Το βιβλίο το έγραψα στη δεκαετία του ’80 “Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης”, ένα βιβλίο σημαδεμένο από το πένθος και το ακατανόητο της ύπαρξης που βίωνα εκείνο τον καιρό. Ήταν η προσωπική μου καταβύθιση μέσα στην αγωνία αυτών των υπαρξιακών ερωτημάτων που με οδήγησαν στην Υπέρβαση και στο Ιερό.
Με τόσο πάθος το έγραψα, με τόση αγωνία να λάβω μία απάντηση από τα βάθη της αβύσσου, που σήμερα αισθάνομαι δέος μπρος στο γεγονός ότι το βιβλίο αυτό θα κυκλοφορή σει ξανά.
Κάποτε έλεγα, τα βιβλία γράφονται στη μοναξιά του χρόνου και στη σιωπή.
Σήμερα λέω, γράφονται στο Άδυτο της ψυχής. Γράφονται πριν μετουσιωθούν σε λόγο. Σ’ εκείνη την ευάλωτη περιοχή που διαισθάνεται και πονεί. Που μεταποιεί σε λόγο το Άδηλο
Ο Σάμουελ Μπέκετ είναι μια διαδρομή της ζωής μου. Με τα βιβλία του και με τη σκέψη του τη σκοτεινή, με την άβυσσο που σκάβει το έργο του, αυτή που την είπε ανυπέρβατη, βγήκα από τις υπαρξιακές μου αναζητήσεις τις νεανικές και μπήκα στην ευθεία του ώριμου πονου. Με αυτή τη σκοτεινή σκέψη του πάντα δίπλα μου και πάντα άγρυπνη, περπάτησα τα δικά μου μονοπάτια, αυτά που με οδήγησαν στο Άδηλο και στο Αθέατο, για να συνειδητοποιήσω πως εκεί ήταν η αλήθεια μου, η σκοτεινή αλήθεια του κόσμου ή η δική μου υπαρξιακή ώρα.
Σήμερα που, από την άκρη του χρόνου, βλέπω τη διαδρομή της ζωής μου, ξέρω πως αυτό το σκοτεινό έργο του Σάμουελ Μπέκετ με βοήθησε να αναδυθώ από τα δικά μου σκοτάδια, να βρω τη δική μου ελληνική έννοια της υπέρβασης, που σημαίνει, τη δική μου αλήθεια.
Στο νέο βιβλίο μου που ετοιμάζεται να εκδοθεί απο τις εκδόσεις Πατάκη, και που είναι η ζωή μου μέσα από τις σελίδες των ημερολογίων που κρατούσα μια ζωή, είδα από μιαν άλλη οπτική, αυτή την περίεργη σχέση μου με τον ασκητικό και απρόσιτο Σάμουελ Μπέκετ. Βρήκα στα παλιά εκείνα ημερολόγια τη συζήτηση όλη που είχα μαζί του. Βρήκα κάποια πρόχειρα σημειώματα από τα γράμματα που του έστελνα. Και είδα πως το ενδιαφέρον του γι’ αυτά που έγραφα, το ενδιαφέρον του να με γνωρίσει και να διαβάσει κάποιο θεατρικό μου έργο, ήταν γιατί, από το πρώτο μου γράμμα που του είχα στείλει, τότε, όταν είχα δει στο Οντεον του Παρισιού το έργο του “Ω οι ωραίες μέρες”, εκείνος είχε δει αυτό που εγώ έβλεπα στο έργο του. Και τουλάχιστο ως τότε κανείς δεν είχε δώσει αυτή τη διάσταση στο έργο του. Την προγεννητική μνήμη. Την σκοτεινή ανάμνηση μιας προγεννητικής περιπλάνησης του πνεύματος.
Σήμερα είμαι σίγουρη πως είχε δει τη διάσταση αυτή που έδινα στο έργο του και στα θεατρικά του πρόσωπα. Και ήταν αυτό που τον ενδιέφερε. Είχα φτάσει στην πηγή της αγωνίας του. Και αυτό τότε ακόμα εγώ δεν το ήξερα. Όμως σήμερα που συνδέω τις μικρές στιγμές αυτής της διαδρομής, λέω πως έτσι ήταν. Γι’ αυτό με καθοδήγησε πολύ διακριτικά να διαβάσω ένα βιβλίο της Πέγκυ Γκιουγκενχάιμ, που μιλούσε για την προγεννητική μνήμη. Γιατί ο ίδιος είχε αναμνήσεις από τις πειπλανήσεις του πνεύματος σε προγεννητικές διαδρομές.
Λέει ο Χαμ, στο τέλος του παιχνιδιού, “αυτό το πνεύμα που έχει κιόλας περιπλανηθεί στην ατέλειωτη νύχτα της αβύσσου…”
Ακόμα, στο βιβλίο μου αυτό των ημερολογίων που ετοιμάζεται στις εκδόσεις Πατάκη, και τους ευγνωμονώ γι’ αυτό (σήμερα πολύ δύσκολα πια βγαίνουν τα βιβλία μας στις σκοτεινές μέρες που μας βρήκαν) λοιπόν, στο βιβλίο μου αυτό, προσπαθώ να θέσω και την ψυχαναλυτική δύναμη του έργου του Μπέκετ. Ήδη σήμερα γίνεται μια προσπάθεια ψυχαναλυτικής προσέγγισης του έργου του σε μια παράλληλη έννοια με αυτή του Φρόυντ. “Μια αυτο-ανάλυση μέσω των κειμένων του, όπως εκείνη του Φρόιντ για τα όνειρα, γράφει ο συγγραφέας Didier Anzieu στο βιβλίο του Beckett et le Psychanaliste. Μόνο που, γράφει ακόμα, η αυτο-ανάλυση του Φρόιντ εξερευνούσε τα πεδία της νεύρωσης. Ενώ του Μπέκετ φέρνει στο φως τις αγωνίες που ταλαιπωρούν τα βάθη, τα θεμέλια της ανθρώπινης προσωπικότητας”.
Και αυτή την ψυχαναλυτική δύναμη του έργου του την είδα πρώτα σε μένα. Πάνω στη δική μου ψυχή. Την είδα σε στιγμές απόλυτου πένθους, όταν αυτό που ήθελα ήταν να διαβάζω μόνο το έργο του Μπέκετ και να περπατώ άνω και κάτω την άβυσσο μία, όπως την είπε ο Ηράκλειτος.
Και, όσο κι αν ήθελα να τα κάψω τα ημερολόγια αυτά, να μη γίνουν ποτέ βιβλίο, σήμερα αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που δεν το έκανα, γιατί αυτά με βοήθησαν να δω διαφορετικά κάποιες έννοιες πάνω στη ζωή, έτσι όπως τις είδε ο Μπέκετ, να δω την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, το ελλιπές της αντίληψης, να δω ακόμα την απόρριψη του ανθρώπου από την ευφυϊα που τον δημιούργησε, να βρω γιατί τα θεατρικά πρόσωπα του Σάμουελ Μπέκετ μοιάζουν με αλήτες, όταν αλήτης είναι ο λόγος του Εμπεδοκλή “και εγώ νυν ειμί φυγάς θεόθεν και αλήτης” και όταν ο αλήτης αυτός έχει την έννοια του περιπλανόμενου εγκόσμια.
Θα τελειώσω με ένα μικρό κείμενο ακόμα από το βιβλίο μου για τον Μπέκετ:
“Κοιτάζοντας σήμερα, ύστερα από τριάντα τέσσερα χρόνια, το βιβλίο μου αυτό για τον Samuel Beckett, αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που μπόρεσα και το έγραψα. Περπάτησα πάνω στην ανυπέρβατη καμπύλη της αβύσσου που γεωγραφεί το μεγάλο έργο του, και μπόρεσα να βρω τις πηγές και τα βαθιά υπαρξιακά κοιτάσματα της αγωνίας του.
Τίποτα δεν θέλησα να αλλάξω.
Τα κείμενα που γράφονται μέσα στο πένθος της ύπαρξης, αναζητώντας ένα ελάχιστο σημάδι από την άλλη αλήθεια, για να σε οδηγήσει σε μια υπέρβαση λυτρωτική, κρατούν μέσα τους και πέρα από τις λέξεις το αφανέρωτο Ιερό.
Μια διάνοια που έλαμψε σαν υπερφυσική στο κοσμικό τοπίο, χαράσσοντας μια τροχιά ανεξίτηλη, σαν εκείνη του άστρου πριν σβήσει.
Και κανείς δεν ξέρει τι κρύβει ο χρόνος. Ήδη, όπως αναφέρω, γίνεται μια ψυχαναλυτική προσέγγιση του έργου του, σε μια παράλληλη οπτική με αυτή του Φρόιντ”.
Γράφτηκε το 2014 και δημοσιεύτηκε στο Fractal, ίσως τον επόμενο χρόνο
Χρησιμοποιήθηκε σε μία ραδιοφωνική συνέντευξη στην ΕΡΤ, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, το 2015