Πορφυρίου μοναχού θρήνος
Από το Ημερολόγιο της Άλωσης: Πήραν την Πόλη, πήραν την
Απόσπασμα απο το μυθιστόρημα
Σαν κρύσταλλο θαμπό το πρωινό εκείνο, το τελευταίο της Βασιλεύουσας. Αρώματα των κήπων και υγρές πνοές του Βοσπόρου και θαλασσοπούλια στους τρούλους της. Γλυκά, σαν επίδεσμοι ετύλιγαν τα πληγωμένα μέλη της οι αιωρούμενες δέσμες της πρωινής καταχνιάς, να μην ακούγεται το ψυχορράγημά της. Το άλλο ξημέρωμα θα την έβρισκε σκοτωμένη ανάμεσα στα λουλούδια της, σπαραγμένη σαν άνοιξη επάνω στον σταυρό της.
Προχωρώ κι εγώ ανάμεσα στο πλήθος που θρηνεί, στην πάνδημη λιτανεία της Πόλης, όπου άρχοντες και λαός και στρατιώτες ενωμένοι δέονται με δάκρυα στα μάτια, Κύριε ελέησον, σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι οι εχθροί μου, Ρύσαι με εκ των καταδιωκόντων με… Ρύσαι με… ρύσαι με εξ αιμάτων, ο θεός, ο θεός μου…
Σφίγγω τον Κωνσταντίνο μου στην αγκαλιά μου και δέομαι. Η Ελένη δίπλα μου, με το πρόσωπό της αυλακωμένο από το αίμα των δακρύων.
(…)
Η τελευταία λειτουργία στην Αγια-Σοφιά
Βραδιάζει στη Βασιλεύουσα
Βραδιάζει, βραδιάζει στη σπαραγμένη Βασιλεύουσα, την ψυχορραγούσα. Βραδιάζει στην Κωνσταντίνου Πόλη τη θεοφύλακτη. Βραδιάζει στην αγωνία των μελλοθανάτων. Και όλα μοιάζουνε κρυστάλλινα πίσω από τις αστείρευτες δακρυρροές. Κοιτάζω τον ματωμένο ορίζοντα και ριγώ, το τελευταίο λυκόφως, λέω, και το μάτι μου στρέφει αχόρταγο, αγκαλιάζει τη θρακική πεδιάδα και κατρακυλά βιαστικό στη Θάλασσα του Μαρμαρά και στα μαλαματένια νερά του Βοσπόρου, που ταξιδεύουνε τους ποντοπόρους μύθους της φυλής μου και στο πληγωμένο Χρυσοκέρας.
Αύριο… λέω πάλι και ριγώ, αύριο…
Οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμα.
567 χρόνους μετά, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού
Επειδή στη Μνήμη απάνω δεν πιάνει ο χρόνος ο επίπεδος