Ένας σημαντικός τόμος με τους ποιητικούς θησαυρούς της παράδοσής μας από τον Όμηρο έως σήμερα είναι το βιβλίο της διαπρεπούς καθηγήτριας του Χάρβαρντ Margaret Alexiou, με τίτλο «Ο Τελετουργικός Θρήνος στην Ελληνική Παράδοση» που εξέδωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης. Η Margaret Alexiou είναι κόρη του μεγάλου φιλέλληνα George Tomson, που το εξίσου σημαντικό βιβλίο του για τον πολιτισμό μας, «Το αειθαλές δέντρο, διαλέξεις και άρθρα για τον ελληνικό πολιτισμό», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1999, με εκτενή και κατατοπιστικό πρόλογο του Χρίστου Αλεξίου που επιμελήθηκε τον τόμο.
Ο Tελετουργικός Θρήνος στην Ελληνική Παράδοση εκδόθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα από το Cambridge University Press, το 1974, με τίτλο The Ritual Lament in Greek Tradition. Με απέραντο μόχθο και αγάπη, που συνάγεται από την ενδελεχή και εμπεριστατωμένη μελέτη των στοιχείων της, αλλά και με ματιά διορατική και ευθύβολη, η συγγραφέας επιχειρεί μια καταβύθιση στο συλλογικό ασυνείδητο, για να ανασύρει την ποίηση και το τελετουργικό στοιχείο με τα οποία συνέδεσε ο άνθρωπος το ταξίδι του θανάτου με το υπερβατικό επέκεινα, το ταξίδι της ψυχής στον Άδη. Γι’ αυτό και, πέρα από τις μαρτυρίες τις γραπτές για τον τελετουργικό θρήνο, μαρτυρίες αρχαίες από τον Όμηρο και τις τραγωδίες, από τα επιτύμβια, από τις μεταγενέστερες πλούσιες μεσαιωνικές πηγές, από το δημοτικό τραγούδι ακόμα αλλά και μαρτυρίες της ζώσας πραγματικότητας, το βιβλίο, καίτοι αυστηρά επιστημονικό, με τομές και αναλύσεις μιας υψηλής διανόησης, συγκινεί βαθύτατα. Συγκινεί ανεξάρτητα από την υψηλή του διανόηση. Γιατί η καταβύθιση στο ομαδικό ασυνείδητο από όπου πηγάζει αυτή η ανάγκη της ποίησης που θα συνοδεύσει τον νεκρό, η ανάγκη του τελετουργικού στοιχείου, μαζί με την επιστημονική αυστηρότητα της έρευνας, έχει και μια βαθιά ανθρώπινη προσέγγιση. H Margaret Alexiou πλησίασε η ίδια, όπως γράφει, ανά την Ελλάδα, τους απλούς ανθρώπους που κρατούν ακόμα ζωντανή την παράδοση του τελετουργικού θρήνου στον τόπο μας, για να βιώσει με προσωπική συμμετοχή τη διαδρομή και εξέλιξη του φαινομένου από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, ως τα μανιάτικα μοιρολόγια και ως την ποίηση των Εγκωμίων στον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής.
Το βιβλίο χωρίζεται σε εννέα κεφάλαια, που συστηματοποιούν την έρευνα της συγγραφέως, ακολουθώντας την κάθετη διαδρομή του χρόνου. Έτσι στο πρώτο κεφάλαιο μιλά για τον τελετουργικό θρήνο στην αρχαιότητα, αρχίζοντας από τον ομηρικό στίχο «μη μ’ άκλαυτον άθαπτον ιών όπισθεν καταλείπειν». Είναι τα λόγια του Ελπήνορα, της ψυχής του από τον Άδη, που τα είπε στον Οδυσσέα όταν κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, και δείχνουν πόσο ο θρήνος και η ταφή αποτελούσαν μια εθιμική υποχρέωση των ζωντανών προς τον νεκρό, το «γέρας θανόντων». Και με διεισδυτική ματιά η συγγραφέας περιδιαβαίνει τον αρχαίο κόσμο, τις τραγωδίες, τον Πλάτωνα, τις μυκηναϊκές λάρνακες, μιλά γι’ αυτό που αποκαλούσαν «πρόθεσις του νεκρού» και για την τελετουργία της νεκρικής πομπής, για τις προσφορές στον τάφο και για τους μεταφυσικούς συμβολισμούς που ισχύουν μέχρι σήμερα, προσφορές λίγο παραλλαγμένες μα από την ίδια αφετηρία του ομαδικού ασυνείδητου εκκινούμενες. Βόστρυχο από τα μαλλιά μαζί με τις χοές, δηλαδή τις σπονδές που γίνονταν με γάλα, μέλι, νερό, κρασί, σέλινο, πελανόν (χοντρό αλεύρι με μέλι και λάδι) και κόλυβα. Κι ύστερα, έρχεται στις μαρτυρίες του λόγου που σώθηκε, για να βρει τη διαδρομή του στον τρισχιλιετή χρόνο, διαδρομή της ψυχής που εκφράστηκε με την ίδια σχεδόν τελετουργία μπρος στο γεγονός του θανάτου και του ταξιδιού στον Άδη, με την ίδια εσωτερική ανάγκη να ευμενίσει με σπονδές και θρήνο τον άγνωστο κόσμο τον απροσπέλαστο. Αυτές της πατημασιές ακολούθησε η συγγραφέας, τα χνάρια που άφησε η ψυχή ανά τους αιώνες πάνω στον πηλό της ζωής, πατημασιές από ποίηση και μεταφυσική ενατένιση.
Προσωπικά έχω έναν ιδιαίτερο δεσμό με το θέμα. Όταν έγραφα το μυθιστόρημά μου «Ο Άγγελος της Στάχτης», έζησα αυτό το τελετουργικό ταξίδι του θανάτου, μέσα από το δημοτικό τραγούδι του «νεκρού αδερφού», τον τελετουργικό θρήνο της ψυχής που βαδίζει τα μουχλιασμένα μονοπάτια του ασφοδελού λειμώνα του Άδη, με την ορφική ποίηση να ζωντανεύει τον θρήνο, «η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι, αλλά δώστε μου να πιω από το δροσερό νερό της Μνημοσύνης», ποίηση που τη βρήκα στις σελίδες του παρόντα τόμου. Αυτό που προσπάθησα να δώσω μυθιστορηματικά, ταυτιζόμενη επώδυνα, πολλές φορές, με τον Κωνσταντή του δημοτικού τραγουδιού, το βρήκα, από τους δρόμους της επιστημονικής έρευνας, στις αναφορές της Margaret Alexiou. Εκείνη έφτασε στα βάθη της συλλογικής ψυχής, εκεί όπου γεννιέται η τελετουργία της ποίησης. Είναι η ίδια ποίηση που από την ορφική δίψα έφτασε παραλλαγμένη αλλά με τον ίδιο τελετουργικό θρήνο στα Εγκώμια του Επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής. Για να βρει και εκεί η σπουδαία ελληνίστρια πως η καταγωγή της μεγάλης εκείνης ποίησης πηγάζει από την ίδια συλλογική μήτρα του ελληνικού ασυνείδητου, πως στον στίχο «ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος», σηματοδοτείται, με μια παρόμοια θρηνητική εικόνα, το αρχαίο κάλλος.
Από την αρχαιότητα η Margaret Alexiou περνά στους βυζαντινούς χρόνους, στον χριστιανισμό, που στους κόλπους του επιβίωσε και εμπλουτίστηκε το τελετουργικό στοιχείο του θρήνου, προσδίδοντας διαφορετικές διαστάσεις στο μεταφυσικό αλλά και τυπολογικό μέρος της έκφρασής του. Με συστηματική μέθοδο έρευνας περιέρχεται τα κείμενα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Γρηγορίου Ναζιανζινού, των εκκλησιαστικών και κοσμικών συγγραφέων της μακραίωνης περιόδου των βυζαντινών χρόνων, των ποιητών, του Ρωμανού του Μελωδού, και αντλεί τα στοιχεία που αναδεικνύουν την τελετουργία του νεκρικού θρήνου, την επιβίωσή του από την αρχαιότητα, την διαφοροποίησή του μέσα από την χριστιανική αντίληψη. Πώς έπλυναν τον νεκρό, πώς τον έντυναν, τον μύρωναν και τον θρηνούσαν με επωδές.
Ακολουθούν τα κεφάλαια: «Ο τελετουργικός θρήνος για θεούς και ήρωες», όπου, μεταξύ άλλων, μιλά για την λατρεία του Άδωνη και του Υάκινθου στην αρχαιότητα, και τις θρηνητικές τελετουργίες που γίνονταν κάθε χρόνο στη μνήμη τους, και για τον θρήνο της Θεοτόκου, στα χριστιανικά χρόνια, για την ταύτισή της με την ανώνυμη μάνα που θρηνεί. Ακολουθεί το κεφάλαιο: «Ιστορικοί θρήνοι για την άλωση ή την καταστροφή πόλεων», και εδώ αναφέρεται με πλούσιο ποιητικό υλικό στην Άλώση της Πόλης, στους θρήνους που ακολούθησαν τον χαμό της. Στη συνέχεια, μιλά για την «ταξινόμηση των αρχαίων και νεότερων θρήνων και των ασμάτων για τους νεκρούς», όπου διαχωρίζει τις έννοιες θρήνος, γόος, κομμός, για να φτάσει στις νέες ορολογίες, στον Επιτάφιο Θρήνο και στο ανακάλεμα του νεκρού, που σημαίνει, στη θρηνώδη αίτηση να εγερθεί από τον τάφο, όπως συμβαίνει με τη μάνα του Κωνσταντή στο τραγούδι του νεκρού αδερφού. Και συνεχίζει το μακρύ ταξίδι της η συγγραφέας μέσα από τις γραπτές μαρτυρίες αλλά και τη ζωντανή παράδοση του τόπου, επισημαίνοντας και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της αναπόφευκτης μεταλλαγής τους από το χρόνο, από την τριβή τους στις εκάστοτε νέες αντιλήψεις των καιρών, τριβή που λειαίνει σαν κοχύλι τις έννοιες και τα δρώμενα. Έτσι φτάνει στα μοιρολόγια ή μυρολόγια, στα τραγούδια της Μοίρας, στα θρηνητικά έθιμα της Μάνης και άλλων ελληνικών περιοχών, στη λαϊκή τελετουργία και τη λαϊκή ποίηση, που κλείνει μέσα της τη δύναμη και τον πολιτισμό τριάμισι χιλιάδων χρόνων. Μιλά για το Χάρο και για την πάλη μαζί του, πώς πέρασε στο ομαδικό ασυνείδητο ο αρχαίος βαρκάρης των ψυχών. Και είναι ενδιαφέρον να βρίσκει κανείς πως ο νεκρώσιμος λόγος του ψαλμωδού «γη ει και εις γην πορεύση» ήταν στην αρχαιότητα «εκ γαίας βλαστών γαία πάλιν γέγονα». Ή το αντίστοιχο του ομηρικού Ελπήνορα, «Άκλαυτος κι αμνημόνευτος στον Άδη τι γυρεύει;»
Ένα σημαντικό βιβλίο για την ελληνική Γραμματεία, που το χαρακτηρίζει όχι μόνο η επιστημονική του πληρότητα αλλά και η ανθρώπινη προσέγγιση στο ποιητικό φαινόμενο του τελετουργικού θρήνου από τον Όμηρο έως τις μέρες μας. Δημιουργική και διαυγής είναι η μετάφραση – αναθεώρηση του αγγλικού κειμένου που έγινε από τους Δ. Ν. Γιατρομανωλάκη και Π. Α. Ροϊλό, που, όπως σημειώνουν στον πρόλογο, στην προσπάθειά τους να αποδώσουν «κατά τον εναργέστερο δυνατό τρόπο το αγγλικό κείμενο», οδηγήθηκαν στις πηγές του βιβλίου, καθώς και στη νεότερη ξένη και ελληνική βιβλιογραφία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Ελευθεροτυπία, 28 Μαΐου 2004