Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου είναι μια διακεκριμένη σύγχρονη Ελληνίδα συγγραφέας με πολύ πλούσια δημιουργία στην ποίηση, το θέατρο, την πεζογραφία, το δοκίμιο και τη μετάφραση. Οι πολλές διακρίσεις και τα βραβεία που έχει λάβει αποτελούν απόδειξη της αξίας της, αλλά τη μεγαλύτερη απόδειξη τη δίνουν η αγάπη του αναγνωστικού κοινού και η συνεχής κυκλοφορία των βιβλίων της. Και μόνο στην πεζογραφία, που θα με απασχολήσει εδώ, η παραγωγή της είναι ογκώδης και ιδιαίτερα σημαντική. Εκτός από τα έργα της που διαδραματίζονται στη σύγχρονη εποχή, τόλμησε να γράψει πολυσέλιδα ιστορικά μυθιστορήματα, που αναφέρονται σε κορυφαία ιστορικά γεγονότα της ελληνικής και –λόγω της ευρύτητάς τους– θα έλεγα και της ευρωπαϊκής ιστορίας, και εννοώ τους περσικούς πολέμους στην αρχαιότητα και την άλωση της Κωνσταντινούπολης, που σήμανε το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και τη διαμόρφωση μιας νέας ιστορικής και πολιτισμικής περιόδου.
Το να δοκιμάσει κανείς να μιλήσει συνολικά και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρόνο γι’ αυτό το τεράστιο σε έκταση και πολυσχιδές έργο είναι φυσικά αδύνατο. Γι’ αυτό κι επιλέγω ένα βασικό χαρακτηριστικό, που διατρέχει τα γραπτά της και που πιστεύω ότι είναι αποκαλυπτικό και για την ίδια τη συγγραφέα, για τον τρόπο που θεάται τη ζωή. Εννοώ τη μεταφυσική διάσταση, την επεξήγηση δηλαδή της ζωής, του φυσικού κόσμου και των φαινομένων του, μέσω υπερβατικών στοιχείων, την αποδοχή μη εξηγήσιμων πρακτικά θέσεων και φαινομένων, για να δείξω πώς το υπερβατικό στοιχείο δημιουργεί στα έργα της ένα πλατύτερο και πλουσιότερο σύμπαν, όπου το τέλος δεν έρχεται με την ολοκλήρωση της επίγειας ζωής, όπου η δύναμη της ψυχής υπερτερεί έναντι της αδυναμίας της ύλης, όπου το πνεύμα υψώνεται και ταξιδεύει ελεύθερο, σε έναν κόσμο, τέλος, που είναι ο δικός μας αλλά οι διαστάσεις του είναι ευρύτερες, στηριγμένες στην ελπίδα και στην ανάγκη παρηγοριάς.
Πολύ σύντομα θα αναφερθώ στην παρουσία αυτού του στοιχείου σε τρία διαφορετικά μυθιστορήματά της, δύο ιστορικά και ένα σύγχρονο. Το πρώτο που θα με απασχολήσει είναι το Ξύλινο τείχος, μυθιστόρημα που πρωτοεκδόθηκε το 2006 και μόλις επανεκδόθηκε από τις Εκδόσεις Πατάκη. Σε αυτό ένας νέος άνδρας, ο Αλκαμένης, αιχμαλωτίζεται από τους Πέρσες στην πατρίδα του, τη Λήμνο, και καταλήγει ύστερα από περιπέτειες είλωτας στη Σπάρτη. Μέσα από τα μάτια και την αφήγησή του παρακολουθούμε τρεις μεγάλες μάχες των περσικών πολέμων: τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές. Ο ήρωας έχει ανάγκη να κατανοήσει την τραγωδία της ζωής του, τους αλλεπάλληλους άδικους χωρισμούς από όσους αγάπησε, τη σκληρότητα με την οποία έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος. Πρόσωπο φανταστικό που κινείται στο πλευρό μεγάλων ιστορικών προσωπικοτήτων, όπως του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή και του Αισχύλου, αποκτά υπόσταση χάρη στη ζωγραφισμένη με εξαιρετικές λεπτομέρειες εποχή, την περιγραφή της Αθήνας και της Σπάρτης, τη σύγκριση των δύο πολιτευμάτων όχι με τρόπο διδακτικό αλλά μέσα από τη σύγκρουση των διαφορετικών νοοτροπιών των ηρώων. Οι αλλεπάλληλες μάχες, οι εκατόμβες των νεκρών, η θυσία για την πατρίδα και η αντίσταση μέχρι θανάτου στη βάρβαρη δεσποτεία των Περσών, η τελική νίκη, δημιουργούν, όπως στους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, έτσι και στους αναγνώστες την αίσθηση της υπέρβασης της καθημερινότητας, τη στοχαστική διάθεση απέναντι στις μεγάλες ιστορικές στιγμές, όταν η ζυγαριά της μοίρας κυμαινόταν ανάμεσα στο καλό και στο κακό, εντέλει την ανάγκη αναστοχασμού του ιστορικού παρελθόντος αλλά και της μοίρας της ατομικής ψυχής. Σε μια τέτοια περιπέτεια ταιριάζει ακριβώς η παρατήρηση της Λαμπαδαρίδου Πόθου «Το υπερφυσικό και το υπέρλογο, από τα βάθη του χρόνου, σαγήνευαν την ψυχή, την μυούσαν στα ιερά μυστήρια, για να μαντεύει το αθέατο» (Το ξύλινο τείχος, σ. 580).
Στο Πήραν την πόλη πήραν την… (1996), που κι αυτό πολύ πρόσφατα επανεκδόθηκε από τις Εκδόσεις Πατάκη, ο τίτλος ανακαλεί αμέσως στον νου για ποια πόλη και ποιο κορυφαίο τραγικό γεγονός πρόκειται. Γι’ αυτό και το μυθιστόρημα είχε μια εξαιρετική υποδοχή και αγαπήθηκε από χιλιάδες αναγνώστες. Το βιβλίο καταγράφει λεπτό προς λεπτό τις πενήντα επτά ημέρες πολιορκίας της Βασιλεύουσας έως την άλωση μέσα από τα μάτια ενός άντρα που αφήνει νέος την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Λήμνο, για να ακολουθήσει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στον Μυστρά και κατόπιν στη Βασιλεύουσα. Με εξαιρετική συγκίνηση, με τη δύναμη του ποιητικού ενορατικού λόγου, η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου αποδίδει την αγωνία, τον τιτάνιο αγώνα των πολιορκημένων, το τραγικό τέλος και τον συλλογικό θρήνο, αφήνοντας όμως μια προσδοκία για μια έλευση που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας. Μαζί με τη θρησκευτική κατάνυξη, οι προφητείες για την κατάλυση της Αυτοκρατορίας αλλά και για την ανακατάληψη της Πόλης παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στο κείμενο, καθώς συνδέονται με τους φόβους, τους πόθους και τα όνειρα που έθρεψαν για αιώνες τον ελληνισμό. Και τα δύο αυτά πολυσέλιδα βιβλία, γραμμένα έπειτα από εξονυχιστική έρευνα και μελέτη, απευθύνονται κυρίως στην ψυχή του αναγνώστη, πετυχαίνοντας τη συγκινησιακή του μέθεξη στην ιστορία.
Η συγγραφέας όμως κατορθώνει να δημιουργήσει μια εξαιρετικά υποβλητική ατμόσφαιρα και στο πολύ αγαπητό στους αναγνώστες μυθιστόρημά της Ο Άγγελος της στάχτης (2001), που διαδραματίζεται στην εποχή μας, οδηγώντας τους ήρωές της αλλά και τους αναγνώστες σε μια καταβύθιση στους μύθους, τους θρύλους, την αρχαία και τη νεοελληνική παράδοση, τα Ορφικά κείμενα, τις λαϊκές αντιλήψεις για το ταξίδι της ψυχής στον Άλλο Κόσμο, στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού». Τοποθετεί την ιστορία της χρονικά στις παραμονές του 2000, τότε που η οικουμένη είχε αναστατωθεί από ποικίλες προφητείες για το πιθανό τέλος του κόσμου ή τουλάχιστον του τεχνικού πολιτισμού όπως τον ξέρουμε. Ο χώρος είναι από τη μια το πολύβουο Παρίσι, από την άλλη η Ήπειρος, οι Aιδές (πιθανότατα από το Άδης = ο τόπος των νεκρών), που βρίσκονται κοντά στη λίμνη Αχερουσία, σε ένα τοπίο που θυμίζει ιδιαίτερα την περιγραφή της εισόδου του Κάτω Κόσμου στην ομηρική Οδύσσεια. Σηματοδοτεί τα πρόσωπα με ονόματα, που αποκαλύπτουν με ποικίλους συμβολισμούς τον χαρακτήρα και τη θέση τους στο έργο, καθώς μεταφέρουν αρχαίους μύθους στη σύγχρονη αφήγηση. Χρησιμοποιεί, τέλος, ιδιαίτερα το στοιχείο της μουσικής: «μιας δύναμης μαγικής, [λέει ένας ήρωας] θαυματουργής, μιας δύναμης μεταφυσικής, που μπορεί ν’ αναστήσει έναν νεκρό» (σ. 53).
Συμπερασματικά, λοιπόν, αν επιθυμούμε να χαρούμε την πεζογραφία της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου, πρέπει να μην αντισταθούμε στον μεταφυσικό της προβληματισμό, αλλά να δεχτούμε να μας παρασύρει με την ποιητικότητα της αφήγησης, τη σύνθετη θεματική οργάνωση, τις απέραντες γνώσεις της και τις εξαιρετικές αφηγηματικές της τεχνικές, σε μια άλλη ανάγνωση της ζωής. Στη δική της ανάγνωση, αναζητώντας τον μύθο που συντηρεί τη συλλογική ιστορία και την ατομική αυτογνωσία, δημιουργεί μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και το φανταστικό, παραμυθιακό στοιχείο, εναλλάσσει τη συγχρονία με τη διαχρονία, παίζει με τις συμπτώσεις και τις ανατροπές, το πιθανό και το απίθανο, τον αληθοφανή μετρήσιμο χρόνο αλλά και τη ζωή πέρα και έξω από την ανθρώπινη διάρκεια, αξιοποιεί τις σαγηνευτικές εικόνες της φύσης και την ομορφιά, που επαληθεύει τα θαύματα, τη μοναξιά, που οξύνει τις αισθήσεις, καθώς και τα όνειρα και τα οράματα, στα οποία το απίθανο γίνεται πιστευτό.
Η Έρη Σταυροπούλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών
diastixo.gr, 25 Νοεμβρίου 2018