Από το Σπίτι μου της Μικρασίας:
“Δεν έχω από σένα παρά τη γη όπου κοιμάται ο πατερας μου. Η πορεία της ζωής του ολόκληρη δεν ήταν παρά μια επιστροφή του στη γη σου. Δε ξέρω απο σένα παρά τις μνήμες του, μέσα από έναν ήλιο κάθετο πάνω στην πέτρα σου. Πληγή βαθιά κι αγιάτρευτη, όπου παλιρροεί ο χρόνος στις πηγές σου, Σπίτι μου της Μικρασίας. Μέσα από τούτη την πληγή της μνήμης, μέσα από τούτη την παλιρροή γεννήθηκα.”
Πριν από είκοσι τόσα χρόνια, ο Δήμος Πτολεμαϊδας με είχε καλέσει για να τιμήσει ένα μικρό βιβλίο μου, που το είχα γράψει για τον πρόσφυγα Μικρασιάτη πατέρα μου, όταν εκείνος έφυγε. Έτσι ήθελα να τον αποχαιρετήσω με μια ποιητική αναφορά στη χαμένη γη του. Γιατί, κάθε μέρα να μου μιλά για το σπίτι εκείνο της πατρίδας του, είχε πια γίνει και δικό μου. Και ονόμασα το μικρό εκείνο βιβλίο: “Σπίτι μου της Μικρασίας”.
Ήταν τότε που μόλις είχε κυκλοφορήσει και το ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ, το μυθιστόρημα που μιλάει για την σπαραγμένη διαδρομή ολόκληρου του ελληνισμού.
Μόλις έφτασα στην Πτολεμαϊδα, μια μεγάλη έκπληξη με περίμενε:
Όλη η όμορφη πόλη τους ήταν γεμάτη με πελώριες αφίσες, όπου έγραφε: “Ποτέ πια προσφυγιά”. Και παντού στους τοίχους υπήρχε το ζωγραφικό έργο από το εξώφυλλο του μικρού βιβλίου μου που ήταν: Η Μικρασιάτισσα μάνα! Έργο του αείμνηστου Μικρασιάτη γλύπτη Βάσου Καπάνταη.
Και ολόκληρη η πόλη της Πτολεμαϊδας είχε κατέβει στη μεγάλη πλατεία. Από παντού κατέβαιναν οι άνθρωποι να τιμήσουν τον τόπο τους και τα ιερά τους.
Πάνω από χίλια άτομα, μπορεί και δυο χιλιάδες να έφτασαν εκεί στον χώρο της εκδήλωσης. Κι όταν άρχισαν να μιλούν για την αγάπη της γης τους, και να διαβάζουν αποσπάσματα από το μικρό βιβλίο μου, ράγισαν και οι πέτρες. Έκλαψα όσο σε καμιά εκδήλωση από τις τόσες που μου έτυχαν στη ζωή μου. Προπαντός όταν στο τέλος μου χάρισαν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν: Λίγο χώμα από τη γη τους. Και το φυλάγω ακόμα μαζί με τα δικά μου ιερά.
Όπως βαθιά στην καρδιά μου φυλάγω τη μνήμη εκείνης της εκδήλωσης και εκείνων των ξεριζωμένων ανθρώπων. Τρεις γενιές από τότε. Και ήταν όλοι εκεί. Ξέρουν να τιμούν τα ιερά τους. Και τους θαύμασα. Τους θαυμάζω ακόμα.
Γιατί κρατάνε στην ψυχή τους ιερές τις μνήμες τους. Όπως τότε που διαδήλωσαν στο Σύναγμα για το Σύμβολο τους: την ματωμένη λέξη “ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ”.
Να είστε καλά όπου βρίσκεστε, φίλοι μου, φίλοι του μακρινού Πόντου!
Στην ανάρτηση, η Μικρασιάτισσα Μάνα του γλύπτη Βάσου Καπάνταη.
Γιατί η ζωή μας είναι όσα κάναμε, όσα αγαπήσαμε, όσα πιστέψαμε. Είναι αυτά για τα οποία αγωνιστήκαμε.