Η κυρία ΣΥΡΑΝΟΥΣ, μια αρχόντισσα της Λήμνου
από την ματωμένη Αρμενία
Κοιτάζω το διάφανο πρόσωπο της με τα καθαρά μάτια, κοιτάζω τα λαβωμένα χέρια της που σφιχτά κρατούν πάντα ένα βιβλίο. Χέρια με κινήσεις αργές σαν φτερούγες γερακίνας που τις τσάκισε ο χρόνος. Κοιτάζω το αδύνατο σώμα της πάνω στο πεντακάθαρο κρεβάτι όπου καθηλωμένη εδώ και χρόνια. Όμως δεν κλαίω. Γιατί εκείνη μου χαμογελά. Μια ζωή χαμογελάει το ευγενικό πρόσωπό της.
Είναι η κυρία Συρανούς Βαρτεβανιάν, η γλυκιά αρχόντισσα της Λήμνου. Η υποδειγματική σύζυγος του αείμνηστου Αντρανίκ, η άξια Μάνα, η σιωπηλή αγωνίστρια στα μικρά και στα μεγάλα του πολύμοχθου βίου.
Παιδάκι δώδεκα χρονών είχε έρθει εδώ με την οικογένειά της από την ματωμένη Αρμενία.
Και έγινε η ευγενική αρχόντισσα που έμαθε γράμματα και μια ζωή ανάδινε την αύρα του πολιτισμού της.
Χρόνια φύλαγα στην καρδιά μου τις ατέλειωτες διηγήσεις της για εκείνους τους διωγμούς της αγριότητας και της ντροπής και ήταν τότε μόνο πέντε χρονών. Ένα παιδί στην πιο καθαρή αθωότητά του που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τους ξερίζωναν να τους πάνε στα βάθη της Ανατολίας σε τόπους άγονους και άξενους να χαθούν. Όμως εκείνοι πάλι γύριζαν πίσω στο σπίτι τους. Και πάλι τους έδιωχναν. Ώσπου το 1922, μαζί με τους Έλληνες της Μικρασίας , τους ανάγκασαν να πάρουν τον δρόμο τον μεγάλο που οδηγεί στο άγνωστο. Χρόνια φύλαγα στη μνήμη μου τις διηγήσεις της, πώς ο δρόμος εκείνος ο μεγάλος ήταν γεμάτος από ανθρώπους κατατρεγμένους και εξαθλιωμένους. Χρόνια δεν μπορούσα να τα αγγίξω όλα αυτά, δεν τολμούσα. Ήταν η ντροπή της Ιστορίας.
Της Ιστορίας του Ανθρώπου.
Και όταν, πριν από λίγες μέρες, άκουσα τον σημαντικό Πρόεδρο της Αμερικής να μιλά με τόσο σεβασμό για εκείνη την Γενοκτονία, για εκείνη την ντροπή της Ιστορίας, αναδύθηκαν από την ψυχή μου οι διηγήσεις της κυρίας Συρανούς. Αλλά μαζί και όλα όσα παρόμοια βίωσα με τον πρόσφυγα πατέρα μου, που χρόνια ατέλειωτα μου διηγόταν και εκείνος την άλλη “Γενοκτονία” του Ελληνισμού της Μικρασίας. Την άλλη ντροπή της Ανθρώπινης Ιστορίας.
Κι ακόμα, η Μνήμη μού έφερε ένα συμβάν που συγκλονιστικά το βίωσα η ίδια, καλεσμένη από τους Ποντίους της Πτολεμαϊδας. Γιατί και οι Πόντιοι περιμένουν με την ίδια αγωνία να δικαιωθεί επίσημα και η δική τους “Γενοκτονία”.
Λίγο χώμα από την πατρίδα τους, τον Πόντο:
Ήταν στις 29 Μαΐου του 2000, επέτειος της Αλώσεως, που με είχαν καλέσει οι Πόντιοι της Πτολεμαϊδας, σε μια εκδήλωση με τίτλο: “Η προσφυγιά τιμά την συγγραφέα της” να μιλήσω για το βιβλίο μου “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, για εκείνον τον σταυρικό Μάη, που έγινε η αφετηρία για όλα τα δεινά που ακολούθησαν για τον Ελληνισμό αλλά και για τον εκεί χριστιανικό κόσμο έως τις μέρες μας.
Όταν ο Μικρασιάτης πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, έχοντας ζήσει την κάθε στιγμή του βίου του μέσα σε μιαν αγιάτρευτη νοσταλγία εκείνης της πατρίδας, εκείνου του ιερού σπιτιού της παιδικής ηλικίας, έτσι ρομαντικός και ονειροπόλος, κάθε πρωί να μου φέρνει ένα άσπρο τριαντάφυλλο από την αναρριχώμενη τριανταφυλλιά μας για να μου πει πως: Εκεί, στην “πατρίδα” τα τριαντάφυλλα ήταν πιο λαμπερά, στην ουσία για να πει το όνομα της, τη λέξη “πατρίδα”. Λοιπόν, όταν ο κυρ Κλεόβουλος ο ιεροψάλτης, που στα τεφτέρια του, στο μικρό μαγαζάκι που είχε στην αγορά, αντί για τα “βερεσέδια” του έγραφε ψαλμούς και περικοπές από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη , όταν έφυγε από τη ζωή τού έγραψα, να τον κατευοδώσω, ένα μικρό ελάχιστο βιβλίο που το είπα “Σπίτι μου της Μικρασίας” — καθώς είχε γίνει και δικό μου το σπίτι εκείνο, τόσο να μου μιλά γι’ αυτό.
Και το μικρό αυτό βιβλιαράκι, πολλοί Πόντιοι το είχαν στα εικονίσματά τους, μου είπαν. Και όταν διάβασσν κάποιες περικοπές, έκλαψαν και οι πέτρες ακόμα μαζί με τους χίλιους ή και δυο χιλιάδες Ποντίους που είχαν κατεβεί στην εκδήλωση. Πόσο έκλαψα κι εγώ, όταν έβγαλαν να μου προσφέρουν σαν δώρο μια φούχτα χώμα από τη Γη τους, δεμένη σε ύφασμα κόκκινο του αίματος, που ακόμα το φυλάγω στα πολύτιμα μου. Και είμαι έτοιμη ξανά να κλάψω, γιατί και η δική τους Γενοκτονία και εκείνη του πατέρα μου, στο βάθος όλες μαζί κάνουν ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΗ ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΩΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ. Γιατί δεν τελειώνουν στην τότε Εξόντωση, αλλά εσαεί κυλούν μέσα στη δική μας ζωή, στη δική μας ψυχή, παιδιά των παιδιών των ξεριζωμένων, καθορίζουν μέχρι σήμερα τη μοίρα μας.
Έγραφα στο μικρό εκείνο βιβλίο “Σπίτι μου της Μικρασίας”:
“Εκείνοι που βίωσαν εκεί την εγκοσμιότητα τους, από τον Εμπεδοκλή έως τον πάππο μου, αποτελούν σε βάθος μια Ελλάδα αδιαίρετη και απόρθητη. Γιατί η ψυχή και το πνεύμα, η βίωση του Λόγου ως κοσμικής έκφρασης δεν εκπορθούνται που σημαίνει δεν εκπατρίζονται”.
“Δεν έχω από σένα παρά τη γη όπου κοιμάται ο πατέρας μου. Η πορεία της ζωής του
ολόκληρη δεν ήταν παρά μια “επιστροφή” του στη Γη σου.
Δεν ξέρω από σένα παρά τις μνήμες του, μέσα από έναν ήλιο κάθετο πάνω στην πέτρα σου,
όπου παλιρροεί ο χρόνος στις πηγές σου, Σπίτι μου της Μικρασίας.
Μέσα από τούτη την πληγή της μνήμης, μέσα από τούτη την παλιρροή γεννήθηκα”.
Αγαπημένη μου κυρία Συρανούς
Με πήγες μακριά, στις δικές μου πληγές. Όμως σήμερα το αφιέρωμα είναι για Σένα, και για την πρωτοκόρη σου την Βαρτουή, την αγαπημένη φίλη μου μιας ζωής, που είχε την δική σου ευγένεια και την δική σου σοφία. Γλυκιές αύρες να φέρουν έως εσάς την αγάπη μας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Λήμνος, Μάιος, 2021