηχη λέξη, θεέ μου. Μεγάλωσα. Μεγάλωσα και ομόρφυνα! “Με γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω…” Ο Ελύτης δεν φοβήθηκε τη λέξη γηρατειά.
Γερνώ λοιπόν, γερνάω, κάθε μέρα και πιο βαθιά, σκέφτομαι, γερνώ με ηδυπάθεια, θα έλεγα, έτσι με αγάπη, έτσι ωραία, φορώ ρούχα φαρδιά, χαχόλικα, και λίγο παλιά να φεγγίζουν την ψυχή μου, να βλέπω τι γίνεται. Ρούχα φαρδιά λοιπόν, να μη με στενεύει ο χρόνος. Να χωράει και λίγη ποίηση από τις χαραμάδες.
“Τηλεφωνώ σε όποιο νοσοκομείο εφημερεύει, σας λέω, δεν έχουμε καιρό… πρέπει επειγόντως…” Ο s.o.s γιατρός σε απόγνωση. Και συνέρχομαι. Νοσοκομείο; Και δημόσιο;
Στη σκέψη μου κάποιες θλιβερές εμπειρίες από διαδρόμους νοσοκομείων με τον άνθρωπό μου να λιποθυμά στον ώμο μου και κανείς. Τρομάζω. Κι ο Τοσοδούλης μου, από το παιδικό που μόλις κυκλοφόρησε, φωνάζει μέσα στα αυτιά μου, να το ακούσω “Α πα πα, αυτός ο πλανήτης δεν είναι για μας…”
Και ψάχνω. Οι ιδιωτικές κλινικές. Αυτές οι λαμπερές. Ψάχνω. Ρωτώ. Όχι, δεν προφταίνω να πουλήσω το σπίτι μου για να πληρώσω, απόψε δεν προφταίνω, και οι τρεις Τοτό μου οι τοσοδούληδες, όλοι μαζί τώρα φωνάζουν μέσα στα αυτιά μου “Α πα πα, κι αυτός κι αυτός ο πλανήτης δεν είναι για μας…” Και ούτε πλησίασαν τον μαγικό τους ουρανοκουβά. Κι εγώ να ονειρεύομαι πως είμαι μέσα κι ανεβαίνω στ’ αστέρια.
Όμως ο s.o.s δεν μ’ αφήνει, παίρνει κιόλας τηλέφωνο. Μια στιγμή, του λέω. Και τηλεφωνώ στην πιο κοντινή στο σπίτι μου κλινική, ελάτε όσο πιο γρήγορα γίνεται, τους λέω.
Κάποιοι φίλοι με βρήκαν και στην κλινική ακόμα. Φίλοι και αναγνώστες. Έμαθα τι σημαίνει φιλία. Τι σημαίνει η αγάπη του αναγνώστη που φώτισε την ψυχή του από τα βιβλία σου. Όταν ρώτησα μία αναγνώστρια. φίλη σήμερα πια αγαπημένη, την ρώτησα γιατί το κάνει αυτό, γιατί ήρθε δίπλα μου και έμεινε σε όλες τις δύσκολες στιγμές, όλες τις μέρες, μου απάντησε: “Για όσα μου έδωσαν τα βιβλία σας. Με αυτά μεγάλωσα τα παιδιά μου, με αυτά έγινα ένας ευτυχισμένος άνθρωπος”.
Τι άλλο να θέλω από τη ζωή. Τώρα ας γιατρέψει λίγο τις πληγές από το αιφνίδιο αυτό “χτύπημα” που με βρήκε κατάστηθα. Να μπορώ να συνεχίσω να γράφω και να σκέφτομαι. Αυτό μόνον.
Να είστε όλοι καλά, φίλοι μου. Σε λίγο βγαίνει και “Ο Άγγελος της Στάχτης”.
Δώρο ακριβό του Αγγέλου μου, από τις εκδόσεις Πατάκη. Και ποτέ μην ξεχνάτε: Η ζωή μας είναι μια μόνο στιγμή πριν από το Αιφνίδιο.
Γι’ αυτό, κρατάτε γερά!
Αναρτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2019, ημέρα που βγήκα από την κλινική.