Ο Φιλέλληνας, Ο ποιητής, Ο οδοιπόρος της ασκητείας
Τέσσερις δεκαετίες φιλίας και πνευματικής συνοδοιπορίας είναι δύσκολο να χαραχθούν στα πλαίσια μιας ομιλίας. Γιατί ο Jacques Lacarrière δεν ήταν μόνο ο ποιητής, ο περιπλανώμενος της ασκητείας, και ούτε μόνον ο μεγάλος Φιλέλληνας, ο εραστής μιας Ελλάδας τριών χιλιάδων χρόνων. Ήταν ένας βαθύς στοχαστής, ένας μοναχικός μύστης της εγκόσμιας περιπέτειας και των υπερβατικών οραμάτων.
Και πάντα, γεμάτος από βιβλία και ταξίδια, από ιδέες και συναντήσεις μετέωρες που χάθηκαν μαζί του. Δύσκολο να σκεφθεί κανείς πως όλα αυτά έγιναν μια τεφροδόχη στα κύματα του Αιγαίου. Τον βασάνιζε η τέφρα. Η σκόνη του κόσμου. Μπορεί και να ήταν προφητικός ο τίτλος στο βιβλίο του «Η σκόνη του κόσμου».
Τον βασάνιζε ακόμα το ταξίδι στη μεγάλη νύχτα, αυτή που προσπαθούσε να την μαντέψει μέσα από την ίριδα των Γνωστικών και μέσα από τα ασκητικά οράματα των μοναχών του Άθω που τόσο αγάπησε.
Πολύ λίγους συγγραφείς έχω μεταφράσει. Ανάμεσά τους ο Samuel Beckett και ο Jacques Lacarrière. Ο Beckett γιατί ήθελα να γνωριστώ με την ανυπέρβατη άβυσσο του έργου του και με την σκοτεινή προϋπαρξιακή διάσταση που το κάνει μοναδικό στο χώρο του παραλόγου. Ο Lacarrière γιατί με μαγνήτισε η σαγήνη της ασκητείας που κάνει εξίσου μοναδικό το έργο του, αυτή η ερημία της ύπαρξης, όπου το πλάσμα μονάχο αναζητά το θεό.
Το πρώτο βιβλίο του Lacarrière που μετέφρασα ήταν η ποίησή του Ηνίοχος. Εκεί είδα πόσο βαθιά αγάπησε την Ελλάδα. Ο ποιητικός του λόγος δυνατός και διαφανής, κρυστάλλινος, αναδίνει μιαν αγάπη πηγαία, αγάπη οργανική, υπαρξιακή. Ταυτισμένος ο ίδιος με τα στοιχεία του ελληνικού χώρου, με το αρχέγονο πνεύμα που τα διαποτίζει, ξαναγεννιέται μυημένος μέσα από αυτά, γίνεται ο Έλληνας που φέρει μυητικά τη γνώση της περιπλάνησης. Έτσι ταυτισμένος με τον ανώνυμο δελφικό Ηνίοχο, περιδιαβαίνει τον ελληνικό χώρο καλώντας τους θεούς και το ορφικό πνεύμα να τον αναγνωρίσουν, ανώνυμο κι εκείνον μπρος στις χιλιετίες, ικέτη της μεγάλης μύησης. Γράφει στο θαυμάσιο αυτό ποίημα:
I have no more fire from you but my words
I have no weapon but a sharp-edged pride
I fight naked, rubbed with oil, against death
Αγάπα με, Ελλάδα, βοήθα με ενάντια στο δικό σου θάνατο
Έτσι γεννήθηκε Έλληνας από τη μύησή του, από την περιπλάνηση της ψυχής που ήταν περιπλάνηση αυτογνωσίας ποιητικής και ανθρώπινης. Και ξέρουμε πως η μύηση είναι ο μοναδικός δρόμος για την αυτογνωσία. Κι εκείνος από τη νεότητά του είχε μυηθεί στο ορφικό πνεύμα και στη δελφική Ιδέα. Γι’ αυτό και γράφει στο ποίημα Ηνίοχος:
Λοιπόν μ’ έκανες να γεννηθώ στον ομφαλό της γης,
άξονας της χαράς, εγώ όπως κι εσύ αμάλγαμα χαλκού,
εγώ όπως κι εσύ Ηνίοχε και αρματηλάτη της φλόγας,
εγώ όπως κι εσύ αιωρούμαι κάτω απ’ την αγέλη των άστρων,
ηλίανθε της ιστορίας, ρόδο έκθαμβο των ανέμων
Κι ύστερα, όταν αναζητά το πρόσωπο της Ελλάδας, όταν προσπαθεί να την προσδιορίσει στο πέρασμα των χιλιετιών, γράφει στο ποίημα «Πρωρόξυλο της μνήμης»:
Πού είσαι Ελλάδα; Δε γνωρίζω από σένα
only this word spelled from lips
distant, this word of sand and plough
matin broken by fireΕΛΛΑΔΑ
Ήχος από βιβλία κλεισμένα πάνω στο φλοιό
των λέξεων. Τόση σιωπή και τόση νύχτα,
οργώματα πεισματικά στη χέρσα γη των αιώνων
για μιαν ασπίδα τυφλή
«Έτσι ταξίδεψα για να καταλάβω τις λέξεις», θα γράψει παρακάτω. Κι αλλού, όταν μιλά για την «κραυγή του Ίκαρου καθώς πέφτει / στο γαλάζιο των άστρων», θα πει:
Από κείνη την κραυγή, από κείνο το όνειρο
γεννήθηκα
Η φιλία μας άρχισε λίγο πριν από τη χούντα. Η Γαλλική κυβέρνηση μου είχε δώσει μια υποτροφία να παρακολουθήσω μαθήματα θεάτρου στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και ο αείμνηστος Σπύρος Πλασκοβίτης μου έδωσε ένα γράμμα να πάω στο Παρίσι να βρω τον Jacques Lacarrière. Ήταν τότε που είχε μεταφράσει το μυθιστόρημά του «Το Φράγμα» και οι εκδόσεις Γκαλιμάρ ετοίμαζαν την έκδοση. Και πήγα να του δώσω το γράμμα. Η πρώτη εντύπωση που μου έκανε ήταν ότι, ακριβώς τότε, το τμήμα θεατρικών σπουδών του πανεπιστημίου του Παρισιού, της Σορβόννης, όπου φοιτούσα, του είχε ζητήσει να διδάξει αρχαίο δράμα, γιατί λίγο πριν είχε εκδώσει ένα σημαντικό βιβλίο σχετικό με το αρχαίο δράμα, όμως εκείνος αρνήθηκε. Δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Γιατί ήταν πραγματικά φτωχός. Φαινόταν από τη ζωή που είχε. Και τότε, θυμούμαι, ο καθηγητής μου, ο γνωστός θεατρολόγος Bernard Dort, που ήταν φίλος του Lacarrière, μου το επιβεβαίωσε. Πως, ναι, τον πρότειναν να διδάξει αρχαίο δράμα και αρνήθηκε. Κι εγώ τόλμησα και τον ρώτησα: Γιατί το έκανε. Θυμούμαι ακόμα την απάντηση που μου έδωσε ο Jacques Lacarrière, και που μου πήρε καιρό για να την καταλάβω: Θέλω να είμαι ελεύθερος, είπε, να ζήσω όπως εγώ θέλω το χρόνο μου, να ταξιδέψω, να γνωρίσω τα πράγματα που με ενδιαφέρουν, η διδασκαλία στο πανεπιστήμιο θα με δεσμεύει. Αδιανόητο για έναν Έλληνα που επιζητά τη σιγουριά και την ασφάλεια.
Όμως εκείνος αυτό ήθελε. Γι’ αυτό άλλωστε και σε όλη του τη ζωή έμεινε φτωχός. Για να εξομοιωθεί ίσως με τα ταπεινά πλάσματα τα ασκητικά των βιβλίων του, που η μόνη τους αγωνία ήταν η αναζήτηση ενός Θεού, αλλά και η ελευθερία τους να διαθέσουν τη ζωή τους όπως αυτοί ήθελαν.
Η φιλία μας κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Για τον Jacques η φιλία ήταν ιερή. Φιλία και πνευματική συνοδοιπορία. Ήξερε πάντα τι γράφω. Και ήξερα πάντα τι ετοιμάζει. Ύστερα από τη μετάφραση του Ηνίοχου, ήθελα να μεταφράσω κι άλλα βιβλία του, γιατί ήθελα να γνωρίσω αυτή την ασκητεία της σκέψης του που ήταν διάχυτη στα κείμενά του, να βρω την προϋπαρξιακή περιπλάνηση των Γνωστικών, του Βασιλείδη και του Καρποκράτη, να δω τι νόημα είχαν οι περιπλανήσεις του στην ασκητεία του Άθω. Και η επιθυμία μου έγινε πραγματικότητα με το μυθιστόρημά του, Μαρία η Αιγυπτία. Αυτό το ποίημα της ερημίας. Η περιπλάνηση του πλάσματος σε μιαν ασκητεία ολόφωτη. Συνμεταφράστρια με τον Μίνωα Πόθο. Και ύστερα το άλλο μυθιστόρημά του, Η Σκόνη του κόσμου, που είναι και αυτό μια ποιητική περιπλάνηση διαφορετικής ασκητείας, μια πορεία στην έρημο, στη στέπα, αναζητώντας και πάλι το θεό. Στην πραγματικότητα και τα δύο ο Μίνως Πόθος τα μετάφρασε. Εγώ ζούσα το λόγο μόνο, και ελάχιστα βοηθούσα να αναδυθεί αυτή η ποίηση από τις φράσεις του.
Ο Μίνως Πόθος μετάφρασε και άλλα βιβλία του Jacques Lacarrière, τη Συγγραφική Πορεία, Chemins d’ écriture, που είναι η ανθρώπινη περιπέτειά του παράλληλα με την συγγραφική – μα που για εκείνον τα δύο αυτά είχαν ταυτιστεί. Επίσης, μετέφρασε το βιβλίο του Τα Φτερά του Ίκαρου. Όλα στις εκδόσεις Χατζηνικολή. Είχε μπει βαθιά στον στοχασμό του. Στον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα. Και ο Lacarrière είχε αγαπήσει τις μεταφράσεις του. Εγώ τα ζούσα έμμεσα όλα αυτά. Τα χειρόγραφα της εκάστοτε μετάφρασης περιφέρονταν για μήνες στους καναπέδες και στα τραπέζια του σπιτιού. Κείμενα που τα διαβάζαμε ξανά και ξανά. Και κάθε φορά μας έθελγαν.
Ποτέ δεν του είχα ζητήσει να μεταφράσει ούτε ένα στίχο μου. Και ας ήξερα ότι εκτιμούσε την ποίησή μου. Και ένα καλοκαίρι, νομίζω του 1994, μου τηλεφώνησε από την Αίγινα, όπου έκανε τις διακοπές του με τη γυναίκα του τη Σύλβια και το γιο τους Αυρηλιανό, και μου είπε: Μεταφράζω την ποιητική σου συλλογή Μυστικό Πέρασμα, για τις εκδόσεις Le Temps qu il fait, και θέλω γυρίζοντας στην Αθήνα να δούμε κάποια πράγματα. Ήταν το ωραιότερο δώρο της φιλίας μας. Με όσα έγραψε στον πρόλογο για την ποίησή μου εκείνη.
Τη φιλία μας με τον Jacques Lacarrière την στήριζε ένα κοινό σημείο : Η προϋπαρξιακή μνήμη. Τώρα που αναθεωρώ το χρόνο, λέω πως από εκεί ξεκίνησε το ενδιαφέρον της σκέψης του άλλου. Είχα γράψει ένα δοκίμιο για το έργο του Samuel Beckett, «Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης», και επειδή δίσταζα να το εκδώσω τον παρακάλεσα να το διαβάσει. Το δοκίμιο το στήριζα ακριβώς στην προϋπαρξιακή περιπλάνηση του πνεύματος. Στη φράση του Beckett «αυτό το μυαλό έχει κιόλας περιπλανηθεί μέσα στην ατέλειωτη νύχτα της αβύσσου», και άλλες σαν αυτή. Και, θα τολμήσω να πω, έδινα μια διαφορετική διάσταση στο έργο του. Το χειρόγραφο το πήρε μαζί του φεύγοντας από ένα ταξίδι του στην Ελλάδα. Και λίγες μέρες μετά, μου τηλεφώνησε από τη Γαλλία και μου είπε, να καθυστερήσω την έκδοση, γιατί μου έστελνε έναν πρόλογο. Και το κείμενο εκείνο ήταν μια χειμαρρώδης αποκάλυψη, μια ποιητική έξαρση των όσων πίστευε για την προϋπαρξιακή περιπλάνηση. «Ναι, χωρίς αμφιβολία, έγραφε, υπάρχει εκεί μία οδός για να φωτίσουμε την άβυσσο. Ένα εύθραυστο φως, που μοιάζει με τη σπίθα εκείνη που οι Γνωστικοί φιλόσοφοι έβλεπαν να λάμπει στο βάθος της κόρης του οφθαλμού – μνήμη από την πρώτη φλόγα του αληθινού κόσμου». Και τέλειωνε το εισαγωγικό κείμενο με τούτα τα λόγια: «Ευχαριστώ για το δοκίμιο που διάβασα, φώτισε τη σκέψη μου, αλλά και με τράβηξε μακριά από τη γη, ως τα έσχατα όρια ενός σύμπαντος που το είπαν καμπύλο. Με άλλα λόγια, με επανέφερε στον άνθρωπο». Αναφερόταν και σε έναν ύμνο των Γνωστικών: «Ζούσα μυριάδες χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο του ζοφερού σκότους και κανείς ποτέ δεν έμαθε πως ήμουν εδώ».
Θα διαβάσω δυο στίχους του Jacques Lacarrière, που μου δίνουν αυτή τη διάσταση της προϋπαρξιακής περιπλάνησης:
Κι ο ουρανός λαμποκοπούσε στις εικόνες
Καθώς σε νύχτα από τις άλλες μου ζωές
Ποιες ήταν οι άλλες του ζωές;
Et le ciel etincelait sur les icones
Comme au soir de mes autres vies
Κάτι άλλο θέλω να πω. Κάτι διαφορετικό από εκείνο που ήθελε να πιστεύουμε για τον ίδιο. Μια οδός να φωτίσουμε την άβυσσο, είναι πάντα μια ελπίδα να προσεγγίσουμε το μυστήριο, την υπερβατική αλήθεια – που είναι μαζί και υπερβατική πραγματικότητα.
Δεν ήταν τυχαίο που σε ολόκληρο το συγγραφικό του έργο αναζητούσε μια υπερβατική αλήθεια, μια μεταφυσική απόκριση, γέννημα και θρέμμα του δυτικού μηδενισμού αλλά και εραστής των ασκητικών οραμάτων και του θεϊκού παραληρήματος. Δεν ήταν τυχαίο ότι τον γοήτευαν οι ασκητικοί χώροι, όπως ο Άθως, όπως η έρημος των αναχωρητών, όπως η άνυδρη στέπα. Ίσως γιατί ο ίδιος βίωνε πάντα μια προσωπική ασκητεία. Κάπου, στη «Συγγραφική Πορεία», λέει: «Το δωμάτιό μου έμοιαζε με κελί μοναχού (δωμάτιο σε νησί του Αιγαίου): γυμνό, κάτασπρο, με μια εικόνα μόνο στον τοίχο. Πάντα ονειρευόμουν μια τέτοια λιτότητα για να γράψω». Και εγώ τότε έφερνα στη σκέψη μου το γυμνό και λιτό δωμάτιο του Samuel Beckett, το ασκητικό, με κάτι απλά ξύλινα ράφια μόνο στον τοίχο, για τα βιβλία του. Και ύστερα, τον ασκητικό χώρο όπου ζούσε ο Ελύτης. Με τα ίδια ξύλινα απλά ράφια όπου υπήρχε ο Ρωμανός ο Μελωδός και τα βιβλία του. Φαίνεται πως η ασκητεία και η γυμνότητα είναι στοιχεία της αληθινής ποίησης.
Η φιλοσοφική θέση του Jacques Lacarrière ήταν δεδομένη: Συνάθροιση και διάλυση σκόνης, ο άνθρωπος. Ωστόσο, ήταν φανερό πως προσπαθούσε να φτάσει στο βαθύτερο μυστήριο που κρύβουν τα πράγματα, στην άρρητη αλήθεια τους. Δεν ήταν τυχαίο ότι, πλάνητας της ζωής και της διανόησης ο ίδιος, ποιητής και βαθύς στοχαστής, χρησιμοποίησε για ήρωες των μυθιστορημάτων του πρόσωπα της ασκητικής περιπλάνησης. Ολόκληρο το έργο του, από τους «Ένθεους» και τους «Γνωστικούς» ακόμα, το σημαδεύει η βίωση μιας προσωπικής ασκητείας. «Περιπλάνηση και συγγραφή υπήρξαν για μένα οι δύο βασικοί δρόμοι συνάντησης με τους άλλους και αυτογνωσίας», έγραψε. Άλλωστε, πιστεύω πως γι’ αυτό αγάπησε την Ελλάδα. Του πρόσφερε τον τόπο των περιπλανήσεών του – των πνευματικών και των ανθρώπινων περιπλανήσεων του -, τη μαρτυρία και τα οράματα ενός πολιτισμού που τον έθελγε. Του πρόσφερε τον τετρακισχιλιετή χρόνο της, το ταξίδι στη γλώσσα και στις πέτρες των επιγραφών, το ταξίδι στο μύθο, στη δελφική ιδέα. Κι ακόμα, του πρόσφερε την περιπλάνηση στην ασκητεία του Άθω, στις κρύπτες των μοναχών.
Ή, ακόμα, σήμερα λέω, μπορεί, στο βάθος, ο μηδενισμός της δυτικής διανόησης να μην ικανοποιούσε το ανήσυχο πνεύμα του. Και αναζήτησε άλλους δρόμους γνώσης. Παράλληλα με το ταξίδι του στην ελληνική σκέψη και στον ελληνικό μύθο, είχε συντελεσθεί ένα άλλο ταξίδι μυητικό, αυτό στους Ένθεους του Βασιλείδη και του Καρποκράτη, στη μυστική γνώση της Ίριδας. Και η στιγμή ήταν έτοιμη για εκείνον να δεχτεί το καινούριο: Τον χρησμό μιας άλλης γνώσης, μιας άλλης ομορφιάς, αυτής που του πρόσφερε η Ελλάδα, ένα ποίημα σύγχρονο και ένα ποίημα αρχαίο, ένα ποίημα με λέξεις και ένα ποίημα με λιθάρια και αφρό σε γαλανό νησί και άρωμα κρασιού σε μοναχικό ταβερνάκι. «Μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι», σαν το στίχο του Ελύτη.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του Ο Lacarrière το αφιέρωσε στην Ελλάδα. Ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου. Όμως και η Ελλάδα του χάρισε το ταξίδι της γνώσης, το μυθικό ταξίδι του Οδυσσέα. Και αν την περιδιάβηκε λιθάρι λιθάρι και λέξη λέξη, από τον Όμηρο και τον Ορφέα ως τον Ακάθιστο Ύμνο, και από τα μοναστήρια του Άθω και τα σπασμένα μάρμαρα έως τη σύγχρονη ποίησή της, είναι γιατί οι δρόμοι εκείνοι ήταν η ανθρώπινη περιπέτειά του. Με όλη την ποίηση αλλά και την αγωνία των υπαρξιακών του ερωτημάτων.
Το μυθιστόρημά του, Μαρία η Αιγυπτία, αυτό το ποίημα της ερήμου, όπως το είπα, ήταν η ποιητική κορύφωση της κοσμικής εγκατάλειψης του πλάσματος. Αλλά και η χαραγή του άλλου φωτός, της άλλης αλήθειας, της υπερβατικής.
Όταν κάποτε βρέθηκα να μιλώ με τον Samuel Beckett, στον ασκητικό του χώρο, και ήμουν τότε συνεπαρμένη από τη μετάφραση του έργου του, που είχα κάνει, «Ω, οι ωραίες μέρες», αλλά και από το δοκίμιο που είχα γράψει «Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης», τόλμησα να του πω πως αφού τα πρόσωπά του αναζητούν ένα θεό, αφού με τόσο πάθος αρνούνται την ύπαρξή του, ίσως αυτό σημαίνει πως εκεί ακριβώς υπάρχει μια διάχυτη μεταφυσική, και πως αυτή είναι η επαφή με το μυστήριο που τα περιβάλλει. Μου απάντησε πως, όχι, εκείνος δεν πιστεύει σε καμιά μεταφυσική. Πως οι άλλοι λένε. Πολλές φορές είχε πει τη φράση «οι άλλοι λένε». Σήμερα, οι νέοι μελετητές και αναλυτές του έργου του Beckett μιλούν όχι μόνο για μεταφυσική αλλά και για θρησκεία. Ίσως κάτι παρόμοιο να έχει συμβεί και με τον Lacarrière.
Όταν έγραψα τον πρόλογο στη Μαρία την Αιγυπτία, όπου καθαρά μιλούσα για την άλλη αλήθεια την υπερβατική, για την ύπαρξη ενός θεού χάρη του οποίου θυσιαζόταν εξαγνιζόμενη η Μαρία, εκείνος είπε πως ήταν σταθερά προσηλωμένος στον δυτικό μηδενισμό. Όμως δέχτηκε αυτό που έγραψα. Του άρεσε η αντίθετη άποψη. Ταίριαζε με τον ύμνο των Γνωστικών που είχε βάλει για μότο στο μυθιστόρημά του: «Είμαι χωρίς θεό και είμαι το μεγαλείο του θεού».
Είμαι χωρίς θεό και είμαι το μεγαλείο του θεού
Κάτι ανάλογο, πιστεύω, ήταν και ο Jacques Lacarrière.
Έγραφα στον πρόλογο εκείνον:
«Πλάνητας των εγκοσμίων ο ίδιος, μύστης των πιο απόκρυφων του κόσμου, των πιο σκιερών μυστηρίων της ψυχής, υποδοχέας της ουρανικής λάμψης και γνώσης, βιώνει τον εγκόσμιο χρησμό του – ή την εγκόσμια μοίρα του – ανάμεσα σε δυο πηγές έλξης: Η πρώτη είναι η φιλοσοφία του δυτικού κόσμου, φιλοσοφία της άρνησης των θεών και των υπερβατικών οραμάτων. Η δεύτερη είναι η ελληνική αρχή της φιλοσοφίας, ανοιχτή στα υπερβατικά οράματα. (…) Το κείμενο τούτο δεν είναι η θέση μιας αμφισβήτησης για τον μηδενισμό του συγγραφέα. Περισσότερο είναι μια θέση αντίρροπη και πέρα για πέρα ελληνική, ελληνικής αρχής και φιλοσοφίας, που βγαίνει μέσα από την ίδια την υπαρξιακή και μεταφυσική αγωνία του. Και ας διατείνεται ο ίδιος πως βρίσκεται στην αντίπερα όχθη…»
Αυτά περίπου έγραφα. Και παραθέτω άλλη μία παράγραφο, γιατί και τότε έκανα τον ίδιο παραλληλισμό με το έργο του Beckett:
«Τα πλάσματα του Samuel Beckett πριν βυθιστούν στο σκοτάδι τραγουδούν. Ίσως από αντίδραση στον μεγάλο τελικό φόβο. Ή ίσως γιατί εκείνη η στιγμή είναι μια συνειδητή διάβαση σε μιαν άλλη αλήθεια που το πλάσμα διαισθάνεται. Στις τελευταίες σελίδες της Μαρίας της Αιγυπτίας, πολλές φορές μου ήρθε στο νου η Ουίννυ του Beckett. Μέσα στην αμφισβήτηση των πραγμάτων και της ζωής, η τελευταία στιγμή είναι η μοναδική βεβαιότητα. Και το πλάσμα προετοιμάζεται γι’ αυτή τη βεβαιότητα, που θα την υποδεχτεί τραγουδώντας. Είναι και το τραγούδι ένα φως. Και ποιος ξέρει αν στο βάθος δεν είναι ένα ίδιο φως με αυτό της Μαρίας των άμμων!»
Και να ένα απόσπασμα από τη Μαρία την Αιγυπτία που επαληθεύει την άποψή μου. Γιατί δεν μπορεί να γράψει ένας συγγραφέας τα παρακάτω λόγια, χωρίς να πιστεύει σε αυτό το άλλο φως; Λοιπόν, λέει στη Μαρία των άμμων – όπως την αποκαλεί:
«Πού είσαι, Μαρία, τώρα; Πού είναι εκείνο που μένει από σένα, αυτή η συνάθροιση από δέρμα, κόκαλα και αίμα – πού μένει αίμα; Συνάθροιση σιωπής που προχωρεί μέσα στη γυμνότητα, αρμενίζει ανάμεσα σε δύο ερήμους, σε δύο πνοές. Αποσαρκωμένη. Έχεις πάρει το χρώμα, τη σύσταση μιας άμμου λεπτής, διάστικτης από νύχτα ή μιας χλαμύδας δεόμενης, που θα ήθελε να μοιάζει με ακάνθινο άγγελο. Και πηγαίνεις, προχωρείς, γλιστράς και αρμενίζεις πάνω στην άμμο, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας τους αμμόλοφους, χωρίς προσπάθεια, σκελετός μουσικός. Η έρημος είναι το ένδυμά σου. Προσεύχεσαι μέρα νύχτα. Χωρίς λέξεις. Σχισμή στοματική, πεισματικά κλεισμένη. Προσεύχεσαι με ψαλμωδίες, με δεήσεις, μια μουσική εσώτερη που σε διατρέχει και σε κατοικεί. Ο άνεμος παίζει κι αυτός, διαπερνώντας την αέρινη σάρκα σου, και όλο σου το κορμί γίνεται καντάτα.
Στην αρχή, όταν προχωρείς, περιπλανώμενη την αυγή, ακούγεται μια πνοή κρατημένη μέσα σου, σαν το αναρρίγημα ενός ιστού αράχνης, πνοή που μεταμορφώνεται σε άσμα, σε μελωδία, σε ψαλμό».
Ιδού το τραγούδι της τελευταίας ώρας – όταν σημάνει για τον ύπνο. Και παρακάτω γράφει:
«Δυνάμεις ανήκουστες, γεννημένες από την τελλουργική, την υπεδάφια νύχτα, όπως άλλες γεννιούνται από το γαλάζιο. Οι ίδιες δυνάμεις, Μαρία, ακριβώς οι ίδιες. Που συγκρατούν τον ασκητή στον αέρα ή που υψώνουν τα όρη.
Συρόμενη, παρασυρόμενη από τους ανέμους, τώρα τους αγγέλους. Το σώμα σου ένα τελευταίο ψιθύρισμα. Κατεβαίνει απαλά, πολύ απαλά. Σε λίγο θα ακουμπήσει στο χώμα».
Στο δεύτερο μυθιστόρημά του «Η σκόνη του κόσμου», η ασκητεία της ανθρώπινης ύπαρξης, ως οδός άγουσα στην υπερβατική αλήθεια, δεν εστιάζεται στους αναχωρητές της ερήμου ή στις σκήτες του Άθω, αλλά στην Ανατολία, στην ταπεινή ζωή ενός περιπλανώμενου ποιητή τροβαδούρου του 13ου αιώνα, του Γιουνούς Εμρέ. Με το ίδιο πάθος, και στο έργο αυτό, αναζητά την άλλη αλήθεια. Και δείχνει ότι τον γοητεύουν οι ίδιοι ασκητικοί χώροι, ο Άθως, η έρημος των αναχωρητών, η άνυδρη στέπα. Στη Σκόνη του κόσμου, όπως και στη Μαρία την Αιγυπτία, ο Lacarrière κινείται σε δύο επίπεδα. Το ένα ξετυλίγει την περιπέτεια του προσώπου, τις εσωτερικές διαδρομές, την εξελικτική πορεία προς το ζητούμενο που είναι η τελική γνώση. Στο άλλο επίπεδο σκιαγραφούνται ο ιστορικός περίγυρος, η εποχή, οι θρησκευτικές δοξασίες, η πολιτική των ηγεμόνων, οι μετακινήσεις των λαών. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται τον 13ο αιώνα, όταν στην Ανατολία κυριαρχούσαν από τη μια οι Σελτζουκίδες σουλτάνοι, που προσπαθούσαν να στεριώσουν τις νομαδικές φυλές των λαών τους, και από την άλλη οι ατέλειωτες ορδές των Μογγόλων κατακτητών. Ο Γιουνούς Εμρέ, ο ασίκης, είναι μια περιπλάνηση αναζήτησης του Θεού και της αλήθειας, της φωτισμένης γνώσης. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι «ένα ταξίδι στην καρδιά του ανθρώπου που παίρνει τη μορφή μύθου», όπως ο ίδιος έγραψε. «Έλα να γνωριστούμε, λέει ο Γιουνούς Εμρέ στα ταργούδια του, να κάνουμε εύκολο το δύσκολο / να αγαπήσουμε και να προσπαθήσουμε να αγαπηθούμε / αυτός ο κόσμος σε κανέναν δεν ανήκει».
Στην αρχή του μυθιστορήματος, ο Γιουνούς χτυπά απεγνωσμένα την πόρτα ενός τεκέ και περιμένει να του ανοίξουν. Τεκές ήταν ο τόπος λατρείας και προσευχής, θρησκευτικής τελετουργίας. Εκεί υπήρχε πάντοτε κάποιος δάσκαλος, κάποιος αγαπημένος, μυημένος, ο Μεβλανά, που είχε φτάσει ήδη στην πνευματική τελείωση. Μέρες ολόκληρες χτυπά την πόρτα ο Γιουνούς. Κι όταν ανοίγει, ο Μεβλανά τον υποδέχεται σαν άτομο που θα αφοσιωθεί στην περιπέτεια του διαλογισμού και της αναζήτησης της αλήθειας. Και αυτό πρέπει να το κάνει μόνος. Όμως ο Γιουνούς δεν ξέρει πώς να το κάνει. Και αρχίζει από τα πιο ταπεινά πράγματα. Παίρνει τη σκούπα και κάθε πρωί αρχίζει να σαρώνει την αυλή του τεκέ. Η σκόνη της σκούπας είναι το πρώτο στοιχείο, «το άστατο και φευγαλέο», του διαλογισμού του. Από εκεί ξεκινά το άπειρο που θα κατακτήσει, η περιπλάνησή του, ανάμεσα στο μυστήριο του υλικού κόσμου και στο μυστήριο που καλύπτει την ανθρώπινη ψυχή. Η πορεία του Γιουνούς προς την τελείωση είναι μαζί και ασκητεία και απέραντη μοναξιά, απέραντη σιωπή. Με λόγο βαθιά ποιητικό, λόγο μιας εύθραυστης κρυστάλλινης αντήχησης, ο Λακαριέρ δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα μαγείας, ένα μυθικό σύμπαν όπου κυριαρχεί το μαγικό στοιχείο, το εξωλογικό. Μια θαυμαστή υπερρεαλιστική σύζευξη του μυθικού με τις νοητικές δυνάμεις που έφτασαν σε τέτοιο στάδιο εσωτερικής γνώσης ώστε να εξουσιάζουν τον υλικό κόσμο. Όμως τότε συμβαίνει τούτο το παράδοξο: Ο Γιουνούς, στο τέλος της περιπλάνησής του, όταν πια γίνεται ο Μυημένος, φτάνει σε μια οδυνηρή διαπίστωση. Τόσο απορροφήθηκε από τα στοιχεία του κόσμου και από την αγάπη του για τους άλλους, που έγινε ο Κανένας. Έχασε το όνομά του, τη σκιά του, το πρόσωπό του.
«Όταν τελικά συναντήσει τον Κανένα, όταν τελικά γίνει ο ίδιος Κανείς, τι απομένει από τη ζωή του ανθρώπου;» αναρωτιέται. Και λέει στο τελευταίο του τραγούδι:
Ήταν ο Θεός που λαχταρούσα.
Τον βρήκα. Και μετά;
Θρήνησα μέρα με τη μέρα
κι ύστερα γέλασα. Και μετά;
Στις συνομιλίες των μυημένων
ήμουν μπουκέτο ρόδα κόκκινα
Άνθισα κι ύστερα μ’ έκοψαν
μαράθηκα… Και μετά;
Αν οι σοφοί και οι μορφωμένοι
βρήκαν μέσα στο μεντρεσέ
Εγώ στο βάθος της ταβέρνας
βρήκα. Και μετά;
Άκουσε, άκου τον Γιουνούς
άκου εκείνον τον τρελό Γιουνούς.
Ναι, βυθίστηκα στη γνώση
των μυημένων. Και μετά;
Η αμφισβήτηση των πάντων. Η ματαιότητα και η υπαρξιακή αγωνία ως την τελευταία ανάσα.
Ο Γιουνούς έγινε ο Μυημένος, έφτασε στην τελειότητα, την πλήρωσε με απέραντη μοναξιά, με απέραντη σιωπή και απάρνηση. Όμως έφτασε επίσης και στην αμφισβήτηση των πάντων. Είναι σαν να λέει: Τα έκανα όλα αυτά. Ε, και τι έγινε.
Θα διαβάσω λίγους στίχους από ένα ποίημα του Jacques Lacarrière που είναι στη «Συγγραφική Πορεία» και πιστεύω πως τον προσδιορίζει:
Πίστευα πως το ‘βλεπα μπροστά μου
Μα ήταν μέσα μου εκείνο το τοπίο
Ερημίτης περιπλανώμενος σαν όχθη
Που ψάχνει θάλασσα να περικλείσει
Ιδού ο περιπλανώμενος ερημίτης που ταυτίζεται με τα πρόσωπα της ασκητείας των βιβλίων του.
Για να θέσω τη δική μου σκέψη: Λέω, πως τούτη την ώρα, μπορεί και να υπάρχει κάπου, σε μιαν άλλη διάβαση, σε μια διαφορετική οδοιπορία, ερημίτης περιπλανώμενος μέσα στη μεγάλη νύχτα. Μπορεί η γνώση του Βασιλείδη που κατέκτησε στους «Γνωστικούς» του και στους «Ένθεους» να είχε μέσα της ένα τρίμμα του άλλου φωτός, εκείνου που ο Ελύτης το είπε «εγκαυστικό».
Γιατί θα τελειώσω με ένα στίχο του Ελύτη: «Το φως δουλεύοντας τη σάρκα», είπε. Κι αυτό κλείνει μέσα του όλη την εξαγνιστική πορεία μιας ασκητείας προς τη διαφάνεια, που είναι το φως το μεταφυσικό του Άλλου Καιρού.
Η ομιλία έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αφιέρωμα στον Jacques Lacarrière, ημερίδα, 1 Απριλίου, 2006