«Η οικονομική επιστήμη, όπως διδάσκεται και νοείται, υστερεί σημαντικά έναντι της πραγματικότητας». Ο αφορισμός προέρχεται από το πρόσφατο βιβλίο του Galbraith, Τα οικονομικά της αθώας απάτης (2004)1. Στις πραγματείες του, που θα αποκαλούσαμε φιλοσοφία της οικονομίας, ο μεγάλος Αμερικανός οικονομολόγος αποδομεί την επιστήμη που διακονεί και ασκεί κριτική στην οικονομική πολιτική της χώρας του. Στο τέταρτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο απατηλός κόσμος της εργασίας», αναφέρεται σε έναν από τους δασκάλους του, τον Thorstein Veblen, ιδρυτή της Θεσμικής Σχολής, ο οποίος θεωρεί φυσιολογική την αεργία των πλουσίων. Το σημαντικό θέμα για τον Veblen δεν είναι η οκνηρία ή η κοινωνική αδικία, αλλά με τι απασχολούνται οι πλούσιοι στον ελεύθερο χρόνο τους2.
Η λογοτεχνία, απατηλή εικόνα της απατηλής πραγματικότητας, αφομοιώνει με τον δικό της μοναδικό τρόπο, διαφορετικό σε κάθε περίπτωση, οικονομικές και αισθητικές θεωρίες, για να μας δώσει πρόσωπα που θα μείνουν ζωντανά στη μνήμη μας. Ο Henry James, στα μυθιστορήματά του, αναπαριστά το βίο ευπατριδών που ζουν από κληρονομημένα εισοδήματα. Χαρακτηριστικό είναι το έργο του Το πορτρέτο μιας κυρίας (1881). Η Ισαβέλλα, η κυρία του τίτλου, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αμερική και να ταξιδέψει στην Ευρώπη, για να γνωρίσει κοσμοπολίτικους πολιτισμούς. Στην Αγγλία, ο εξάδελφός της Ραλφ ζητά από τον ετοιμοθάνατο πατέρα του να της αφήσει τη μισή του περιουσία, με το σκεπτικό πως ό,τι απέμενε ήταν υπεραρκετό για τον ίδιο. Η ευγένεια της ψυχής του ξεπερνά κάθε φαντασία στην εποχή μας. Ο δημιουργός της Ισαβέλλας, γενναιόδωρος και ο ίδιος, της χαρίζει, εκτός από ευγένεια και ομορφιά, μια σημαντική περιουσία, που της επιτρέπει να ζει άνετα και να ταξιδεύει. Ο Veblen, πιθανότατα, αντλεί τη θεωρία του από την ίδια κοινωνία που ο Henry James αναπαριστά στα μυθιστορήματά του.
Οι ήρωες της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, όσο πλούσιοι και αν είναι, όσο και αν έχουν το χάρισμα να επικοινωνούν με το αόρατο, παραμένουν πάντα άνθρωποι της δικής μας εποχής. Ευφυείς και δραστήριοι, σπουδάζουν, εργάζονται, ασχολούνται με την τέχνη, την επιστήμη, αλλά και με επιχειρήσεις, ενώ έχουν συχνά έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή κοντά τους και το διαδίκτυο στη διάθεσή τους. Και μόλις αρχίσουν να νιώθουν ότι η επιτυχία τους έχει ολοκληρωθεί, τότε αντιλαμβάνονται ότι είναι οι εκλεκτοί της μοίρας. Παράδειγμα ο Φοίβος, εμπνευσμένος μουσικοσυνθέτης, συνειδητοποιεί ότι: «Η ζωή τού έχει χαρίσει πλουσιοπάροχα τα δώρα της. Δημιουργία, δόξα, χρήματα, αγάπη»3. Βοηθά τον Νεκρό Αδελφό του δημοτικού τραγουδιού να ξαναγυρίσει στη ζωή ύστερα από μια χιλιετία και στη διαδικασία βιώνει ο ίδιος την ελληνική παράδοση. Κοινά στοιχεία των εκλεκτών, ένα μαγικό κτήμα, που είτε το κληρονόμησαν είτε το αγόρασαν παρορμητικά, και μια μεγάλη περιουσία, που τους επιτρέπει να ζήσουν το όνειρο (ή τον εφιάλτη) της μετάβασης σε ένα άλλο σύμπαν, χωρίς αντιπερισπασμούς, από τη στιγμή που δέχονται το κάλεσμα.
Το πρώτο της μυθιστόρημα με τελετουργική γραφή φέρει τον τίτλο Με τη λάμπα θυέλλης (1993), και τόσο η λάμπα όσο και η θύελλα είναι σημαντικά σύμβολα. Η λάμπα είναι, κατά τη γνώμη μας, ο ίδιος ο άνθρωπος: το φως του μπορεί να μείνει ζωντανό όσες θύελλες και αν συναντήσει, ενώ η θύελλα σηματοδοτεί όλα όσα θα αντιμετωπίσει από τη στιγμή που θα αποδεχθεί την πρόκληση. Ο Σαμουήλ προέρχεται από πλούσια οικογένεια, αλλά γίνεται, με τις προσωπικές του ικανότητες, ακόμα πιο πλούσιος, μολονότι δεν εκτιμά τα πλούτη: «Μπορεί και να έγινε πλούσιος μόνο και μόνο γιατί [η γυναίκα του] τον ταπείνωνε»4. Κατά τη διάρκεια μιας κρουαζιέρας, είδε το «μαγικό» κτήμα και το αγόρασε, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Στον Άγγελο της Στάχτης (2001), ο Φοίβος μεγαλώνει σε φτωχική συνοικία της Αθήνας και εξελίσσεται σε βραβευμένο μουσικοσυνθέτη του κινηματογράφου, ο οποίος ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Καθώς γυρίζει με τους συνεργάτες του μια ταινία στην Ελλάδα, γοητεύεται από ένα κτήμα με πέτρινο σπίτι, και το αγοράζει πάραυτα, σαν να ήταν όλα προδιαγεγραμμένα. Τις τυπικές διαδικασίες φροντίζουν ο δικηγόρος του και ένας αρχιτέκτονας, τους οποίους αμείβει γενναιόδωρα. Όταν αποφασίζει να εγκατασταθεί εκεί, πληροφορείται ότι ο ταξιτζής που τον οδηγεί στο πέτρινο σπίτι έχει σπουδάσει δύο χρόνια μαγειρική. Όλες οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας, επομένως, βρίσκουν (ή έχουν βρει από τα βάθη του χρόνου) τη λύση τους.
Ο Νάρκισσος, επιτυχημένος ψυχίατρος, είναι ο ήρωας στον Ιερό Ποταμό (2003). Αν και μεγάλωσε ορφανός, σπούδασε σε κολέγιο, γιατί, όπως ανακαλύπτει αργότερα, «ο παππούς Ευριπίδης πλήρωνε για κείνον»5. Επιστρέφει στον τόπο της παιδικής του ηλικίας, για να πουλήσει το κτήμα που κληρονόμησε. Έτσι τουλάχιστον νομίζει. Η εξήγηση του παππού γιατί επέλεξε εκείνον να του αφήσει την περιουσία του είναι λιτή και σιβυλλική: «Είσαι ο εκλεκτός» (σ. 16). Ο μικρός τότε Νάρκισσος δεν μπόρεσε να καταλάβει. Το κτήμα διασχίζει ένας ποταμός, ξηραμένος προ πολλού, και δεν είναι άλλος από τον αρχαίο ποταμό Ιέρω, που έχει τις ρίζες του στον Άδη. Μια σειρά από γεγονότα που ο ήρωας δεν μπορεί να ελέγξει δείχνουν ότι η προσωπική του ζωή και η προσωπική του θέληση ήταν ενταγμένες μέσα σε ένα συμπαντικό σχέδιο. Η ύπαρξή του ξεκίνησε την εποχή των μυθολογικών χρόνων, του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, και συνέχισε με τους μάρτυρες της χριστιανικής θρησκείας: ο τόπος κρατά τις θρησκείες που άνθισαν πάνω στο χώμα του μέσα στους αιώνες.
Στα τρία μυθιστορήματα που αναφέραμε, οι επιλεγμένοι, μαζί με το χάρισμα, δέχθηκαν μια σπουδαία περιουσία, για να επιβιώσουν στον σύγχρονο κόσμο: πρέπει να έχουν την άνεση να αφοσιωθούν στο αόρατο, στο ιερό. Έχουμε εδώ συνδυασμό πεπρωμένου και χρήματος, πνεύματος και ύλης, που συμβολίζονται επίσης με το σώμα και το πνεύμα των ηρώων. Στο Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες (1995), η Ρω είναι φτωχή, αγοράζει μάλιστα με δάνειο το πατρικό της σπίτι που πουλιέται6. Μετά το κάλεσμα, παύει να συγκινείται από τα πλούτη του Αλέξανδρου (σ. 143). Εντούτοις, «κτήμα», δεν είναι ούτε το δικό της φτωχικό ούτε το αρχοντικό του Αλέξανδρου. Ιερός τόπος είναι ο λόφος πάνω στον οποίο είναι χτισμένο το μοναστήρι που έκρυβε τους αντιστασιακούς στην Κατοχή. Παραλλαγή του ίδιου θέματος παρουσιάζει επίσης Η Έκτη Σφραγίδα (1999): η Αδριανή είναι πλούσια, αλλά ο τόπος δεν της ανήκει. Όπως στον Ιερό Ποταμό, είναι αυτός που «στεγάζει» τις δύο θρησκείες της ελληνικής ιστορίας.
Σε πολλά έργα της Λαμπαδαρίδου το χρήμα ρέει «σαν βρύση που την ξέχασαν ανοιχτή» (Με τη λάμπα θυέλλης: 17). Η αντίδραση του κάθε προσώπου στον πλούτο είναι ανάλογη με τη θέση που κατέχει στην κλίμακα της τελετουργίας. Οι μη εκλεκτοί δεν γνωρίζουν «ποτέ κανένα άλλο πάθος έξω από το φθόνο και το χρήμα» (Σώμα θυμήσου: 17): η Βεατρίκη αγόρασε τον Αλέξανδρο με τα λεφτά της (σ. 131), και συγκεκριμένα με τα προδοτικά αργύρια που ο πατέρας της πήρε από τους Γκεσταπίτες (σ. 179).
Η Περσεφόνη οργίζεται όταν αντιλαμβάνεται ότι ο Νάρκισσος ήρθε για να πουλήσει το κτήμα (Ο Ιερός Ποταμός: 57). Στην ιερή γη οι αγοραπωλησίες δεν έχουν θέση. Ο κόσμος της μύησης δεν μεταφράζεται σε χρήμα. Ωστόσο, οι εκλεκτοί έχουν μια ανθρώπινη σχέση μαζί του. Όταν ο ήρωας αποδέχεται το πεπρωμένο του, εξηγεί στους εργάτες πόσα χρήματα διαθέτει για να ξαναχτίσει το βυζαντινό παρεκκλήσι (σ. 202). Στη σκέψη ότι αυτό που κάνει μπορεί να είναι θυσία, απαντά με τη φωνή του αφηγητή: «Ποια θυσία; [] Εκείνο που θυσίαζε ήταν κάποια αζήτητα περισσεύματα στις τράπεζες» (Ιερός Ποταμός: 205). Και στη Λάμπα θυέλλης, όταν ο Σαμουήλ βλέπει τα χρήματά του στο όνομα της γυναίκας του και του υπαλλήλου του, το μόνο που κάνει είναι να αφήσει το βιβλιάριο ανοιχτό, για να δουν ότι ξέρει (σ. 229).
Η Αδριανή αναρωτιέται τι ήταν ο τόπος για τον άντρα της. «Πέτρες και χώματα και ερημιά. [] Και δεν έβλεπε την ψυχή που έκρυβε»7. Όπως συμβαίνει συχνά στον τόπο μας, αξιοποιώ το χώρο μπορεί να σημαίνει καταστρέφω την ιερή του υπόσταση, σκοτώνω την ιστορία του. Αξιοποιώ σημαίνει επεκτείνω τις επιχειρήσεις μου. Και ενώ η Αδριανή είχε δώσει εντολή στους νέους δικηγόρους της να ξεσκεπάσουν τις οικονομικές ατασθαλίες των δικών της (σ. 239), λίγο αργότερα, όταν παλεύει να σώσει τον τόπο, αρνείται να μιλήσει για χρήματα. Ο πρώην δικηγόρος της θα χρησιμοποιήσει συγκινησιακό λόγο για να τη μεταπείσει. Ωστόσο, εκείνη ξέρει ότι το χρήμα σημαίνει συμφέρον και όχι συγκίνηση για τον εκπρόσωπο του Μαμωνά, που δεν την ξεγελά πλέον (σσ. 245-246). Οι ήρωες της Λαμπαδαρίδου όσο περισσότερο ζουν το υπερβατικό τόσο καλύτερα εντάσσονται στην εποχή τους.
Δεν λείπει, επίσης, η αρχαία ελληνική αντιμετώπιση του χρήματος. Κατά την αριστοτελική αντίληψη της οικονομίας, το χρήμα δεν πρέπει να ελέγχει τον άνθρωπο8. Για τους μυημένους, τα πλούτη έχουν αξία μόνο αν βελτιώνουν την ποιότητα της πνευματικής ζωής, αν δημιουργούν τις συνθήκες για να γνωρίσουμε τα μυστήρια του σύμπαντος. Στο Παρίσι ο Φοίβος παραγγέλλει «το πιο ακριβό κρασί», για να υποδεχθεί τον Κωνσταντίνο στην καρδιά τού σύγχρονου πολιτισμού, ενώ θαυμάζει «το ακριβό ρούχο του από μαύρο μετάξι» (Ο Άγγελος της Στάχτης: 307). Ο επιτυχημένος μουσικοσυνθέτης είχε προ πολλού αντιληφθεί ότι η μεγάλη επιτυχία στην Τέχνη δεν σημαίνει πλούτη ή δόξα, αλλά αρμονία του εσωτερικού κόσμου (σ. 28).
Η διαφορά ανάμεσα στον μυημένο και τον αμύητο φαίνεται στην περίπτωση του Σαμουήλ. Όταν βλέπει πρώτη φορά το κτήμα, νιώθει μια περίεργη επιθυμία να το αγοράσει. Πληροφορείται ότι ο ιδιοκτήτης του έχει μεγάλη ανάγκη. «Ρώτησε πόσα θέλει και του έδωσε τα μισά» (Με τη λάμπα θυέλλης: 14). Αργότερα, νομίζοντας ότι θα πεθάνει, ύστερα από λανθασμένη διάγνωση, πηγαίνει να μείνει στο νησί:
Σηκώθηκε απάνω έντρομος. Έψαξε στην τσέπη του αδιάβροχου. Είχε ξεχάσει να πάρει χρήματα μαζί του. Ξαφνικά, δεν του χρειάζονταν.
Ευτυχώς βρήκε ένα καρνέ επιταγών. (σ. 23)
Για μια στιγμή έχουμε την αίσθηση ότι ο αφηγητής με την τελευταία πρόταση αναιρεί όσα μόλις είπε. Σε λίγο αντιλαμβανόμαστε ότι χρειαζόταν μια επιταγή για να δώσει τα άλλα μισά στον Θαλασσινό, τον πρώην ιδιοκτήτη. «Ξαφνικά», του ήταν αδύνατο να παραμείνει επιχειρηματίας, να ζει στην κοινωνία της αγοράς.
Πολύ αργότερα, ο Θαλασσινός θα επανέλθει στο συμβάν, όταν θα βοηθήσει τον Σαμουήλ να βρει ξανά το άγαλμα του θεού, αν και δεν ήταν στις προθέσεις του:
Γιατί το έκανες; ρώτησε. []
Γιατί εκείνη τη νύχτα με τη θύελλα, μου έφερες την επιταγή, είπε και κόμπιασε, όχι για τα χρήματα, όχι, είπε πάλι.
Ο Σαμουήλ χαμογέλασε. Θυμήθηκε που τσαλαβουτούσε στα νερά με τη λάμπα θυέλλης στο χέρι, σαν να έψαχνε για το νόημα (σσ. 289-290)
Εδώ έχουμε ένα παράδειγμα της υπερβατικής ισχύος του χρήματος, αποδεκτή ακόμα και από τους μη μυημένους, φτάνει να μην είναι εχθρικοί στην τελετουργία. Η επιταγή γίνεται σύμβολο συναλλαγής της παλιάς νοοτροπίας με την καινούργια. Ένα στοιχείο καθαρής ύλης ανάγεται σε σύμβολο ηθικής ανόρθωσης.
Εκτός από το χρήμα, το διαδίκτυο παίζει σημαντικό ρόλο σε δύο έργα, στον Άγγελο της Στάχτης και στον Ιερό Ποταμό, συνδέει τον ιερό τόπο με την πραγματικότητα. Ο Φοίβος ανοίγει τον υπολογιστή, κάθε φορά που έχει ανάγκη να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο (Ο Άγγελος της Στάχτης: 28, 63, 500). Το ίδιο και ο Νάρκισσος (Ο Ιερός Ποταμός: 21, 45, 46, 60, 79). Η νέα τεχνολογία κινείται πολύ φυσικά μέσα στο χώρο της μεταφυσικής. Υπάρχουν στιγμές μάλιστα που το όνειρο περιγράφεται χάρη στον υπολογιστή (σ. 69). Σε στιγμές έντασης, ο υπολογιστής λειτουργεί σαν να ήταν αγχολυτικό ή σαν να προστάτευε τον Νάρκισσο από τους νόμους του υπερπέραν. Ο ήρωας μετακινείται από τη μνήμη του παρελθόντος της ανθρωπότητας στη σύγχρονη εποχή. Ξαναζωντανεύει την ελληνική παράδοση: από τη στιγμή που ο Πλούτωνας έδωσε ένα κόκκο ροδιού στην Περσεφόνη για να ξεχάσει τη Γη, μέχρι το delete του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Πέρα από την αισθητική του αξία και την αισθητική συγκίνηση που προκαλεί, το λογοτεχνικό έργο μάς βοηθά να βιώσουμε τα προβλήματα της καθημερινότητας, με ένα παράθυρο πάντα ανοιχτό στο όνειρο. Πριν γίνει μοναχός Αυγουστίνος, ο Ηλίας λάξευε την πέτρα σχεδόν δωρεάν. Όταν ο αδελφός του χρειάστηκε εγχείρηση, τότε αντιλήφθηκε πόσο αφελής ήταν. Εντούτοις, σε λίγο όλα ανατρέπονται ξανά: ένα θαύμα αντικαθιστά την εγχείρηση (Ο Ιερός Ποταμός: 129, 131). Τώρα τα χρήματα είναι περιττά. Έτσι τουλάχιστον νομίζουμε για μια στιγμή. Ξαφνικά, μέσα στο καθιστικό του μοναστηριού, ο Νάρκισσος παίρνει άθελά του την απόφαση και την ανακοινώνει: «Θα ανοικοδομήσω το βυζαντινό παρεκκλήσι!» (σ. 183). Το χρήμα μπορεί να δημιουργεί μια ουτοπική κοινωνία που δεν ταιριάζει με τα ήθη των καιρών, τις απάτες και τις ίντριγκες, αλλά οδηγεί στην επαφή του ανθρώπου με το ιερό. Το χρήμα, όσο βέβηλο και αν είναι, μας δίνει την ευκαιρία να δώσουμε υπόσταση στο ιερό.
Στη φιλοσοφία της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, όλα τα πράγματα έχουν στο βάθος ιερή υπόσταση: το χρήμα παύει να είναι μιαρό, όταν χτίζει βυζαντινούς ναούς.
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Ο Μαργαρίτης Σαμαράς είναι πανεπιστημιακός διδάκτωρ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. John Kenneth Galbraith, Τα οικονομικά της αθώας απάτης. Η αλήθεια για την εποχή μας, μετ. Γιάννης Μελάς, Αθήνα, Λιβάνης, 2006: 45.
2. Στο ίδιο: 53.
3. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Ο Άγγελος της Στάχτης, Αθήνα, Κέδρος, 2001: 43
4. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Με τη λάμπα θυέλλης (1993), Αθήνα, Κέδρος, 2008: 17.
5. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Ο Ιερός Ποταμός, Αθήνα, Πατάκης, 2003: 28.
6. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, Αθήνα, Καλέντης, 1995: 16.
7. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Η Έκτη Σφραγίδα, Αθήνα, Κέδρος, 1999: 66.
8. Πρβλ. Scott Meikle, Η οικονομική σκέψη του Αριστοτέλη, μετ. Άκης Γαβριηλίδης, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000: 93, 95.