Από το Ημερολόγιο της Άλωσης
Πήραν την Πόλη, πήραν την…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:
Το είχαμε γνωρίσει το μπριγκαντίνι με τα μαύρα πανιά και παγώσαμε. Ήτανε αυτό που στις 3 Μαΐου έφυγε από την αλυσίδα, γλίστρησε αθόρυβα μέσα στη νύχτα, να πάει να ανταμώσει τον στόλο της Δύσης στο αρχιπέλαγος, να πει του ναύαρχου Λορεδάνου να έρθει γρήγορα… να βιαστεί, γιατί κρατάμε ακόμα.
Μια σιωπή βαριά, παγωμένη, έπεσε ανάμεσά μας. Μόνον ο Ιουστινιάνης χτύπησε τη γροθιά του στην πέτρα. Ήτανε χλομός και το σώμα του το ατσάλινο έτρεμε από θυμό και πόνο.
«Δεν υπάρχει στόλος… δεν υπάρχει… οι ηγεμόνες της Δύσης εγκατέλειψαν τη Βασιλεύουσα και τον λαό της, μας εγκατέλειψαν…” φώναξε με τη βροντερή φωνή του, να τον ακούσουνε τα άδεια πέλαγα, να τον ακούσει η Γαληνοτάτη Κυβέρνηση της Βενετιάς και να ντραπεί, να τον ακούσει η πατρίδα του η Γένοβα και να τρομάξει τον θυμό της Ιστορίας.
(…)
Οι καμπάνες χτυπούσανε πένθιμες.
Τώρα και ο λαός είχε επιλέξει τον δρόμο του μαρτυρίου, τον δρόμο της ύστατης αγωνίας. Θα αγωνιζότανε δίπλα μας, θα στεκότανε ορθός, θα ακύρωνε τον θάνατο με τη θυσία του. Ο λαός, αυτός ο υπερήφανος και βασανισμένος, έπαιρνε τη δική του απόφαση να τραβήξει τον δρόμο του Γολγοθά τον ακάνθινο. Και η απόφασή του αυτή τον μεγάλυνε. Και δεν ήξερε τότε ακόμα, δεν έμαθε ίσως ποτέ, πως έτσι καταργούσε τον θάνατό του – γιατί ο μάρτυρας δεν πεθαίνει, δεν τον αγγίζει ο θάνατος. Και μπήκε ολόσωμος, με τα φτυάρια και τις αξίνες στο χέρι, χώρεσε στο ίδιο πάνθεο των ηρώων, αυτό που πανίσχυρο ταξιδεύει στον θρύλο και στον μύθο, στα ψηλά οροπέδια των καιρών, αυτά που καταυγάζουνε τους χλομούς διαδρόμους της ανθρώπινης ιστορίας.
Εκείνη την κατάπικρη ημέρα, έκλαψαν και οι πιο γενναίοι. Ήτανε ο όρκος τους αυτός. Γιατί τα δάκρυα του γενναίου είναι όρκος. Τα δάκρυα που κύλησαν στα ηλιοκαμένα τραχιά πρόσωπά τους, που μύριζαν κεραυνό. Ήτανε ο όρκος της θυσίας. Και η αποδοχή του μαρτυρίου.
(…)
Κι ύστερα, αργά την ίδια μέρα – Τετάρτη πικρή
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο τελευταίος μαρτυρικός αυτοκράτορας του Βυζαντίου, είπε στους πρέσβεις του Μεχμέτ, όταν αυτός του μήνυσε να παραδώσει την Πόλη του:
«Την Πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν
ταύτη· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου
φεισόμεθα της ζωής ημών».
Ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού, 567 χρόνους μετά.
Στον ίδιο σταυρικό Μάη