Το έργο γράφτηκε στο Παρίσι την άνοιξη του 1967, όταν η Μ.Λ.Π. βρισκόταν εκεί με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, και ήταν μια προσωπική αντίσταση και διαμαρτυρία ενάντια στο καθεστώς της δικτακτορίας που μόλις είχε χτυπήσει. Η συγγραφέας ήθελε να δώσει την εικόνα ενός Κρέοντα – Τυράννου, που δεν μπορεί να αντέξει στις μέρες μας και καταρρέει, όχι από τη συντριβή της Ύβρης που διέπραξε, αλλά γιατί ήταν ένα ασήμαντο “ανθρωπάκι”, συμβατικό και απομυθοποιημένο. Έτσι, το έργο δεν μπορουσε να υπάρξει παρά μόνο μέσα από την εμπειρία του Αδύνατου. Η Αντιγόνη βάδιζε σ’ενα δρόμο απελπισμένο, μονάχη και διαψευσμένη. Το έργο εκφράζει την αδυνατότητα της τραγωδίας που είναι, πιστεύω, μια άλλη όψη του τραγικού, αυτή που ζει ο σύγχρονος άνθρωπος διαψευσμένος και απομυθοποιημένος – απρόσωπος και μόνος.
Με εισήγηση της καθηγήτριας Δραματολογίας Rhoda Kaufman, το έργο Αντιγόνη Ή Νοσταλγία της Τραγωδίας παρουσιάστηκε στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Hayward της Καλιφόρνιας, σε διεύθυνση και σκηνοθεσία του καθηγητή Σκηνοθεσίας Edgardo De La Cruz, και σε μετάφραση Μίνωα Πόθου, τον Φεβρουάριο του 1996. Την παράσταση του έργου πλαισίωσαν σεμινάρια και ομιλίες της Μ.Λ.Π. προς τους φοιτητές και το κοινό. Επίσης παράλληλα με την παράσταση, οργανώθηκε μια εβδομάδα “Ελληνικού Πολιτισμού”.
Αντιγόνη Ή Νοσταλγία της Τραγωδίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Hayward (Πρόγραμμα)
Παλιότερα, το 1971, η Αντιγόνη μεταφρασμένη στα Φλαμανδικά από τον σκηνοθέτη Berten De Bells, παρουσιάστηκε με δική του σκηνοθεσία στο ημικρατικό θέατρο Kelderteater Malpertuis του Φλαμανδικού Βελγίου. Παρουσιάστηκε επίσης από το Ραδιόφωνο της ΕΡΤ, τον Νοέμβριο του 1980 με την Μάγια Λυμπεροπούλου στον ομώνυμο ρόλο. Τον Ιούνιο του 1996, το θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών παρουσίασε μέρος του έργου σε μια παράσταση με τον γενικό τίτλο “Μετά τον μύθο”. Αποσπάσματα του έργου παρουσιάστηκαν στην Σουδία, το Μάρτιο του 1996, στο Kristofferskan, Στοκχόλμη, σε μετάφραση του Ingemar Rhedin και με μάσκες που φιλοτέχνησε η Lisa Kjellgren.
Εισαγωγικό σημείωμα του 1967
Θα ήθελα να ονομάσω το έργο τούτο Νοσταλγία της Τραγωδίας, τοποθετημένο σε μια εποχή όπου η τραγωδία έχασε κάθε νόημα και μεγαλείο που της έδινε η Ύβρη και η Υπέρβαση, αυτή η δύναμη της πάλης με το πεπρωμένο, μια εποχή απομυθοποιημένη. Κι ότι απόμεινε “τραγικό” είναι ακριβώς το πιο ανίκανο και αδύναμο να εκφραστεί τραγικά. Όμως, αυτή η ίδια η “ανικανότητα” των προσώπων να ζήσουν μια τραγωδία μπορεί, στ’ αλήθεια να είναι η πιο τραγική μορφή μιας αξιολύπητα χαμένης συνείδησης ενός άλλου καιρού και ενός άλλου χώρου. Η συνειδησιακή απώλεια των αρχετύπων του μύθου. Σκέφτομαι ακόμα πως μπορεί η ίδια η απουσία όλων εκείνων των τραγικών στοιχείων, που έκαναν τα πρόσωπα ωραία, την στιγμή ακριβώς που τίποτα πια δεν μπορούσε να τα σώσει, να είναι η πιο τραγική μοίρα του καιρού μας. Τούτο περίπου θέλω να δώσω με την Αντιγόνη. Ανήμπορα να είναι τα τραγικά τα πρόσωπα στο δικό μας καιρό, συναντούν την δική τους “τραγική μοίρα”, την στιγμή ακριβώς που συνειδητοποιούν πόσο είναι κακόμοιρα, γυμνά, αξιολύπητα. Η μικρή Αντιγόνη νοσταλγεί να είναι “όμορφη και μεγάλη” απόψε. Την ομορφιά και την μεγαλοσύνη που μόνο η πράξη και η συνείδηση η τραγική δίνουν. “Ποιός ξέρει αν θα τα καταφέρω!” λέει η ίδια στην αρχή, μεθυσμένη ακόμα απ’ τη μυρουδιά της γης, που θα σκάψουν σε λίγο τα χέρια της για να θάψουν τον αγαπημένο της νεκρό, κι απ’ τον ίλιγγο της θυσίας. Χωρίς να ξέρει ακόμα πως την περιμένει ένας τόσο “άσχημος” θάνατος. Διαψευσμένη απ’ ότι ωραίο και μεγάλο πίστεψε, θα νιώσει ξαφνικά μόνη, μικρή, αδύναμη. Και ανήμπορη να παραδεχτεί πως αυτά ακόμα τα αξιολύπητα πρόσωπα γύρω της είναι ότι απέμεινε από την απογύμνωση της αλήθειας – από την απομυθοποίηση των δικών μας καιρών – θα τραβήξει τον δρόμο της, περήφανη ωστόσο. Με εκείνη την περηφάνια των νικημένων. “Να πεθαίνεις από ασχήμια, γιατί δεν μπορείς να κάνεις όμορφο ότι αγαπάς… Είναι φριχτό, φριχτό…”, θα πει στο τέλος. Και ωστόσο, μέσα στην άρνησή της, μέσα στο πείσμα της και στο όμορφο μεθύσι της κρύβεται όλος ο παλμός και όλη η νοσταλγία, όλο το πάθος και η δίψα μιας, στ’ αλήθεια μεγάλης και όμορφης τραγικής Αντιγόνης
Παρίσι, άνοιξη 1967
Speech for the International Woman’s Playwright Conference, in Athens
Συνέντευξη στην Έλενα Χουζούρη, το 1973, μετά το Παρίσι
Κριτικές
Επιστολή του θεατρολόγου συγγραφέα Bernard Dort ο οποίος γράφει τα εξής για το θεατρικό:
Αγαπώ πολύ αυτήν την Αντιγόνη. Είναι ένα έργο ώριμο και στέρεο. Αγαπώ προπαντός το λόγο, που είναι απλός και πυκνός. Εδώ είναι πραγματικά η δική σας φωνή που ακούγεται, πέρα από απηχήσεις και επιδράσεις. Αυτή η Αντιγόνη προξενεί βαθύτατη συγκίνηση. Είναι ένα αληθινό θεατρικό έργο και όχι μια δοκιμή στη θεατρική τέχνη.
(…) Βρίσκω επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την κεντρική ιδέα: Αυτή η Αντιγόνη στην οποία αρνούνται τη δυνατότητα να είναι τραγική και συγχρόνως ανακαλύπτουν σ’ αυτήν την τραγική Αντιγόνη. Αυτό μου φαίνεται μια παραλλαγή πολύ μοντέρνα και πολύ ακριβής στο θέμα. Μαρτυρά με βεβαιότητα έναν αληθινό θεατρικό συγγραφέα.
Edgardo De La Cruz, καθηγητής σκηνοθεσίας του πανεπιστημίου Hayward της Καλιφόρνιας:
Είναι τιμή για ένα σκηνοθέτη να ανεβάσει αυτό το έργο. Η δημιουργία της παράστασης δοκιμάζει τα όρια και τις ικανότητές μας να αναδείξουμε τις ποιητικές εικόνες και τις εντάσεις του κειμένου, να βρούμε τις θεατρικές ισορροπίες που θα μπορέσουν να δημιουργήσουν ζωντανές και εκπλήσσουσες εμπειρίες στο κοινό.
(…) Αυτή η παραγωγή αποτίει φόρο τιμής στα υψηλά εκείνα ιδεώδη της ανθρωπότητας που ονειρεύονται έναν κόσμο πιο ανθρώπινα γενναίο και πιο νοηματικό.
(Από το πρόγραμμα της παράστασης, Φεβρ. 1996)
Rhoda Kaufman καθηγήτρια Λογοτεχνίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Hayward στην Καλιφόρνια:
Στο έργο του Σοφοκλή, ο Κρέων, ο οποίος είναι βασιλιάς της Θήβας, δίνει εντολή να παραμείνει άταφο το πτώμα του αδελφού της Αντιγόνης, του Πολυνίκη ώστε να καταβροχθιστεί από σκύλους και αρπακτικά πουλιά. Εκείνη την εποχή, ήταν μεγάλη ασέβεια να μην θαφτεί. Η Αντιγόνη, υπακούοντας στον νόμο της συνείδησης, έθαψε τον αγαπημένο της αδελφό, γνωρίζοντας ότι το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει για την πράξη της ήταν θάνατος. Για την κ. Λαμπαδαρίδου Πόθου, η Αντιγόνη του Σοφοκλή αποτελούσε το ιδανικό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αντίστασης εναντίον ενός άδικου νόμου. Η Αντιγόνη είχε τη δύναμη να απορρίψει αυτόν τον νόμο, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τον τύραννο. Ο θάνατός της, το τίμημα της πράξης της, θα της έδινε το μεγαλείο μιας τραγικής ηρωίδας.
(…) Έτσι η κα Λαμπαδαρίδου Πόθου θέλησε με το έργο της να δείξει την παράλογη φύση της σύγχρονης τυραννίας, να απεικονίσει μια Χορωδία του λαού που είχε αυτογνωσία, έτοιμη να απορρίψει παράλογες αρχές με βάση την παράλογη εξουσία.
(…) Αυτή η σύγχρονη Αντιγόνη της Μαρίας Λαμπανταρίδου Πόθου είναι μεθυσμένη από το θάνατο και την κληρονομιά της δικής της μοίρας ως τραγική ηρωίδα. Στον κόσμο της, ωστόσο, οι θεοί είναι κουρασμένοι και το βασιλικό παλάτι είναι μια μάζα ερειπίων. Ο Creon είναι μια παλιά, νοσταλγική φιγούρα, όχι άκαμπτη, αλλά πρόθυμη να συμβιβαστεί.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο από το A woman of Lemnos