Τις δ’ εσί; Πω δ’ εσί;
Ποιος είσαι; Κι από πού;
Ορφικό
Είναι ο ορφικός στίχος από την αυγή του κόσμου, η πρώτη υπαρξιακή αγωνία που εκφράζεται με ποίηση και απευθύνεται σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα πάνω στη γή. Αφού το οντολογικό πρόβλημα ως αγωνία υπάρξεως έχει μέσα του την παγκοσμιότητα.
Τα θεατρικά πρόσωπα του Σάμουελ Μπέκετ έρχονται στη σκηνή, χωρίς ιστορία, χωρίς ταυτότητα, χωρίς μνήμες. Γι’ αυτό ο Μπέκετ θεωρήθηκε ο προφήτης του αιώνα που ξημέρωσε. Εκείνος έδωσε στο πρόσωπο τη γυμνότητα και την υπαρξιακή του αγωνία, την έννοια μιας παγκοσμιότητας που τη φωτίζει η κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Σίγουρα, η έννοια της παγκοσμιοποίησης, όπως διαμορφώνεται από τις καταιγιστικές εξελίξεις των σύγχρονων κοινωνιών, έχει πολλές διαστάσεις και οπτικές.
Θα προσπαθήσω μια προσέγγιση με άξονα τη φύση της λογοτεχνίας ως αντιστασιακής αλλά και αυτογνωσιακής. Γιατί, όπως πιστεύω, η λογοτεχνία από την ίδια τη φύση της είναι αντιστασιακή και αυτογνωσιακή.
Η ποίηση είναι πράξη αντίστασης ακόμη και όταν είναι ποίηση υπαρξιακή ή μεταφυσική.
Και σίγουρα η λογοτεχνία είναι οικουμενική. Ήταν πάντα. Εκείνο που άλλαξε είναι η μοναξιά του λογοτέχνη. Ή μοναξιά του σημερινού ανθρώπου είναι οικουμενική. Ο καθένας συμμετέχει στο παιζόμενο δράμα της ιστορίας, αυτό που διαδραματίζεται ερήμην μας στην παγκόσμια σκηνή.
Οι έννοιες στον ορισμό της παγκοσμιοποίησης είναι αμφίδρομες. Αυτό που είναι παγκόσμιο είναι και ατομικό.
Είμαστε πολίτες του κόσμου, όμως πρωτίστως είμαστε πολίτες του τόπου μας, της γης μας. Τη γη τη φέρουμε στο κύτταρό μας μαζί με τον πολιτισμό και τους αιώνες τους χαραγμένους πάνω της. Αυτά δεν μεταποιούνται με εξαγγελίες. Μόνο η λήθη μπορεί να συμβάλει σε μια παγκοσμιοποίηση ισοπεδωτική. Η λήθη και η αλλοτριωμένη προσωπικότητα.
Όσο πιο βαθιές είναι οι ρίζες που έχει κανείς στον τόπο του τόσο πιο παγκόσμιο είναι το έργο του.
Πιστεύω πως ακόμα δεν έχουν διασαφηνιστεί όλες οι διαστάσεις και οι ποιότητες της έννοιας της παγκοσμιοποίησης. Θεωρείται ως μια σαρωτική υπερδύναμη που στοχεύει στη σταδιακή απώλεια της ταυτότητας κυρίως των μικρών χωρών και στην επιβολή νέων αξιών, νέων συμβόλων ζωής, πανομοιότυπων και κατευθυνόμενων.
Και ήδη αυτό το βιώνουμε καθημερινά.
Εδώ και δεκαετίες, πλανιόταν στον αέρα η απειλή πως ο νέος κόσμος που ξημέρωνε θα επέβαλλε νέους θεούς και νέα είδωλα. Ήταν φανερό πως δεν τον χρειαζόταν πια τον ποιητή, τον φιλόσοφο, δεν τον χρειαζόταν τον προφήτη ή τον οραματιστή. Κι αυτό το βιώσαμε ως πραγματικότητα. Μετακινήθηκαν οι αναλογίες. Μίκρυναν τα μεγέθη.
Κι εμείς, ως πολίτες του κόσμου πια, συμμετέχουμε στο δράμα της ιστορίας, αυτό που παίζεται ερήμην μας στην παγκόσμια σκηνή. Αφού η παγκόσμια ειδησεογραφία του αίματος, η αναρχική τεχνολογία, η νέα τάξη τρομοκρατίας, ήρθαν μέσα στο δωμάτιό μας. Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε οι μάρτυρες των δρώμενων, με τη δική του ξεχωριστή αντίληψη και ευαισθησία ο καθένας. Κι από τη στιγμή που το παγκόσμιο αυτό παιζόμενο δράμα γίνεται προσωπικό, συγκινησιακά και υπαρξιακά, συμμετέχουμε στο παιχνίδι μιας ανώτερης εξουσίας, τεχνολογικής, πολιτικής των μεγάλων χωρών, οικονομικής, μιας εξουσίας που τείνει να εξοντώσει την προσωπική ζωή του ατόμου αλλά και την ιδιαίτερη μνήμη του μικρού τόπου, την φυσιογνωμία του.
Είτε το θέλουμε λοιπόν είτε όχι, είμαστε πολίτες του κόσμου. Όμως πρωτίστως είμαστε πολίτες του τόπου μας, της γης μας. Όπως είπα, τη γη την φέρουμε στο κύτταρό μας, τους αιώνες που άφησαν το χάραγμά τους στο αρχέγονο στοιχείο της ψυχής. Και καμιά ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να το μεταποιήσει αυτό. Το είπα και πριν πως μόνον η λήθη και η αλλοτριωμένη προσωπικότητα μπορούν να συμβάλουν στο έργο μιας παγκοσμιοποίησης ισοπεδωτικής.
Όμως εδώ, θέλω να θέσω μια άλλη οπτική. Το παλιρροϊκό αυτό κύμα, που λέγεται παγκοσμιοποίηση, μας έχει ήδη τυλίξει μέσα του, μας έχει συμπαρασύρει. Γι αυτό και θέλω να ορθώσω διαφορετικές άμυνες. Η παγκοσμιοποίηση να ξεκινάει από τον μέσα κόσμο της ψυχής, εκεί που στην ουσία πραγματοποιείται ο έξω κόσμος.
Κι αυτό το κάνει η ποίηση, το κάνει το μυθιστόρημα, το καθαρό λογοτεχνικό έργο. Αυτό που δίνει την κοινή μοίρα. Πρώτη φορά που αισθάνθηκα κάθετα μέσα μου τα υπαρξιακά ερωτήματα πέρα ακόμα κι από τον λόγο, που αισθάνθηκα το πρόσωπό μου να χάνεται μέσα σε μια παγκόσμια μοίρα του ανθρώπου, ήταν όταν βρέθηκα στο Παρίσι ως υπότροφος της γαλλικής κυβέρνησης, και ένα απόγεμα είδα στο θέατρο Οντεόν το έργο του Σάμουελ Μπέκετ Ω οι ωραίες μέρες. Ήταν η πρώτη φορά που εγώ υπήρχα μέσα σε μια παγκόσμια έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης, ταυτισμένη με την απρόσωπη μορφή του έργου, μέσα στο συμβολικό σκηνικό του χρόνου. Το τραγικό εκείνο θεατρικό πρόσωπο, η Ουίννυ, που ξετύλιγε με ασήμαντες λεπτομέρειες το τραγικό νόημα της ύπαρξης, στην απόλυτη μοναξιά του χρόνου, αισθάνθηκα πως μπορεί να ήμουν εγώ ή το κάθε ανθρώπινο πλάσμα πάνω στη γη.
Αυτή η παγκόσμια έννοια της ύπαρξης, έτσι όπως μόνον ένα μεγάλο έργο μπορεί να τη δώσει, είναι μια άλλη παγκοσμιοποίηση, ακλόνητη, από τον Όμηρο ακόμα κι από τον Ορφέα, από την Αντιγόνη και την τραγική διάσταση της ζωής. Σήμερα αναρωτιέται ο μεγάλος διανοητής Τζωρτζ Στάινερ: Γιατί μόνον ο ελληνικός μύθος, αυτός με τα αρχετυπικά πρόσωπα όπως τον εξέφρασαν οι τραγικοί μας ποιητές, κυριάρχησε στη δυτική αντίληψη, στη δυτική φιλοσοφία, στη διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης; Αναζητώντας και ο ίδιος απάντηση σε αυτό το φαινόμενο, διατρέχει όλες τις φιλοσοφικές απόψεις, από τον Αριστοτέλη και τους προσωκρατικούς, έως τον Έγελο και τον Χέγκελ και τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ. Διατρέχει ακόμα τις θεωρίες του Γιουγκ και του Φρόυντ, τις ερμηνείες που έδωσαν στα αρχαία κείμενα. Είναι μια επιστροφή στις ρίζες μας, απαντά ο ίδιος. Μια παλιννόστηση του πνεύματος. Είναι ο επαναπατρισμός, γράφει.
Επαναπατρισμός.
Και τι θα μπορούσε να προσδιορίσει ασφαλέστερα την έννοια μιας πατρίδας από τον λόγο αυτόν του Στάινερ.
Και αν θελήσει κανείς να αναλύσει την εποχή που γέννησε την τραγωδία, τη συνειδησιακή στιγμή που ο άνθρωπος είχε φτάσει στην υψηλότερη αντίληψη της υπάρξεώς του, θα βρει εκεί τα θεμέλια μιας παγκοσμιοποίησης στηριγμένης, όχι στις φολκλορικές ή τις κερδοσκοπικές αντιλήψεις του καιρού μας, αλλά στις βαθιές και απαρασάλευτες αξίες του πνεύματος.
Ποιες σημερινές λοιπόν, «κοινές» αξίες μπορούν να αντιτάξουν οι νέοι καιροί; Ποια σύμβολα; Τη μαντόνα, ας πούμε, τα φαστφουντάδικα, το διεθνές εμπόριο του αίματος και του ανθρώπινου πόνου;
Η σύγκρουση Αντιγόνης – Κρέοντα είναι μέχρι σήμερα το σημείο όλων των συγκρούσεων που υπάρχουν ανάμεσα στον άνθρωπο και στην εξουσία, ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στον άνθρωπο και στη συνείδηση.
Την ιστορία των λαών δεν την διέσωσαν οι ιστορικοί. Την διέσωσαν οι ποιητές. Οι ποιητές γράφουν την ιστορία του κόσμου.
Ο Σοφοκλής έθεσε το θέμα του ανθρώπινου και του θεϊκού νόμου, κι αυτό θα είναι στον αιώνα παγκόσμιο. Το ότι ο Κρέων μιλούσε από τη διάσταση της χρονικότητας και η Αντιγόνη από τη διάσταση της αιωνιότητας, κι αυτό θα είναι στον αιώνα παγκόσμιο, προκαλώντας άπειρες φιλοσοφικές αναλύσεις.
Συμβαίνει να είμαι μελετήτρια του Σάμουελ Μπέκετ. Ύστερα από το έργο του εκείνο που είχα δει και με είχε συγκλονίσει, έγινα μεταφράστριά του, μελετήτριά του. Κι αυτό το έκανα με βαθιά βίωση του έργου του. Θυμάμαι, όταν είχα βγάλει ένα βιβλίο μου με τίτλο «Σάμουελ Μπέκετ – η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης», έλαβα ένα γράμμα από μια αναγνώστρια που μου έλεγε πως το βιβλίο τη βοήθησε να ξεπεράσει μια τραγική απώλεια. Ένα κείμενο θεατρικό, μεταφυσικό, υπαρξιακό, κι εκείνη μου έλεγε πως τη βοήθησε να ξεπεράσει μιαν απώλεια.
Ε, λοιπόν, όταν έγραφα το βιβλίο, εγώ προσπαθούσα να ξεπεράσω μια προσωπική μου απώλεια. Ήταν το κύκλιο, το ημικύκλιο σχήμα της αβύσσου που είχα βρει στο έργο του και που εγώ την περπατούσα άκρη άκρη την άβυσσο εκείνη, για να βγω από τη δική μου. Και κατάλαβα απόλυτα αυτό που μου έγραψε η αναγνώστρια.
Γιατί και το έργο του Μπέκετ – σαν τον αρχαίο μύθο – λειτουργεί με σύμβολα – αυτά που αναγνωρίζει η ψυχή σ’ όποιο σημείο του πλανήτη κι αν βρίσκεται.
Το ποίημα της αγάπης και του Άδη μπορεί να μην τραγουδηθεί ξανά από τα χείλη του Ορφέα. Ο Ορφέας πέθανε πριν από τρεις χιλιάδες διακόσια χρόνια. Το υλικό που πάνω του έγραψε το ποίημα καταστράφηκε. Όμως εγώ σήμερα εδώ προφέρω το λόγο του, δίψη δ’ ειμί αύη και απόλλυμαι, είπε. Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι. Αλλά δότ’ αίψα ψυχρόν ύδωρ προρέον της Μνημοσύνης. Αλλά δώστε μου να πιω το δροσερό νερό της Μνημοσύνης.
Το νερό της Μνημοσύνης ζητά ο Ορφέας, γιατί αυτό θα του δώσει την προϋπαρξιακή του γνώση, θα του δώσει μια αυτογνωσία αρχετυπική.
Μπαίνω στο τρόλεϋ, στο μετρό, οι άνθρωποι είναι βιαστικοί, ψιχαλίζει, κι εγώ σκέφτομαι το στίχο του Ελύτη «Πέφτοντας η ζωή μου – ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου…», λέω το στίχο του.
Ίσως γιατί εκείνη τη στιγμή, με τη βροχή να δυναμώνει και τη μελαγχολία στο τοπίο, ένα κομμάτι από τη ζωή μου πέφτει ανεπίστρεπτα, χάνεται, κι ο ποιητής με κάνει να το δω αυτό.
Τα νεανικά μου χρόνια τα έζησα με την Έρημη Χώρα του ΄Ελιοτ κάτω απ’ το μαξιλάρι μου. «Μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε, πώς να στοχαστούμε», έλεγα το στίχο στα ερημικά βράχια της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Λήμνου, που τότε ήταν ένα ξεχασμένο πάνω στο χάρτη νησί. Και πάλι, «εμείς που ζούσαμε, τώρα πεθαίνουμε με λίγη υπομονή»
Είναι ο λόγος του ποιητή που, σ’ όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκεσαι, σε κάνει να συνειδητοποιείς την ανθρώπινη μοίρα.
Ο Πίνδαρος έχει πεθάνει. Το υλικό που πάνω του έγραψε την ποίησή του έχει καταστραφεί. Όμως κάποια χείλη σήμερα, εδώ ή στην άλλη άκρη του πλανήτη, θα ψιθυρίσουν τη ματαιότητα του κόσμου, « τι δε τις, τι δ’ ου τις, σκιάς όναρ ο άνθρωπος.»
Κι ύστερα, ας πάμε στα πιο απλά. Περπατώ σ’ ένα δρόμο φθινοπωρινό, νωτισμένο από το πρωτοβρόχι, κι αισθάνομαι τα χρόνια να με βαραίνουν. Μια νοσταλγία αόριστη, μια λύπη. Και τότε ακούω ένα τραγουδάκι της ελαφράς μουσικής, που παίζει ρόλο καταλυτικό στην ψυχή μου. Ή πηγαίνω στο σπίτι και διαβάζω ένα τρυφερό αφήγημα, χωρίς να δω ποιος είναι ο συγγραφέας, από ποια χώρα είναι. Όμως αυτό το ελαφρύ, το εφήμερο, εκείνη τη στιγμή, και μ’ εκείνη την ψυχολογία που με διακατέχει, περνά σε άλλες ζώνες της συνείδησης, γίνεται μια υπαρξιακή προσέγγιση της ζωής, σκάβει σε βάθος, ανασύρει θεμελιακές έννοιες. Κι εγώ γίνομαι τότε ένα οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα πάνω στη γη, που ένα τυχαίο τραγούδι ή ένα αφήγημα κύλησε στη συνείδησή μου και το εφήμερο πήρε το σχήμα μιας υπαρξιακής λύπης.
Σίγουρα υπάρχουν άπειρες οπτικές που δίνουν με περισσότερη σαφήνεια την παγκοσμιότητα του λογοτεχνικού έργου. Οι άνθρωποι επικοινωνούν μέσα από τα βιβλία, οι χώρες, οι πολιτισμοί, η ιστορία γίνεται μια διάσταση του παρόντα χρόνου, γνώση και φαντασία, ζωή, η μοναξιά μας θησαυρίζει συγκινήσεις.
Θέλησα να μείνω στην ψυχική διεργασία, αυτή τη βαθιά υπαρξιακή, όπου ένα έργο του πνεύματος, μπορεί να με προκαλέσει αμφισβητώντας την εφημερότητά μου.
Κι ύστερα, τι είναι η ποίηση, η στιγμή της έμπνευσης, από πού πηγάζει αυτή η ασίγαστη οραματική λάμψη που την είπαν δημιουργία; Αυτή που μεταπηδώντας, μέσα από το έργο, στην ψυχή του αναγνώστη, θα γίνει μια εξίσου θεϊκή στιγμή;
Αυτές οι στιγμές της λάμψης που κρύβουν ένα βαθύ νόημα, ασύλληπτο, σαν την ίδια την ποίηση ή σαν το ίδιο το νόημα της ζωής το ασύλληπτο, είναι εν τέλει η αγωνία της δημιουργίας. Κι αυτό είναι τόσο παγκόσμιο όσο και απόλυτα προσωπικό. Τόσο αιώνιο όσο μια εφήμερη στιγμή έκστασης.
Όταν διάβασα, χρόνια πριν, το μυθιστόρημα Εκατό χρόνια μοναξιά του Μαρκες, ένα μυθιστόρημα μπεστ σέλλερ επί σειρά ετών, το πρώτο που σκέφθηκα ήταν : πόσες χιλιάδες αναγνώστες σε όλο τον κόσμο κάνουν το ίδιο νοητό ταξίδι μ’ εμένα, προσπαθώντας να φαντασθούν εκείνον τον περίεργο μοναχικό τόπο, τον δύστροπο, που ο Μαρκες τον έφερε στο παγκόσμιο προσκήνιο.
Αισθάνθηκα πως η σκέψη αυτή με συνέδεε με όλους εκείνους τους άγνωστους αναγνώστες μέσα από τις σελίδες του Μαρκές. Πιστεύω πως αυτό ήταν το σημείο που εκείνη τη στιγμή με παγκοσμιοποιούσε.
Μπορεί το μυθιστόρημα να είχε μέσα του, ως δημιούργημα του πνεύματος, την παγκοσμιότητα, όμως εμένα με παγκοσμιοποιούσε το γεγονός ότι αισθανόμουν να με συνδέει με τους χιλιάδες αναγνώστες σ’ όλο τον κόσμο. Δηλαδή, η διαδικασία της σκέψης. Αυτή διαφοροποιεί την έννοια της παγκοσμιοποίησης.
Βέβαια, υπάρχει και η αρνητική πλευρά. Η ισοπεδοτική. Το φασφουντάδικο και η βιομηχανία του αίματος, τα νέα ήθη, η αλαζονεία της βίας, και χίλια άλλα, είναι η κακή πλευρά. Ο Μαρκές και η Αντιγόνη του Σοφοκλή, η έρημη χώρα του Έλιοτ και ο ορφικός λόγος, είναι η ευεργετική. Και το μεγάλο ερώτημα τίθεται: Τι το καλό Τι το κακό; Ένα σημείο, ένα σημείο, λέει ο Ελύτης, και σ’ αυτό επάνω ισορροπείς και υπάρχεις. Κι από κει και πέρα ταραχή και σκότος. Γιατί ο ποιητής είναι και προφήτης.
Την ισορροπία θα βρει ο άνθρωπος της νέας χιλιετίας. Τις νέες άμυνες. Η ροή της ιστορίας δεν γυρίζει πίσω.
Εν οδώ, λεει ο ψαλμωδός. Από τη μέρα που θα γεννηθεί ο άνθρωπος είναι εν οδώ. Με άπειρες διαστάσεις της ερμηνείας. Οντολογικές και ιστορικές.
Όσο για τον συγγραφέα, τον ποιητή στην ευρεία έννοια, θέλω να επαναλάβω αυτό που στην αρχή είπα: Όσο πιο βαθιές είναι οι ρίζες του στον τόπο του, τόσο πιο παγκόσμιο είναι το έργο του. Και ίσως είναι το μοναδικό του όπλο ενάντια στην αλλοτριωτική έννοια της παγκοσμιοποίησης.
Όμως εκτός τούτου, δίνει στον αναγνώστη το ταξίδι του Οδυσσέα. Την περιπλάνηση σε τόπους και πολιτισμούς άγνωστους. Κι όσο η ανθρώπινη ψυχή παραμένει μυθοδίαιτη, το ταξίδι αυτό θα τη μαγεύει αλλά και θα της θυμίζει τη μεγάλη επιστροφή.
Μια επιστροφή που έχει μέσα της την έννοια του «επαναπατρισμού» του Στάινερ. Επιστροφή στις ρίζες. Πνευματικές ή ιστορικές, κοινωνικές, ανθρώπινες.
Εν τέλει, οντολογικές.
Συνέδριο Πανελληνίου Συλλόγου Φιλολόγων Καρδίτσας, γενικό θέμα: Λογοτέχνες και λογοτεχνία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Οκτώβριος, 2003