«Έζησα σε μια μοναχικότητα που εγώ την επέλεξα. Μια ανασφάλεια πάντα με παίδευε, μια αγωνία υπαρξιακή δεν μ’ άφηνε να ησυχάσω. Γινόταν ενοχή σκοτεινή. Γινόταν ανάγκη ενδοσκόπησης. Ωστόσο στα βιβλία μου υμνώ τη χαρά της ζωής. Μπορεί και να έγραφα μόνο και μόνο για να βρω στο βάθος των γραπτών μου τη χαρά. Αυτή που τόσο φειδωλά χαρίζει η ίδια η ζωή».
Αυτά τα απλά λόγια από το τελευταίο της βιβλίο Μαζεύω τα υπάρχοντά μου «τούτη την περιδιάβαση της ψυχής», όπως το χαρακτηρίζει και η ίδια, σκιαγραφούν τον άνθρωπο και τη συγγραφέα Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, τις αμφίδρομες σχέσεις έργου και ζωής, καθώς η αγωνία της ύπαρξης, ο φόβος του εφήμερου διαποτίζει τη λογοτεχνική της δημιουργία, που με τη σειρά της γίνεται υπέρβαση της αγωνίας και λύτρωση. Ο στοχασμός της γίνεται «ποίηση μυστική, μυητική», που καταργεί το χρόνο, καταφέρνει να συμφιλιώσει το υπαρκτό και το εφήμερο με το μεταφυσικό και το αθάνατο. Καταξιωμένη πεζογράφος, διηγηματογράφος, θεατρική συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, η Μαρία Λαμπαδαρίδου είναι πάνω από όλα ποιήτρια: «Η ποίηση ήταν πάντα το πρώτο μου υλικό, η ακατέργαστη ύλη των βιβλίων μου», μαρτυρεί η ίδια.
ΛΗΜΝΟΣ: Τα είκοσι πρώτα χρόνια
«μιας απόλυτης πνευματικής ερημιάς» (1933-1953)
«Τα βράχια μου. Όλος ο κόσμος μου ήταν οι θαλασσόβραχοι με την αλισάχνη πάνω τους και τα κύματα να με ταξιδεύουν. Εκεί εγώ. Με την ποίηση του Ελύτη και του Έλιοτ κάτω απ’ το μαξιλάρι μου τις νύχτες. Με την ποίηση να περπατώ στα έρημα ακρογιάλια και να λέω ξανά και ξανά τους στίχους, μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε / πώς να στοχαστούμε»
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου γεννήθηκε στο Κάστρο της Λήμνου το 1933. Τα πρώτα παιδικά της χρόνια σημαδεύονται τόσο από τις τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής όσο και από την αγωνία να μάθει τι σημαίνει η ύπαρξή της μέσα στον κόσμο. Χρόνια δύσκολα, χρόνια στέρησης και κακουχιών, χρόνια καταπίεσης που θα συνεχιστούν με μια εφηβεία «απόλυτης πνευματικής ερημιάς».
Μοναδικό αντίδοτο τα χρόνια εκείνα, οι αφηγήσεις του Μικρασιάτη πατέρα της, του ιεροψάλτη Κλεόβουλου, αφηγήσεις από τη χαμένη πατρίδα, μνήμες της «εξορίας και του διωγμού». Η πρώτη ποίηση που ακούει ως παιδί είναι οι ψαλμοί που της διαβάζει τα χειμωνιάτικα βράδια.
Από την άλλη μεριά, η φύση, η γη της Λήμνου έρχεται να δώσει διέξοδο στα όνειρά της, στις αγωνίες της. Η Μαρία Λαμπαδαρίδου αναπτύσσει σχεδόν ερωτική σχέση με τα στοιχεία της φύσης, γίνεται ένα μαζί τους. Βράχια, κύματα, ακρογιάλια, αέρας καθρεφτίζουν τις πνευματικές της ανησυχίες, υποτάσσονται στις επιθυμίες της, στα οράματά της: «Να νυχτώνει και να γίνομαι ένα με τον ίσκιο του θαλασσόβραχου. Να φυσά ο αιγαιοπελαγίτικος άνεμος κι εγώ να ονειρεύομαι τον κόσμο πέρα από μένα». Ήδη από την εποχή εκείνη η έφηβη κυοφορεί μέσα της όλη αυτή την ορμή, τη δύναμη που δεν θα αργούσε να γίνει ποίηση, να γίνει λόγος. Η ιδιαίτερη εκείνη ατμόσφαιρα του νησιού διαποτίζει όλες της τις αισθήσεις, την ψυχή της, περνάει στις παθιασμένες της αναμνήσεις που την ακολουθούν ως μόνιμη σχεδόν πηγή έμπνευσης.
Δίνει εξετάσεις στο Επαρχείο της Λήμνου (μόνη ανάμεσα σε 13 αγόρια), πετυχαίνει. Ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Αθήνα και αγοράζει τα πρώτα της βιβλία που θα σημαδέψουν και τη μετέπειτα συγγραφική της πορεία, Προσανατολισμοί του Ελύτη και Έρημη Χώρα του Eliot, η πρώτη της επαφή με την ποίηση. Την πνευματική ερημιά διαδέχεται μια «σχέση μαγείας με τον κόσμο» που θα καταθέσει στην πρώτη της ποιητική συλλογή Συναντήσεις (1959).
Η ΕΡΗΜΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ:
«Πρώτη αίσθηση φθοράς» (1953-1965)
Ενώ εργάζεται στο Επαρχείο της Λήμνου δίνει εξετάσεις στην Πάντειο. Πολλαπλασιάζονται τα ταξίδια στην Αθήνα για εξετάσεις, που πολλές φορές θυσιάζονται στο βωμό κάποιας παράστασης του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν. Το 1965 παίρνει το πτυχίο της και ταυτόχρονα μετάθεση για τη Νομαρχία Αττικής. «Είναι οι πρώτες ρυτίδες στην ψυχή μου» «η γνωριμία μου με την μοναξιά», θα πει η συγγραφέας, ενώ κουβαλάει μαζί της, χωρίς να το ξέρει, τη γενέθλια γη ως «ανεξάντλητη πηγή» και «ποίηση» που θα τροφοδοτήσει την ψυχή της.
Η εποχή της φθοράς είναι ταυτόχρονα και περίοδος έντονης πνευματικής δραστηριότητας. Ενώ διαβάζει παράφορα Καζαντζάκη, Sartre, Nietzsche, Dostoievsky, Bergson, γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα Το όραμα του Αλέξη Φερά που κυκλοφορεί το 1960 από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, δέχεται εξαιρετικές κριτικές. Λίγο αργότερα κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική της συλλογή Σπουδή (1961), που η ίδια χαρακτηρίζει «μύηση στη γνώση του πόνου και της φθοράς», και το πρώτο της θεατρικό έργο Το Μικρό Κλουβί (1965).
Γνωρίζεται με λογοτέχνες της εποχής, Καραντώνη, Κατσίμπαλη, Θεοτοκά, Καρούζο, ενώ συνεχίζει να διαβάζει Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, Eliot, Camus, Nietzsche. Η Γέννηση της Τραγωδίας γίνεται το ευαγγέλιό της καθώς και το βιβλίο του Δημήτρη Καπετανάκη Έρως και Χρόνος. «Ο χρόνος γίνεται μια τυραννική έννοια που σκάβει σε βάθος την ψυχή μου. Γίνεται μια καινούργια αγωνία, που στα κατοπινά χρόνια θα την πω υπαρξιακή», καταθέτει η συγγραφέας.
Η μίζερη ζωή του δημόσιου υπαλλήλου, η μοναξιά, το εξοντωτικό ωράριο, τα ταραγμένα χρόνια του ένα, ένα, τέσσερα, αλλά και οι προσωπικές και υπαρξιακές αναζητήσεις βρίσκουν διέξοδο στον ποιητικό ρεαλισμό του Tennessee Williams, στο θέατρο του παραλόγου του Samuel Beckett, αλλά και σε καινούργια αναγνώσματα, Proust, Woolf, Καβάφη, σύγχρονοι θεατρικοί, Miller, Genet Παραγωγή της εποχής αυτής οι Μικροί Κόσμοι (1963), «ελιοτικά παραληρήματα» με τα οποία αποχαιρετά τη μαγεία της πρώτης νιότης αλλά και το μυθιστόρημα Μικρό Κλουβί (1965). Η κριτική το χαρακτηρίζει πρωτοποριακό. Βραβεύεται από την «Ομάδα των Δώδεκα» και το βραβείο συνοδεύεται από υποτροφία για θεατρικές σπουδές στη Σορβόννη.
ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΒΡΑΧΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ
ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ:
Καινούργιες εμπειρίες και συγκινήσεις (1965-1967)
Το Παρίσι του Quartier Latin, η Rue des Feuillantines, ο βροχερός καιρός έρχονται να επουλώσουν τις πληγές της δίνοντας τροφή για καινούργιες δημιουργίες. Το πρωί ως τις τέσσερις στη Σορβόννη, στο Θεατρικό Τμήμα με τους Καθηγητές Dort, Gouiller, Tissier, Antonetti και το απόγευμα στην Alliance Francaise για την ενίσχυση της γαλλικής γλώσσας. Το Παρίσι σφύζει από πνευματική ζωή και πρωτοπορία που θα αγγίξει βαθιά τη φοιτήτρια. Βιώνει έντονα την αίσθηση του παραλόγου. «Η ποίησή μου περνά σε άλλη διάσταση “θεατρική”», λέει η ίδια.
Καρποί της εποχής αυτής έντονων και καινούργιων εμπειριών Το Γυάλινο Κιβώτιο, που αγαπήθηκε από τον Samuel Beckett, Οι Σχεδίες, Ο Χορός της Ηλέκτρας και Η Αντιγόνη (1967). Το θεατρικό Αντιγόνη Ή Νοσταλγία Της Τραγωδίας αποκαλείται από την ίδια «προσωπική επανάσταση για το κτύπημα της χούντας», εγκρίνεται στο Παρισινό Odeon, παίζεται στο Φλαμανδικό Βέλγιο και στο Πανεπιστήμιο Hayward της Καλιφόρνιας. Το έργο χαρακτηρίστηκε από την θεωρητικό της λογοτεχνίας Ζωή Σαμαρά «θεατρικό ποίημα» που «δίνει φιλοσοφικές διαστάσεις στην πράξη της Αντιγόνης και θέτει το ερώτημα τι είναι τραγωδία σήμερα».
Και πάλι η ποίηση λειτουργεί ως λύτρωση καθώς όλα τα θεατρικά «περνούν» στη συλλογή Τοπία Εφηβείας ποιήματα της οποίας θα απαγγελθούν αργότερα από τους φοιτητές σε αντιστασιακά στέκια της Πλάκας.
Στο Θέατρο Odeon βλέπει το έργο του Beckett Oh! Les beaux jours, συγκλονίζεται καθώς ξυπνά μέσα της μια «βαθιά υπαρξιακή αίσθηση», ενώ το ταυτίζει με τη σύγχρονη τραγωδία. Έρχεται η πρώτη ομιλία στη Σορβόννη με θέμα: Το έργο του Samuel Beckett σε αντιπαράθεση με την Αρχαία Τραγωδία και με υπότιτλο Η Σύγχρονη έννοια του Τραγικού. «Με αυτήν την υποδομή σκέψης, με αυτή την βιωματική εμπειρία, γράφω την Αντιγόνη μου, όταν χτύπησε η χούντα», καταθέτει η συγγραφέας.
Η επαφή της με την ποιητική του Gaston Bachelard, με τα έργα των Jouvet, Robbe-Grillet, Artaud, η γνωριμία της με τη φιλοσοφική σκέψη των Camus, Steiner, ένα άρθρο του Domenach για την σύγχρονη έννοια του Τραγικού, καθώς και παρακολουθήσεις παραστάσεων πρωτοποριακού θεάτρου βάζουν την καθοριστική τους σφραγίδα στη μετέπειτα συγγραφική πορεία της Μαρίας Λαμπαδαρίδου. Ζητά την άδεια από τον Beckett να μεταφράσει το έργο Oh! Les beaux jours και αρχίζει μαζί του αλληλογραφία που θα κρατήσει από το 1968 μέχρι το θάνατό του.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1967-1973)
Υπάλληλος στο Υπουργείο Εσωτερικών με προϊσταμένους τον Λαδά και τον Παττακό. Είναι υπό παρακολούθηση. Τα Τοπία Εφηβείας περιέχουν ένα στίχο του Lorca! Υποχρεώνεται από τον Λαδά να κάνει ομιλία για την 21η Απριλίου, την γλιτώνει με το πρόσχημα χειρουργείου μιας ανύπαρκτης σκωληκοειδίτιδας!
Το καθεστώς της χούντας, η τρομοκρατία, ο φόβος ξυπνά μνήμες της Κατοχής. Οι καφκικές νουβέλες Χάρτινα Πρόσωπα (1968) και το θεατρικό του παραλόγου Σ’ αποχαιρετώ με το φθινοπωρινό πρωτοβρόχι είναι μαρτυρίες εκείνης της εποχής.
Το 1969 ενώ ο Beckett παίρνει το Βραβείο Νόμπελ, κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Δωδώνη, μετάφρασή της του έργου του Oh Les beaux jours με εισαγωγή της ίδιας όπου αναπτύσσει τη θέση της για την σύγχρονη τραγωδία. Ενόψει του Νόμπελ καλείται από τη Γαλλική Πρεσβεία να μιλήσει για το έργο του Beckett, ενώ το όνομά του συγκαταλέγεται μεταξύ των «απαγορευμένων συγγραφέων» στη λίστα της Νομαρχίας. Δέχεται την πρόσκληση, τολμά και γλιτώνει την τιμωρία προσποιούμενη ότι δεν ήξερε ότι ήταν απαγορευμένος!
Το 1970 βιώνει στο Παρίσι την συγκλονιστική εμπειρία της συνάντησης με τον ίδιο τον Beckett που θα σημαδέψει βαθιά τη σκέψη της και την ψυχή της. Το 1971 κυκλοφορεί το ποιητικό μυθιστόρημα Γκρίζα Πολιτεία που την λυτρώνει από την τυραννία του φόβου και την ίδια χρονιά, «στο πείσμα των καιρών», ανεβαίνει από τη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου Ο Χορός της Ηλέκτρας.
ΙΕΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ (1973-1979)
Παντρεύεται τον Μίνωα Πόθο το 1973 και ετοιμάζει την ποιητική συλλογή Το Φως του Προσώπου σου για τον ερχομό του γιου τους Εμμανουήλ, ενώ σχεδιάζει παράλληλα το βιβλίο Γράμμα στο γιο μου κι ένα Άστρο που θα γίνουν μετά από χρόνια το 1982 πετυχημένη σειρά εκπομπών στο ραδιόφωνο. «Καμιά άλλη περίοδος της ζωής μου δεν ήταν τόσο δημιουργική και τόσο περίεργη όσο εκείνοι οι μήνες. Σώμα και μυαλό και ψυχή είχαν μια περίεργη ευαισθησία», λέει η μέλλουσα μητέρα. Την ίδια περίοδο της «ακινησίας» γράφεται και το θεατρικό Χάρτινο Φεγγάρι.
Οι δύσκολοι καιροί της δικτατορίας όμως ξυπνούν το φόβο της παιδικής ηλικίας που αναδύεται μέσα από όνειρα εφιαλτικά. Παλεύοντας με τα φαντάσματα της μνήμης, η Λαμπαδαρίδου ξαναγυρίζει στη Λήμνο με τον άνδρα της και το παιδί της προσπαθώντας να επανασυνδεθεί με όσα έζησε εκεί. Τίποτα όμως δεν είναι το ίδιο. Στο μυθιστόρημα Γκρίζα Πολιτεία μαρτυρεί την «καταστροφή του χώρου», την «εισβολή του τουρισμού», την «εκβαρβάριση». Και πάλι η ποίηση «λυτρώνει», «βγάζει από τον σπαραγμό».
«ΤΟ ΠΑΙΔΑΚΙ ΕΚΕΙΝΟ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΑΣΤΡΟ ΠΟΥ ΕΣΒΗΣΕ»
(1979-1984)
Τη μέθη της πρώτης μητρότητας διαδέχεται η οδυνηρή εμπειρία του θανάτου του δεύτερού της παιδιού· η συγγραφέας βιώνει το αίσθημα της απώλειας ενός «άστρου» που η μνήμη του θα την εξουσιάζει τυραννικά φωτίζοντας τη μετέπειτα συγγραφική της δημιουργία.
Διαβάζει μόνο Samuel Beckett. Το έργο του, «αυτή η ερήμωση της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε ένα παράλογο κόσμο», την βοηθάει να αναδυθεί δίνοντάς της την «αίσθηση της αβύσσου». Παράλληλα γράφει το δοκίμιό της Samuel Beckett-Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης (1980). Αυτή η εμπειρικά βιωμένη άβυσσος υπάρχει από τότε σε όλα τα βιβλία της, στη ζωή της.
Πέντε χρόνια αργότερα κάνει τη δειλή επανεμφάνισή της στα γράμματα. Στρέφεται στη μεταφυσική των πραγμάτων και της σκέψης, προσπαθεί να εισχωρήσει στο «αθέατο». Η ποίηση βιώνεται ως λειτουργία ύπαρξης και η άβυσσος ως προέκταση ύπαρξης. Ο Ιερός Ποταμός, η Λάμπα Θυέλλης αντανακλούν βιώματα εκείνης της εποχής.
Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (1984-1990)
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου προσπαθεί να ανακτήσει τα χρόνια της σιωπής και της απουσίας. Ετοιμάζει την ποιητική συλλογή Περπατώ και ονειρεύομαι (1984) που συμπυκνώνει όλα τα βιβλία που γράφει εκείνο τον καιρό:
– Ένα βιβλίο ποιητικής πρόζας που θα κυκλοφορήσει με τον ίδιο τίτλο και θα εκδοθεί το 1987 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.
– Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου (1982). Ο Ελύτης που είχε γνωρίσει χρόνια πριν της είχε γράψει το πρώτο γράμμα όταν κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή Συναντήσεις αποκαλώντας την ποιήτρια – την παρότρυνε να ολοκληρώσει τη μελέτη αυτή με τη βοήθεια του ίδιου. Η ενασχόλησή της με την ποίηση του Ελύτη λειτουργεί ως ανάγκη «να βγει στην Ελληνική υπέρβαση, να βρει την Ελληνική αρχή της σκέψης και της φιλοσοφίας» ύστερα από τη μύησή της «στο αδιέξοδο της ανυπέρβατης αβύσσου του Beckett αλλά και του μηδενισμού της δυτικής διανόησης». Διαβάζει Πλάτωνα, Προσωκρατικούς, Εμπεδοκλή, Αναξαγόρα, Ρωμανό Μελωδό, Δαυίδ. Η μελέτη αυτή θεωρήθηκε από τον Νομπελίστα ως το μοναδικό βιβλίο που αποκάλυπτε την ψυχή του και την ποίησή του.
– Σπίτι μου της Μικρασίας, στη μνήμη του πατέρα της (1986).
– Απάντηση σε ένα γράμμα και μία Τύψη (1983), ως απάντηση στα γράμματα αναγνωστών που έλαβε για το Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο.
Παράλληλα με τη συγγραφική της δραστηριότητα μεγαλώνει το γιο της, ενώ έχει παραιτηθεί από το Υπουργείο.
Η Λήμνος όμως εξουσιάζει τα όνειρά της, και ενώ συνεχίζει τη συγγραφική της δραστηριότητα, αποφασίζει να επιστρέψει στη γενέτειρα προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με τα φαντάσματα, τις τραυματικές μνήμες που την παιδεύουν εδώ και 20 χρόνια. Μαζεύει τα όνειρά της και (στηριζόμενη στη θεωρητική σκέψη του Bachelard) τα κάνει βιβλίο, τις Νύχτες Φεγγαριού – Δεκαοκτώ Όνειρα, «το πιο προσωπικό της βιβλίο» που θα κυκλοφορήσει από την Εστία το 1984.
Συνειδητοποιεί τον «δεσμό» με τη Λήμνο, αλλά κυρίως αντιλαμβάνεται ότι αναζητώντας τη Λήμνο αναζητά στην πραγματικότητα τον εαυτό της. «Ποτέ ξανά η Λήμνος δεν βασάνισε τα όνειρά μου. Ή, όταν ερχόταν στον ύπνο μου, ήταν μόνο για να μου φέρει κάτι καλό. Να μου φέρει τις μνήμες τις όμορφες. Να μου θυμίσει τα αγαπημένα τοπία. Τo βιβλίο αυτό ήταν μια βαθιά συμφιλίωση, ή, ίσως, η συνειδητοποίηση των δεσμών “αίματος” που με είχαν δέσει μαζί της. Γιατί ο δεσμός μου με τη Λήμνο είχε ρίζες βαθιές, οργανικές, υπαρξιακές, ακόμα, θα έλεγα, οντολογικές».
Η Λαμπαδαρίδου εισχωρεί ακόμη πιο βαθιά στον πολιτισμό της ιδιαίτερής της πατρίδας. Ενθαρρύνεται από τον δάσκαλο και «βιογράφο» της Λεωνίδα Βελιαρούτη και γράφει το πρώτο της ιστορικό μυθιστόρημα Η Μαρούλα της Λήμνου (Κέδρος 1986). Μια από τις νουβέλες της συλλογής, Η Υπεροχή (1987), γίνεται το επόμενό της μυθιστόρημα, Η Επέτειος των Ρόδων (Κέδρος 2002).
Η ποιητική συλλογή Μυστικό Πέρασμα (1989) μεταφράζεται από τον Σουηδό μεταφραστή του Ελύτη Ingemar Rhedin και κυκλοφορεί από τον μεγάλο οίκο της Στοκχόλμης Bonniers (1996).
Η ίδια συλλογή μεταφράζεται στα Γαλλικά από τον Jacques Lacarriere και με δική του εισαγωγή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Le Temps qu’il fait (1995), και στα Αγγλικά από την Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Καλιφόρνιας Theony Condos, δημοσιεύεται στο πανεπιστημιακό περιοδικό The Charioteer, An Annual Review of Modern Greek Culture, 2000-2002, με εισαγωγή του Α. Αθανασάκη.
Το 1991 προτείνεται από το Υπουργείο Πολιτισμού για το Αριστείο της Ευρώπης.
Ετοιμάζει το δεύτερο ιστορικό της μυθιστόρημα Η Δοξανιώ που θα κυκλοφορήσει από τον Κέδρο το 1990 και ταυτόχρονα μια συλλογή διηγημάτων Λυκόφως της Μοναξιάς, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντης το 1991.
Δεν πρέπει εδώ να παραλείψουμε ότι σε αυτήν την περίοδο της ζωής της, ενώ γράφει το Μυστικό Πέρασμα και το Σώμα Θυμήσου, πραγματοποιείται το Πρώτο Διεθνές Συνέδριο Γυναικών Θεατρικών Συγγραφέων στο Πανεπιστήμιο του Buffalo της Νέας Υόρκης το 1988. Αποστολή από την Ελλάδα ορίζονται οι συγγραφείς Μαργαρίτα Λυμπεράκη και Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Το θέμα του συνεδρίου είναι Η Γυναίκα Θεατρική Συγγραφέας Σήμερα. Μπροστά σε ένα ακροατήριο τριακοσίων γυναικών από όλο τον κόσμο, συγγραφείς, σκηνοθέτες, πανεπιστημιακές της δραματολογίας, θεατρολόγοι, η Μαρία Λαμπαδαρίδου «κάπως χαμένη» από την ανεπάρκεια στη γλώσσα, θα κάνει την παρέμβασή της, θα τολμήσει να διαφωνήσει. Η ομιλία της εντυπωσιάζει και ευθύς δημοσιεύεται στους Times της Νέα Υόρκης. Της ζητιέται να παρουσιάσει απόσπασμα από το θεατρικό της έργο. Προτείνει το Γυάλινο Κιβώτιο που γνωρίζει μεγάλη απήχηση στις γυναίκες του διεθνούς θεατρικού κόσμου. Η συγγραφέας ζει μία από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις της ζωής της που έρχεται να ανατρέψει το αίσθημα απόρριψης και πικρίας που τότε την βασανίζει.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ (1990-2000)
Τα χρόνια της σιωπής οδηγούν την Λαμπαδαρίδου σε μια δημιουργική δεκαετία. Παράλληλα με την προετοιμασία της συλλογής Επί Πτερύγων Ανέμων ξαναγυρίζει στο μυθιστόρημα. Ολοκληρώνει το Σώμα θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες (Καλέντης 1990) με θέμα τον αγώνα της γυναίκας να κατακτήσει το πρόσωπό της. Την ίδια θεματική ακολούθησε και η Γκρίζα Πολιτεία. Γίνονται και τα δύο ευπώλητα με ιδιαίτερη απήχηση στους νέους.
Σχεδόν ξεχασμένη μετά την απουσία της, που ονομάζει «απώλεια», η Μαρία Λαμπαδαρίδου προσπαθεί να επανενταχθεί στον κόσμο της «πνευματικής αγοράς». Ενώ κυκλοφορεί το Λυκόφως της Μοναξιάς (Καλέντης 1991), ανεβαίνει στο θέατρο Βεργή του Χρήστου Φράγκου το θεατρικό Παιχνίδι με το χρόνο και στο τηλεοπτικό θέατρο της Δευτέρας παρουσιάζεται το Γυάλινο Κιβώτιο.
Το 1992 εκδίδεται από τον Κέδρο το ιστορικό μυθιστόρημα Νικηφόρος Φωκάς που ολοκληρώνει την ιστορική τριλογία, μαζί με τη Μαρούλα της Λήμνου (1986) και τη Δοξανιώ (1990). Θα αγαπηθούν ιδιαίτερα από το μαθητικό κόσμο.
Δημιουργία της ίδιας εποχής και Η Λάμπα Θυέλλης (Καλέντης 1993), όπου κυριαρχεί το υπερφυσικό στοιχείο, «ένα μυθιστόρημα όπου προσπάθησα, με υπερρεαλιστική δομή να δώσω την υπαρξιακή περιπέτεια του ανθρώπου», καταθέτει η ίδια. Το 1994 το μυθιστόρημα παίρνει το Βραβείο Πεζογραφίας του Ιδρύματος Ουράνη, ενώ η συγγραφέας ομολογεί πως δεν συμπλέει με τους νέους καιρούς, με τη νέα αντίληψη για την επιτυχία και συνειδητά επιλέγει την μοναχικότητα.
Την ίδια χρονιά ολοκληρώνονται και κυκλοφορούν οι νουβέλες Ναταλία και Χριστίνα (Καλέντης 1994), ενώ παράλληλα η συγγραφέας δουλεύει το μυθιστόρημα Πήραν την Πόλη, πήραν την. Κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή Επί πτερύγων ανέμων (1995), τον τίτλο τον δανείζεται από τους ψαλμούς, βυθίζεται στην ανάγνωσή τους, βρίσκει έναν άλλο κόσμο που την στηρίζει.
Η συλλογή αυτή σηματοδοτεί και τη μεταστροφή που γίνεται μέσα της ύστερα από την «απώλεια». Βλέπει τον κόσμο από διαφορετική οπτική γωνία. «Η διαίσθησή μου για τον κόσμο και για την ύπαρξη μοιάζει με σκοτεινό κρύσταλλο όπου κατοπτρίζονται οι αθέατες πτυχές της ψυχής μου. Κατοπτρίζονται εκείνα τα βαθιά υδάτινα πεδία όπου φυτρώνουν τα όνειρα. Και ο ύπνος μου έχει πια μια διαφάνεια κρυστάλλινη, από όπου μπορώ και βλέπω. Φεύγω, λέω. Αυτό ήταν. Αισθάνομαι πως φεύγω. Αυτός ο διαφανής ύπνος μου με τα όνειρα να φεγγίζουν την άλλη ζωή με φέρνει όλο και πιο κοντά στην “απαγορευμένη” γνώση που αναζητώ».
Ενώ τελειώνει το μυθιστόρημα Πήραν την Πόλη, πήραν την (1995), την καλούν από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας για την πρεμιέρα της Αντιγόνης. Εκεί γνωρίζει την καθηγήτρια κλασσικής φιλολογίας Theony Condos που θα μεταφράσει τη συλλογή Μυστικό Πέρασμα και αργότερα τα μυθιστορήματα Πήραν την Πόλη, πήραν την και Ο ιερός Ποταμός.
Σ’ αυτήν τη δημιουργική δεκαετία θα πρέπει να εντάξουμε και τις δύο ομιλίες της Μαρίας Λαμπαδαρίδου (συνέχεια της επιτυχίας της στο Buffalo) για την έναρξη και το κλείσιμο του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου Γυναικών Θεατρικών Συγγραφέων που έγινε θα γινόταν στο Τορόντο του Καναδά το 1991. Η πρώτη με θέμα Antigone, the Woman-Symbol of Tragic Poetry, και η άλλη σε πάνελ με θέμα Taking Authority- How to Μake our Voices Heard. Εκεί γνωρίζεται με την καθηγήτρια δραματολογίας Rhoda Kaufman. Σε συνεργασία με τον Μίνωα Πόθο θα μεταφράσουν στα αγγλικά την Αντιγόνη, για να την ανεβάσουν, ενώ έχει ήδη μεταφραστεί και στα γαλλικά από την Anne Creuchet με τίτλο Antigone ou la Nostalgie de la Tragedie.
Καρπός αυτής της γνωριμίας και το βιβλίο με τίτλo A Woman of Lemnos, ένας τόμος που περιλαμβάνει τρία θεατρικά έργα: The Glass Box, Bidding you Farewell, Antigone Or the Nostalgia of Tragedy, ποίηση και πεζά κείμενα, τα οποία ετοίμασε με δική της εισαγωγή η Καθηγήτρια Rhoda Kaufman. Το βιβλίο εκδίδεται το 2002 από τον οίκο Guernica του Καναδά.
ΚΑΙ ΘΕΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΜΙΛΗΤΟ –
Κατευόδιο της Μάνας (2000-2008)
Η ποιητική συλλογή Και Θέα προς το Αμίλητο, αλλά και το Μυθιστόρημα Ο Άγγελος της Στάχτης συνοδεύουν την ποιήτρια Μαρία Λαμπαδαρίδου στα «ορφικά μονοπάτια» καθώς σηματοδοτούν τη συμφιλίωσή της με τον «Άλλο Κόσμο», τον άγνωστο, τον «Άλλο Καιρό» του Ελύτη. Ο Άγγελος της Στάχτης είναι «η πιο καθαρή μου ποίηση», αποκαλύπτει η συγγραφέας, το απόσταγμα όλης της προγενέστερης ποιητικής της δημιουργίας: «ο ποιητικός υπερρεαλισμός του λόγου είχε γίνει υπέρβαση του πραγματικού, κι ακόμα, ανατροπή του πραγματικού. Η ποίηση ήταν για μένα πια η αφύπνιση της αρχέγονης μνήμης. Η ψυχή που αυτοαποκαλύπτεται. Που θυμάται. Και ο Κωνσταντίνος, ο λυπημένος Άγγελος της Στάχτης θυμάται. Και η θύμηση της Νέκυιας είναι πόνος. Η θύμηση της περιπλάνησής του στη μοναξιά των χιλίων χρόνων του – ή στη “Μεγάλη Νύχτα” του Beckett».
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου δεν θα ξαναγράψει ποίηση. Η ποίηση όμως θα ξαναγεννηθεί μέσα στο μυθιστόρημα και στο θέατρο.
Στα χνάρια του Άγγελου της Στάχτης, Ο Ιερός Ποταμός βαδίζει σε μια «ποιητική πεζογραφία όλο και πιο τελετουργική». Οι ποιητικές της περιπλανήσεις «λάμψεις» μιας αθέατης πραγματικότητας καταργούν το χρόνο και το θάνατο, μας φέρνουν όλο και πιο κοντά στην αλήθεια, ενώ τα βιβλία της, όπως λέει η Ζωή Σαμαρά, «καθώς συμπυκνώνουν τη σοφία των αιώνων και τη δική της, είναι γραμμένα για να ξαναδιαβαστούν».
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό – Αφιέρωμα στο έργο της “Θέματα Λογοτεχνίας” τεύχος 39, 2008 – μαζί με ολόκληρη την έως τότε εργογραφία της
Η Μαρία Μακροπούλου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης