Είκοσι τέσσερα χρόνια κλείνουν σε λίγες μέρες, αφότου η μεγάλη διάνοια του Σάμουελ Μπέκετ αποχαιρέτησε τη ματαιότητα του εφήμερου κόσμου μας, την ανυπέρβατη άβυσσο της αγωνίας του, για να πάρει, όπως και ο πιο ταπεινός θνητός, τον δρόμο τον χωρίς γυρισμό, τον δρόμο που οδηγεί στη
μεγάλη ατέλειωτη νύχτα, έχοντας μαζί του, μοναδικές ίσως αποσκευές, την αγωνία των υπαρξιακών του ερωτημάτων.
Η περιπλάνηση του πνεύματος στη μεγάλη ατέλειωτη νύχτα της αβύσσου ήταν ο κεντρικός άξονας της αγωνίας του.
Η προϋπαρξιακή περιπλάνηση.
Και ήταν αυτή η διαπίστωση που, όπως ήδη είπα, πολύ με βασάνισε, πριν αποτολμήσω να γράψω πως ο Σάμουελ Μπέκετ ανασύρει τις μνήμες από θολά και σκοτεινά στρώματα της προϋπαρξης. Πως ο άνθρωπος πάνω στη γη ζει εναγώνια την εγκόσμια μοίρα του, γιατί κρατά, στα βάθη του ασυνείδητου, τη σκοτεινή γνώση μιας «πλατωνικής ανάμνησης».
Μια διάνοια που έλαμψε σαν υπερφυσική στο κοσμικό τοπίο, χαράσσοντας μια τροχιά ανεξίτηλη, σαν εκείνη του άστρου πριν σβήσει. Και κανείς δεν ξέρει τι κρύβει ο χρόνος. Κανείς δεν ξέρει αν το έργο αυτό θα μείνει όχι μόνο πρωτοπόρο και προφητικό, αποκαλυπτικό των βυθών που κουβαλάει η ψυχή στην εφήμερη διαδρομή της, αλλά και θα αποτελέσει θεμέλιο
για μια νέα επιστήμη της ψυχανάλυσης.
Σήμερα που η διαδρομή της ζωής μου με έφερε εδώ, στις αστροφεγγιές μιας μακριάς εμπειρίας πλούσιας σε ανοίγματα υπερβατικά, αισθάνομαι ευγνώμων που υπήρξα μεταφράστρια και μελετήτρια του έργου του Σάμουελ Μπέκετ.
Τίποτα δεν θα με είχε πλουτίσει περισσότερο, τίποτα δεν θα με είχε βοηθήσει να αξιωθώ αυτά τα υπερβατικά ανοίγματα, κοίτες φωτός και σκότους που πάλεψα για να φτάσω στις πηγές τους για να μπορέσω να επαληθεύσω τη δική μου ύπαρξη σε έναν κόσμο όπου το ακατανόητο και το ανερμήνευτο κυριαρχούν.
Το Άρρητο και το Άδηλο.
Ο Σάμουελ Μπέκετ ήταν ο πρώτος μου σηματωρός, που με βύθισε στην ανυπέρβατη άβυσσο του έργου του, τον καιρό που εγώ βίωνα το πένθος της ύπαρξης. Τον καιρό που ένιωθα την ανάγκη αυτό, μόνον αυτό να κάνω. Να βυθιστώ στη μεγάλη την πένθιμη σιωπή της αβύσσου του και να μείνω εκεί
σιωπή κι εγώ. Κι ύστερα ήταν ο άλλος Μυστικός του αιώνα, ο Οδυσσέας Ελύτης, που με τα υπερβατικά οράματα της μεγάλης του ποίησης με βοήθησε να αναδυθώ. Μυημένη. Να διαχωριστώ από τα ερεβώδη υπαρξιακά αδιέξοδα της δυτικής διανόησης, για να βρω τους οραματισμούς της ελληνικής σκέψης, της ελληνικής Αρχής.
Πόσο μεγάλο μπορεί να είναι ένα έργο το ξέρει περισσότερο εκείνος που ευεργετήθηκε. Εκείνος που ανοχύρωτος πέρασε μέσα από το έργο αυτό,
και μάτωσε και πόνεσε και ματωμένος έφτασε στη δική του
γνώση και στη δική του αλήθεια.Μυημένη!
Ένιωθα πια πως είχα μυηθεί στο φως και στο σκότος. Και
κάποιες φορές το σκοτάδι έχει μεγαλύτερη δύναμη μέσα του
και μεγαλύτερη σαγήνη, και πρέπει να παλέψεις σκληρά για
να βγεις στο φως και στην Υπέρβαση.
Αν παραλλάζω λίγο το κείμενο που δημοσιεύτηκε στην επέτειο των είκοσι τεσσάρων χρόνων από το θάνατό του, είναι για να μην επαναλάβω κάποια πράγματα που ήδη τα είπα στις προηγούμενες επετείους.
Λοιπόν, ως μελετήτρια του έργου του Σάμουελ Μπέκετ, ξέρω πως έχει πολλαπλές οπτικές και προσεγγίσεις. Γιατί είναι δομημένο πάνω στα σύμβολα με τα οποία λειτουργεί η ψυχή. Στα δύσβατα αυτά ονειρικά σύμβολα με τα οποία εκφρά ζεται και λειτουργεί η ψυχή. Και όσο θα υπάρχουν στα βάθη της άγνωστες περιοχές, το έργο του Μπέκετ θα είναι πεδίο όχι μόνο θεατρικής αλλά και ψυχαναλυτικής έρευνας. Και ήδη
έχει αρχίσει η στροφή της μελέτης του έργου του προς την ψυχαναλυτική του διάσταση. Στο βιβλίο του ο Didier Anzieu “Beckett et le Psychanalyste” επιχειρεί την ψυχαναλυτική προσέγγιση των έργων του Μπέκετ και την θέτει παράλληλη με την ψυχανάλυση του Φρόιντ. Μια “αυτο – ανάλυση μέσω
των κειμένων, όπως εκείνη του Φρόυντ για τα όνειρα”, γράφει.
Μόνο που η ψυχανάλυση του Φρόυντ ερευνούσε τα πεδία της νεύρωσης. Ενώ του Μπέκετ φέρνει στο φως τις αγωνίες που ταλαιπωρούν τα βάθη, τα θεμέλια της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ας με συγχωρήσει ο αναγνώστης επειδή κάποια πράγματα επαναλαμβάνονται.
Όταν ένα βιβλίο κυκλοφορεί ξανά ύστερα από 25 χρόνια σιωπής του, επόμενο είναι να υπάρξουν κάποιες επαναλήψεις σε πρόσθετα συμπληρωματικά κείμενα.
Όμως δίκαιο είναι να σημειώσω εδώ ότι, σε αυτά τα χρόνια της απουσίας του βιβλίου από την αγορά της πνευματικής μας ζωής, ήταν πάρα πολλοί οι αναγνώστες που μου τηλεφωνούσαν παρακαλώντας για ένα αντίτυπο ή ρωτώντας με κάποια αγωνία αν και πότε θα επανεκδοθεί. Πρέπει ακόμα να πω, και προς τιμήν του βιβλίου, ότι ζητούσαν να το αγοράσουν όσο όσο αυτό το ένα αντίτυπο, όπου και αν το έβρισκαν. Και εγώ αφού χάρισα σχεδόν όλα όσα είχα, περίμενα μαζί τους υπομονετικά να μπορέσω να επανεκδώσω το βιβλίο.
Χαίρομαι που σήμερα ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει και πάλι.
Γιατί σίγουρα, 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του, το βιβλίο θα συναντήσει έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, μια νέα γενιά ανθρώπων που έζησαν τελείως διαφορετικά πράγματα από εκείνα που είχαν γαλουχήσει τη δική μας τότε γενιά.
Εμείς είχαμε αγαπήσει τότε τα νέα θεατρικά ρεύματα, τις νέες ιδέες, τις υπαρξιακές αναζητήσεις. Ήταν οι απόηχοι ενός πολέμου που είχε λαβώσει ανεπανόρθωτα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σήμερα, τόσα χρόνια
μετά, η νέα αντίληψη ζωής έγινε συνένοχη της μαγικής τεχνολογίας για να γκρεμίσει ή σαρώσει από διαφορετικούς δρόμους την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να μεταλλάξει την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου σε έλλειψη ταυτότητας και αμίλεικτη αμφισβήτηση των αξιών.
Αναρωτιέμαι αν το βιβλίο αυτό, που κάποιοι αναγνώστες του τότε το αγάπησαν με πάθος, θα βρει μια κάποια απήχηση στις σημερινές ταλαιπωρημένες γενιές, αυτές που βίωσαν αξιοθρήνητα την απαξία και την κατάρρευση. Όπως και να ‘ναι, ένα έργο τέχνης γεννιέται πάντα στη
μοναξιά του χρόνου. Και εκεί, μόνον εκεί παραμένει αλώβητο.
Δεν έχω παρά να του ευχηθώ καλή τύχη στο καινούριο του
ταξίδι.
Ένα σεμνό ασκητικό πρόσωπο.
Όπως το έργο του.
Στεκόταν αμίλητος και με σκυμμένο κεφάλι μπρος σε κάτι ξύλινα ράφια όπου ήταν τα βιβλία του και πολλές φορές είπε:
“Τίποτα δεν έκανα, τίποτα δεν είναι όλα αυτά, ο πόνος υπάρχει στον κόσμο και τίποτα δεν μπορεί να αναχαιτίσει αυτό το τεράστιο κύμα του πόνου”.
Όσες φορές και αν την πω τη φράση του αυτή, δεν μου φτάνει.
Όσες φορές την προφέρω, ακούω τη φωνή του και βλέπω το σκυμμένο του πρόσωπο.
Μπορεί στο βάθος και να ήταν θυμωμένος για το ελλιπές πρόσωπο που μας δόθηκε. Για το ελλιπές ανθρώπινο πνεύμα που δεν κατάλαβε ή που δεν έλαβε καμιά απάντηση από το σιωπηλό γύρω του σύμπαν. Μπορεί, λέω. Και στη σκέψη μου έρχεται ο μέγας Εφέσιος, ο Ηράκλειτος, που κυλίστηκε μέσα
σε ένα χαντάκι με λάσπες για να πεθάνει διαμαρτυρόμενος έτσι για το ελλιπές ανθρώπινο.
Λοιπόν, ο Σάμουελ Μπέκετ δεν πίστευε σε καμιά μεταφυσική, σε κανένα θεό. Πεισματικά έτσι ήθελε να λέει. Ωστόσο, όπως το είπα ήδη, σήμερα γίνονται μελέτες ειδικές πάνω στη μεταφυσική του έργου του. Και όλη αυτή η αγωνία του για το Μυστήριο της ύπαρξης ερμηνεύεται ως αγωνία για την
αναζήτηση ενός θεού.
Είναι γνωστή η παγκόσμια κριτική για το έργο του. Βαθιά υπαρξιακό, απογυμνωμένο από κάθε ψευδαίσθηση, ένα έργο που έδωσε τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, την αλλοτρίωση αλλά και την ανυπέρβατη άβυσσο της ζωής του.
Πέρα από όλα αυτά, εκείνο που με ενδιαφέρει να πω είναι πως το μπεκετικό έργο εκφράστηκε με τα σύμβολα που χρησιμοποιεί η ίδια η ψυχή για να εκφραστεί. Γι’ αυτό και είχε τόση απήχηση σε ανθρώπινα στρώματα απαίδευτα πνευματικά, όπως το “Περιμένοντας τον Γκοντό” στους
κατάδικους του Αλκαζάρ. Ένα έργο που απευθύνεται όχι στην έλλογη παιδεία του ανθρώπου αλλά στα βαθιά τα αδιερεύνητα πεδία της ψυχής, αφού από τα ίδια βαθιά και σκοτεινά πεδία πηγάζει και ο λόγος του. Από κοσμογονικές εικόνες χαμένες στα τρίσβαθα. “Η εικόνα ανεβαίνει στη μνήμη από αβύσσους”, λέει η Ουίννυ στο “Ω οι ωραίες μέρες”. Και αλλού: “Ω γη παλιά πυροσβησμένη!”
Στο μπεκετικό έργο είναι σαφείς οι αναφορές στην προγεννητική μνήμη που κουβαλά το ανθρώπινο πλάσμα πάνω στη γη. Είναι αυτή, η προγεννητική μνήμη με τις κοσμογονικές αναφορές, που έστω και αν δεν γίνεται συνειδητά αντιληπτή από τον θεατή ή τον αναγνώστη, δεν παύει να τον αιχμαλωτίζει σαν πνοή του μυστηρίου.
Ολόκληρο το έργο του Σάμουελ Μπέκετ το διαπερνά αυτή η αδιόρατη πνοή του μυστηρίου για να το κάνει απέραντα ανθρώπινο και σαγηνευτικό. Γα να του δώσει τη δύναμη να εξουσιάσει το ανθρώπινο μυαλό μέσα από τους υπερρεαλιστικούς δρόμους του παραλόγου της ύπαρξης που κρύβει στα βάθη της η ψυχή, του παραλόγου ως θεμελιακού νόμου και ως πεπρωμένου.
Γι’ αυτό και θα παραμείνει πρωτοπόρο και προφητικό, συμπλέοντας πάντα με τις νέες ανακαλύψεις και αποκαλύψεις των ψυχικών πεδίων.
Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo
στις 6 Δεκεμβρίου 2013