ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Μάρτιο του 1996, έφυγε με το δικό του πλεούμενο το “βρεγμένο στην πανσέληνο”, να πάει εκεί όπου:
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός
κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα
Τι θα έλεγε άραγε με τη λαμπερή του διάνοια, αν σήμερα ζούσε, τι θα έλεγε για τα βάσανα που, επί μια δεκαετία, αλύπητα παίδεψαν τον τόπο μας, αλλά και για τούτη την απρόσμενη συμφορά του λιλιπούτειου “δράκοντα” που έπεσε στον πλανήτη μας. Τι θα έλεγε άραγε.
Και πόσο θα μας βοηθούσε ο καθαρός γεμάτος Ελλάδα λόγος του.
Γιατί ήταν εκείνος ο μεγάλος Ποιητής που αγάπησε τον τόπο του από τα τρίσβαθα του πολιτισμού του έως το καμαράκι με τα μπλε παράθυρα και την κληματαριά για να φτιάχνει ξανά και ξανά την Ελλάδα με “μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι!”
Σήμερα κατάλαβα γιατί, όταν φεύγει ένας αληθινά μεγάλος ποιητής, σαν τον Ελύτη, μια τόσο λαμπερή και διορατική διάνοια, λέμε πως γινόμαστε φτωχοί. Σήμερα μου λείπει αυτό που εκείνος θα έλεγε για τα όσα βάναυσα ζούμε. Και δεν εννοώ μόνο τα πολιτικά προβλήματα και τα χτυπήματα που δεχτήκαμε ως πολίτες μιας κοινωνίας που επί δέκα χρόνια χειμαζόταν από τη βαθιά κρίση, αλλά και για τούτη ‘δω την ανεπάντηχη συμφορά που μας βρήκε. Για τούτη τη συνεχιζόμενη “εμμονή της αδικίας και του κακού” ‘οπως την είπε ο T.S.Eliot.
Όμως ας σταθώ στη μεγάλη του ποίηση που έχει τη δύναμη να υπερβαίνει.
Θα ‘ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες πού και πού θ’ ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η ΄Οξω Πέτρα μεσ’ από τη μαυρίλα
Θ’ αρχίσει να αναδύεται
Ας ευχηθούμε, με τη δύναμη της ποίησης, “μεσ’ από τη μαυρίλα” της ζωής μας, μια καινούρια λυκαύγεια να αναδυθεί.
Η Οξώπετρα της Αστυπάλαιας, που χρόνια πριν, πριν εκδοθεί το βιβλίο, μου είχε μιλήσει για την ποίησή του αυτή και την ονόμαζε τότε ακόμα «Τα τρία Μυστικά της Οξώπετρας», ήταν ο εαυτός του ο βυθισμένος στο Άγνωστο. Ομοίωση του ποιητή, που θα αναδυθεί από τα σκοτεινά βάθη της ψυχής ο εαυτός του ο άγνωστος, θα του αποκαλυφθεί.
Στα «Ελεγεία της Οξώπετρας» είναι κατάγυμνη η ψυχή του σαν την ώρα της Αποκάλυψης.
«Και μόνο η σκέψη σου μου’ καψε όλα το χειρόγραφα», θα πει, βιώνοντας το πυρπολημένο τοπίο ή τον πυρπολημένο από τα χρόνια και την αναζήτηση εαυτό του.
«Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω», λέει.
Η άγνωστη ψυχή του, που την είπε φωνή ποιητική και την έκαμε «δεύτερη φύση του». Αυτή που για χάρη της έμεινε για λίγο μέσα του “Μισανοιχτό το Ακοίταχτο». Αυτή η κάποτε «επίσημη ξένη» των νεανικών «Προσανατολισμών» του.
Μόνον μια τόσο δυνατή ενόραση, ένας τόσο αληθινά μεγάλος ποιητής, θα μπορούσε να δώσει με τέτοιους πελεκημένους στίχους το υπερβατικό τοπίο, αυτό όπου τώρα περπατάει με την ψυχή ξυπόλητη και με τον στίχο του στα χείλη:
Ροές της θάλασσας και σεις των άστρων μασκρινές
επιρροές — παρασταθείτε μου!
Μια καλημέρα σε όλους γεμάτη με “ροές” ελπίδας!