• Skip to main content
  • Skip to secondary navigation

Maria Lampadaridou Pothou

poet novelist playwright

  • el
  • en_GB
  • biography
  • Novels
    • Children's books
  • Poetry
    • Poetic prose
  • Essay
    • Translations
  • theatre
    • staged plays
    • Published plays
  • in English
  • Current affairs
  • articles by maria
    • Studies & speeches
  • Interviews
    • Writer's workshop
  • articles for maria
    • Speeches about her work
    • Letters, posts
    • theses on her work
  • Literary events
    • Schools
  • videos
  • facebook
  • wikipedia

Excerpt

Τρίτη, 29 του σπαραγμένου Μάη, 1453, “Εάλω η Πόλις”

3rd June 2020 By maria

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου Πήραν την Πόλη, πήραν την...

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Πήραν την Πολη, πήραν την…“

Πέφτουνε… πέφτουν οι γενναίοι
Λένε πως τις μεγάλες στιγμές του ο άνθρωπος τις ζει σαν έξω από εκείνον, σε μιαν απόσταση από τη συνείδηση, σάμπως να μη χωράει μέσα τους ή σάμπως το τραγικό στοιχείο που τις συνέχει να βγαίνει κατευθείαν από τη σπαραγμένη καρδιά του κόσμου.

Πέφτει μαχόμενος ο αυτοκράτορας
Κραυγάζει ο ματωμένος στρατιώτης. Είναι ο έρως του θανάτου οι στιγμές του πια. Κραυγάζει και χτυπά. Βρυχιέται σαν λιοντάρι λαβωμένο. Κι εγώ τρέχω να πολεμήσω κοντά του. Ρίχνομαι σαν κεραυνός ξανά. Δεν υπάρχει σωτηρία, το βλέπω, κι αυτό με κάνει πιο παράφορο.

(…)
Πέφτει και σηκώνεται. Πέφτει και σηκώνεται ο ματωμένος. Και ξέρει πια πως είναι χαμένος.
«Εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου, Κύριε…» τον ακούω να λέει. Και στρέφει γύρω τη ματιά με απόγνωση, κραυγάζοντας: «Ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;» Ήμουν κοντά του. Και ήμουνα εγώ ο χριστιανός, αλίμονο. Όμως μόνο να τον προστατέψει ήθελε το σπαθί μου, ποτέ να τον χτυπήσει.
Και κραυγάζω τώρα κι εγώ, χτυπώ και κραυγάζω. «Σώσον τον βασιλέα μου εκ στόματος λέοντος την ταπείνωσίν του».

(…)
Ήτανε εκείνη τη στιγμή που ακούστηκε μια τρομακτική βουή, ένας γδούπος τεράστιος, που ξεπερνούσε τον ορυμαγδό της μάχης. Βλέπω τον αυτοκράτορα που στρέφει με αγωνία το κεφάλι προς τη σπαραγμένη Πόλη του. Ο σταυρός που στεκότανε αιώνες απάνω στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς έπεφτε στη γη με τρομακτικό κρότο. Η χριστιανοσύνη γκρεμιζότανε. Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία παραδινότανε πια στον ξένο θεό του Ισλάμ. Και η δοξασμένη βασιλίδα δεν ήτανε πια θεοφύλακτη.

Να τον άκουσε άραγε η Δύση τον γδούπο εκείνο τον ανατριχιαστικό; Να τον άκουσε ο πάπας και οι χριστιανοί ρηγάδες, που εγκατέλειψαν μονάχο και αβοήθητο τον αυτοκράτορα στην ύστατη ώρα του χαμού του; Να τον άκουσαν άραγε; Ή κομμάτι κομμάτι, σπάραγμα σπάραγμα, θα εξουσίαζε τον χρόνο τον επερχόμενο, ταράζοντας στον αιώνα τις συνειδήσεις.

(…)
«Η Πόλις μου αλίσκεται, κι εγώ ζω έτι;» κραυγάζει τώρα.
Και ευθύς ορμά μέσα στα πλήθη που εισβάλλουν, στίφη θηρίων, ορμά στο κραταιότερο σημείο χτυπώντας ακόμα και κραυγάζοντας. Η ματιά μου τον ακολουθεί με αγωνία. Χάνεται, λέω, χάνεται πια…
Και μέσα στην άγρια συμπλοκή, βλέπω κάποιον γενίτσαρο που τον χτυπάει πισώπλατα. Η μάχαιρά του σφύριξε στον αέρα και βυθίστηκε στο λαβωμένο σώμα.

Έτσι έπεσε. Μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Με τα ματωμένα χέρια του υψωμένα προς τον ουρανό, σαν να έλεγε «ο θεός, ο θεός μου, εις τι με εγκατέλιπες;»

Έτσι έπεσε, σαν απλός ανώνυμος στρατιώτης. Σαν απλός στρατιώτης. Και εκείνοι που μπαίνουνε, αγέλες πεινασμένες, τον προσπερνούν, τον ποδοπατούν, τον σκεπάζουνε στον ανώνυμο σωρό.

Εκείνος δεν καταλαβαίνει πια. Έχει περάσει ολόσωμος, μαζί με τον λαό του, και με το ματωμένο σπαθί στο χέρι, έχει περάσει στο Πάνθεο των Αθανάτων.
Χαίρε, Θεού Αχωρήτου Χώρα.

Ευχαριστώ τις εκδόσεις Πατάκη, την αγαπημένη και ξεχωριστή κυρία Άννα Πατάκη, που έβγαλαν το μυθιστόρημα μου αυτό στη νέα του κυκλοφορία, ύστερα από είκοσι δύο επανεκδόσεις και είκοσι δύο χρόνια.

Στη φωτογραφία με την Άννα Πατάκη στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το 2017, σε γιγαντοαφίσα, στην είσοδο του περιπτέρου

Γιατί τίποτα δεν χάνεται από αυτό που έχει υπάρξει, όσο η Μνήμη είναι ζωντανή – κι ο χρόνος πάνω της δεν πιάνει.

Σημείωση: Είχε άστρα ακόμα ο ουρανός όταν έγινε η πρώτη επίθεση. Ασκέρια ατέλειωτα οι πολεμιστές του Μωάμεθ, δυο τρεις χιλιάδες ούτε οι έγκοποι αμυνόμενοι. Και η νίκη ήταν δική τους. Η δεύτερη επίθεση έγινε με το πρώτο χάραμα της μέρας. Καινούρια ξεκούραστα ασκέρια και οι αμυνόμενοι ξέπνοοι, Και τους νίκησαν. Η τρίτη επίθεση έγινε με το ξημέρωμα πια, και με τους πιο εκλεπτούς πολεμιστές του Μωάμεθ, τους σκληρούς γενίτσαρους. Και τους νικούσαν κι αυτούς. “Στήτε ανδρείως… νικώμεν…” φώναξε ο αυτοκράτορας, “λίγο ακόμα…” Όμως: «Έλαθεν δι’ άλλης οδού τούτους εισάξας ο θελήσας θεός…». Σήμερα λέω: Η πτώση της Βασιλεύουσας δεν έγινε από τα ασκέρια του Μωάμεθ αλλά από την πεπρωμένη στιγμή,.

Filed Under: Excerpt

Η Ύστατη Αγωνία, Δευτέρα, 28 του Μάη του σταυρικού 1453 Η τελευταία λιτανεία στα τείχη

28th May 2020 By maria

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου Πήραν την Πόλη, πήραν την...
Πορφυρίου μοναχού θρήνος
Από το Ημερολόγιο της Άλωσης: Πήραν την Πόλη, πήραν την
Απόσπασμα απο το μυθιστόρημα

Σαν κρύσταλλο θαμπό το πρωινό εκείνο, το τελευταίο της Βασιλεύουσας. Αρώματα των κήπων και υγρές πνοές του Βοσπόρου και θαλασσοπούλια στους τρούλους της. Γλυκά, σαν επίδεσμοι ετύλιγαν τα πληγωμένα μέλη της οι αιωρούμενες δέσμες της πρωινής καταχνιάς, να μην ακούγεται το ψυχορράγημά της. Το άλλο ξημέρωμα θα την έβρισκε σκοτωμένη ανάμεσα στα λουλούδια της, σπαραγμένη σαν άνοιξη επάνω στον σταυρό της.

Προχωρώ κι εγώ ανάμεσα στο πλήθος που θρηνεί, στην πάνδημη λιτανεία της Πόλης, όπου άρχοντες και λαός και στρατιώτες ενωμένοι δέονται με δάκρυα στα μάτια, Κύριε ελέησον, σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι οι εχθροί μου, Ρύσαι με εκ των καταδιωκόντων με… Ρύσαι με… ρύσαι με εξ αιμάτων, ο θεός, ο θεός μου…
Σφίγγω τον Κωνσταντίνο μου στην αγκαλιά μου και δέομαι. Η Ελένη δίπλα μου, με το πρόσωπό της αυλακωμένο από το αίμα των δακρύων.

(…)
Η τελευταία λειτουργία στην Αγια-Σοφιά
Βραδιάζει στη Βασιλεύουσα
Βραδιάζει, βραδιάζει στη σπαραγμένη Βασιλεύουσα, την ψυχορραγούσα. Βραδιάζει στην Κωνσταντίνου Πόλη τη θεοφύλακτη. Βραδιάζει στην αγωνία των μελλοθανάτων. Και όλα μοιάζουνε κρυστάλλινα πίσω από τις αστείρευτες δακρυρροές. Κοιτάζω τον ματωμένο ορίζοντα και ριγώ, το τελευταίο λυκόφως, λέω, και το μάτι μου στρέφει αχόρταγο, αγκαλιάζει τη θρακική πεδιάδα και κατρακυλά βιαστικό στη Θάλασσα του Μαρμαρά και στα μαλαματένια νερά του Βοσπόρου, που ταξιδεύουνε τους ποντοπόρους μύθους της φυλής μου και στο πληγωμένο Χρυσοκέρας.
Αύριο… λέω πάλι και ριγώ, αύριο…
Οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμα.

567 χρόνους μετά, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού
Επειδή στη Μνήμη απάνω δεν πιάνει ο χρόνος ο επίπεδος

Filed Under: Excerpt

54η ημέρα της πολιορκίας της Βασιλεύουσας, το “φως το καταβαίνον εξ ουρανού διασκορπίζεται” o Θεός εγκαταλείπει την Πόλη

26th May 2020 By maria

Σάββατο, 26 του Μάη του σταυρικού
Από το Ημερολόγιο της Άλωσης: Πήραν την Πόλη, πήραν την…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:

“…επί την αύριον εγερθήναι και την πολιορκίαν λύσαι…” έγραφε το μήνυμα που είχε στείλει στον αυτοκράτορα ο Χαλήλ, ο μουσουλμάνος στρατηγός του Μεχμέτ. Και του έλεγε ακόμα πως ο Μωάμεθ δεν άντεχε άλλο αυτό το “Φως το καταβαίνον εξ ουρανού…” κάθε νύχτα, 54 συνεχείς νύχτες, να έρχεται και να στέκεται πάνω από την Αγια Σοφιά, να καταλάμπει και να προστατεύει την θεοφύλακτη Πόλη.

Φοβόταν το Φως εκείνο ο Μεχμέτ. Το θαύμα. Άγριες 54 μέρες να πολεμούν σαν τα θεριά οι πολεμιστές του και να μην έχουν πάρει ούτε μια ελάχιστη νίκη. Και είχε πάρει την απόφασή του “Αύριο να λύσει την πολιορκία και να φύγει”.

Όμως άλλη ήταν η απόφαση του Θεού.
Η ανεξιχνίαστη και ανερμήνευτη, όπως την είπε ο Φρανζτής.

Εκείνη την ίδια μέρα, 26 του Μάη, προς το βράδυ, όταν “το φως το εξ ουρανού” αυτό που “δι’ όλης της νυκτός άνωθεν της πόλεως εστώς διέσκεπεν αυτήν” ήρθε πάλι, όμως δεν έμεινε. Στάθηκε λίγο, όπως κάθε νύχτα, και μετά διασκορπίστηκς αργά και έφυγε κατά τη μεριά της Ανατολίας, λέει ο αυτόπτης χρονογράφος.

(…)
“Και τρέξανε οι εκπρόσωποι της Βασιλεύουσας να συναντήσουνε τον αυτοκράτορα. «Αν δεν δύναται να σωθή η Πόλις, σώσωμεν τουλάχιστον τον αυτοκράτορα…» εφώναξαν. Και, ξεσηκώνοντας τη σύγκλητο, ζητήσανε ακρόαση.
Ο αυτοκράτορας τους δέχτηκε στον οκταγώνιο πύργο του στρατηγείου του. Του προτείνανε ξανά να φύγει από τη Βασιλεύουσα, να σωθεί, για να μπορέσει να οργανώσει μια εκστρατεία με τις ενωμένες χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης και να χτυπήσει τον σολδάνο.
Έγειρε το κεφάλι, είπανε, κίτρινος σαν την κερήθρα, και, έτσι κουρασμένο όπως ήτανε το σώμα του, έτσι εξαντλημένο, σωριάστηκε εκεί, στο πέτρινο δάπεδο της αιωνόβιας αίθουσας.
Τρομάξανε να τονε συνεφέρουνε. Και όταν άνοιξε τα μάτια του ήτανε τόσο χλομός, που ετρόμαξαν. Όμως και τόσο αγέρωχος.
«Όχι, είπε, όχι, δεν εγκαταλείπω την Πόλη μου. Αν χαθεί, θέλω να χαθώ μαζί της πολεμώντας», “να συναπολεσθώ μαζί της” είπε.

(…)
Την ίδια μέρα Σάββατο, 26 του σπαραγμένου Μάη
Στη λαχουρένια σκηνή του σολδάνου:
Είδαν και εκείνοι το “Φως” που διασκορπιζότανε. Κι εμείς έντρομοι ακούσαμε τις κραυγές από το στρατόπεδό τους και τους άγριους αλαλαγμούς. Και παγώσαμε.
Καθώς η λάμψη η θεϊκή έφευγε και διασκορπιζόταν, σκοτείνιασε η Αγια-Σοφιά και έμεινε άφεγγος και θλιβερός ο μεγάλος σταυρός πάνω στον τρούλο της.

Και τότε ο Ζαγανό πασάς, ο σκληρός εξομώτης, ανακραύγασε: «Ο θεός τα νυν εγκαταλείπει την Πόλιν… μη λυπήσαι ω αμηρά… Ουχ οράς διά του φωτός εκείνου σημείον ότι την πόλιν ταύτην εις χείρας σου δώσει;»
Α, θεέ μου, με πόση περίσκεψη, με πόση επιμέλεια προετοίμασες την απώλειά μας.
Ήμασταν μόνοι πια, εγκαταλεμμένοι από Θεό και ανθρώπους. Εμείς οι ένθεοι, οι αετοί της Ιστορίας, εμείς οι έγκοποι και οι ελάχιστοι, εμείς οι ορκισμένοι να πεθάνουμε για την Τιμή Σου, θεέ μου.
“Ω των σοφών σου κριμάτων, Χριστέ Βασιλεύ, ως ανερμήνευτα και ανεξηχνίαστα εστίν”
Και η λέξη “κρίμα” εδώ σημαίνει την βούληση.

567 χρόνους μετά, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού

Filed Under: Excerpt

Η Δύση εγκαταλείπει την Βασιλεύουσα, οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμες

24th May 2020 By maria

Από το Ημερολόγιο της Άλωσης
The City has been taken
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:

Το είχαμε γνωρίσει το μπριγκαντίνι με τα μαύρα πανιά και παγώσαμε. Ήτανε αυτό που στις 3 Μαΐου έφυγε από την αλυσίδα, γλίστρησε αθόρυβα μέσα στη νύχτα, να πάει να ανταμώσει τον στόλο της Δύσης στο αρχιπέλαγος, να πει του ναύαρχου Λορεδάνου να έρθει γρήγορα… να βιαστεί, γιατί κρατάμε ακόμα.

Μια σιωπή βαριά, παγωμένη, έπεσε ανάμεσά μας. Μόνον ο Ιουστινιάνης χτύπησε τη γροθιά του στην πέτρα. Ήτανε χλομός και το σώμα του το ατσάλινο έτρεμε από θυμό και πόνο.
«Δεν υπάρχει στόλος… δεν υπάρχει… οι ηγεμόνες της Δύσης εγκατέλειψαν τη Βασιλεύουσα και τον λαό της, μας εγκατέλειψαν…” φώναξε με τη βροντερή φωνή του, να τον ακούσουνε τα άδεια πέλαγα, να τον ακούσει η Γαληνοτάτη Κυβέρνηση της Βενετιάς και να ντραπεί, να τον ακούσει η πατρίδα του η Γένοβα και να τρομάξει τον θυμό της Ιστορίας.

(…)
Οι καμπάνες χτυπούσανε πένθιμες.
Τώρα και ο λαός είχε επιλέξει τον δρόμο του μαρτυρίου, τον δρόμο της ύστατης αγωνίας. Θα αγωνιζότανε δίπλα μας, θα στεκότανε ορθός, θα ακύρωνε τον θάνατο με τη θυσία του. Ο λαός, αυτός ο υπερήφανος και βασανισμένος, έπαιρνε τη δική του απόφαση να τραβήξει τον δρόμο του Γολγοθά τον ακάνθινο. Και η απόφασή του αυτή τον μεγάλυνε. Και δεν ήξερε τότε ακόμα, δεν έμαθε ίσως ποτέ, πως έτσι καταργούσε τον θάνατό του – γιατί ο μάρτυρας δεν πεθαίνει, δεν τον αγγίζει ο θάνατος. Και μπήκε ολόσωμος, με τα φτυάρια και τις αξίνες στο χέρι, χώρεσε στο ίδιο πάνθεο των ηρώων, αυτό που πανίσχυρο ταξιδεύει στον θρύλο και στον μύθο, στα ψηλά οροπέδια των καιρών, αυτά που καταυγάζουνε τους χλομούς διαδρόμους της ανθρώπινης ιστορίας.

Εκείνη την κατάπικρη ημέρα, έκλαψαν και οι πιο γενναίοι. Ήτανε ο όρκος τους αυτός. Γιατί τα δάκρυα του γενναίου είναι όρκος. Τα δάκρυα που κύλησαν στα ηλιοκαμένα τραχιά πρόσωπά τους, που μύριζαν κεραυνό. Ήτανε ο όρκος της θυσίας. Και η αποδοχή του μαρτυρίου.

(…)
Κι ύστερα, αργά την ίδια μέρα – Τετάρτη πικρή
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο τελευταίος μαρτυρικός αυτοκράτορας του Βυζαντίου, είπε στους πρέσβεις του Μεχμέτ, όταν αυτός του μήνυσε να παραδώσει την Πόλη του:
«Την Πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν
ταύτη· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου
φεισόμεθα της ζωής ημών».

Ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού, 567 χρόνους μετά.
Στον ίδιο σταυρικό Μάη

Filed Under: Excerpt

Ημέρα Μνήμης για την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

19th May 2020 By maria

Πριν από είκοσι τόσα χρόνια, ο Δήμος Πτολεμαϊδας με είχε καλέσει για να τιμήσει ένα μικρό βιβλίο μου, που το είχα γράψει για τον πρόσφυγα Μικρασιάτη πατέρα μου, όταν εκείνος έφυγε. Έτσι ήθελα να τον αποχαιρετήσω με μια ποιητική αναφορά στη χαμένη γη του. Γιατί, κάθε μέρα να μου μιλά για το σπίτι εκείνο της πατρίδας του, είχε πια γίνει και δικό μου. Και ονόμασα το μικρό εκείνο βιβλίο: “Σπίτι μου της Μικρασίας”.
Ήταν τότε που μόλις είχε κυκλοφορήσει και το ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ, το μυθιστόρημα που μιλάει για την σπαραγμένη διαδρομή ολόκληρου του ελληνισμού.

Μόλις έφτασα στην Πτολεμαϊδα, μια μεγάλη έκπληξη με περίμενε:
Όλη η όμορφη πόλη τους ήταν γεμάτη με πελώριες αφίσες, όπου έγραφε: “Ποτέ πια προσφυγιά”. Και παντού στους τοίχους υπήρχε το ζωγραφικό έργο από το εξώφυλλο του μικρού βιβλίου μου που ήταν: Η Μικρασιάτισσα μάνα! Έργο του αείμνηστου Μικρασιάτη γλύπτη Βάσου Καπάνταη.
Και ολόκληρη η πόλη της Πτολεμαϊδας είχε κατέβει στη μεγάλη πλατεία. Από παντού κατέβαιναν οι άνθρωποι να τιμήσουν τον τόπο τους και τα ιερά τους.

Πάνω από χίλια άτομα, μπορεί και δυο χιλιάδες να έφτασαν εκεί στον χώρο της εκδήλωσης. Κι όταν άρχισαν να μιλούν για την αγάπη της γης τους, και να διαβάζουν αποσπάσματα από το μικρό βιβλίο μου, ράγισαν και οι πέτρες. Έκλαψα όσο σε καμιά εκδήλωση από τις τόσες που μου έτυχαν στη ζωή μου. Προπαντός όταν στο τέλος μου χάρισαν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν: Λίγο χώμα από τη γη τους. Και το φυλάγω ακόμα μαζί με τα δικά μου ιερά. Όπως βαθιά στην καρδιά μου φυλάγω τη μνήμη εκείνης της εκδήλωσης και εκείνων των ξεριζωμένων ανθρώπων. Τρεις γενιές από τότε. Και ήταν όλοι εκεί. Ξέρουν να τιμούν τα ιερά τους. Και τους θαύμασα. Τους θαυμάζω ακόμα.

Γιατί κρατάνε στην ψυχή τους ιερές τις μνήμες τους. Όπως τότε που διαδήλωσαν στο Σύναγμα για το Σύμβολο τους: την ματωμένη λέξη “ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ”.

Να είστε καλά όπου βρίσκεστε, φίλοι μου, φίλοι του μακρινού Πόντου!
Στην ανάρτηση, η Μικρασιάτισσα Μάνα του γλύπτη Βάσου Καπάνταη.
Γιατί η ζωή μας είναι όσα κάναμε, όσα αγαπήσαμε, όσα πιστέψαμε. Είναι αυτά για τα οποία αγωνιστήκαμε.

Από το βιβλίο: Σπίτι μου της Μικρασίας:
“Δεν έχω από σένα παρά τη γη όπου κοιμάται ο πατέρας μου. Η πορεία της ζωής του ολόκληρη δεν ήταν παρά μια επιστροφή του στη γη σου. Δεν ξέρω από σένα παρά τις μνήμες του, μέσα από έναν ήλιο κάθετο πάνω στην πέτρα σου. Πληγή βαθιά κι αγιάτρευτη, όπου παλιρροεί ο χρόνος στις πηγές σου, Σπίτι μου της Μικρασίας. Μέσα από τούτη την πληγή της μνήμης, μέσα από τούτη την παλιρροή γεννήθηκα.”

Filed Under: Excerpt, Current affairs

Από το ημερολόγιο της Άλωσης, 46η ημέρα της πολιορκίας

18th May 2020 By maria

Παρασκευή, 18 του Μάη του σταυρικού 1453
“Απόσπασμα από το βιβλίο “Πήραν την Πόλη, πήραν την…”

“Η γραμμή της λυκαύγειας αναιρούσε την αντάρα του πολέμου και μάζες χρυσής κινούμενης ομίχλης διέγραφαν την καμπύλη του κόσμου. Είχα ανεβεί στην πιο ψηλή έπαλξη του πύργου, όπως κάθε πρωί, να ιδώ τις κινήσεις στο εχθρικό στρατόπεδο όταν, μέσα στο σύθαμπο, διέκρινα έναν πελώριο όγκο που προχωρούσε τριζοβολώντας προς τα τείχη μας.
Ειδοποίησα ευθύς τους σαλπιγκτές και τους βιγλάτορες, και μέσα σε λίγα λεπτά όλοι βρίσκονταν στις επάλξεις με τα χλομά τους πρόσωπα και τα άρματα τα βαριά στο κουρασμένο σώμα.

Θερίο της Αποκάλυψης ή κόλαση όρθια, ντυμένη δέρματα χοντρά, που προχωρούσε ακάθεκτη απάνω σε αμέτρητους τροχούς και μας πλησίαζε.
Σαστίσαμε, μα τους αγίους. Ήρθε και στάθηκε τόσο κοντά, εξήντα πόδια ούτε από το εξωτείχιο, πάνω στο χείλος της τάφρου, και ανατριχίλα κύλησε στο αίμα μας, γιατί ευθύς καταλάβαμε τι μας περίμενε. Ήτανε μια ελέπολη τρομερή, ένας πύργος ξύλινος, θεόρατος, καλυμμένος με δέρματα βουβαλιών και καμήλας. Και ήτανε πιο ψηλός και από τα σταυρώματα, πιο ψηλός και από τις επάλξεις του μεσοτειχίου, και στο πλάτωμα της οροφής του γυάλιζαν οι βομβάρδες.
Κομμάτι κομμάτι τον ετοίμαζαν καιρό, οι τρισκατάρατοι, και μέσα σε μια νύχτα τον συναρμολόγησαν και τον έσυραν μπρος στα τείχη μας, σίγουροι πως με αυτό το θηριώδες κατασκεύασμα θα έμπαιναν κατακτητές στην πολυπόθητη Βασιλεύουσα.

(…)
Σαν τα λιοντάρια πολεμούσαμε σώμα με σώμα τώρα, μα αυτοί χιλιάδες κι εμείς λιγοστεμένοι πια. Αυτοί ξεκούραστοι κι εμείς εξαντλημένοι. Αυτοί από καινούρια ασκέρια, που κατεβαίνανε από τα βουνά της Ασίας, και εμείς πάντα οι ίδιοι. Όμως θα αντέξουμε, λέγαμε. Θα τους τσακίσουμε κι ετούτη τη φορά, θα τους γκρεμίσουμε, λέγαμε. Η αγωνία μάς θέριευε, εκείνη η ύστατη, ο τρόμος πως μπορεί από στιγμή σε στιγμή… Και ατσάλι γίνονταν τα κορμιά μας τα τυραγνισμένα. Βροντή του κεραυνού η κραυγή μας. Αστροπελέκι το χέρι μας.
Όλη τη μέρα εκράτησε ετούτη η λυσσαλέα μάχη.
Από τις πρώτες αχτίδες της αυγής, έως τις τελευταίες που τύλιγαν το χρυσό στις σκιές της νύχτας. Ξέπνοοι, νηστικοί, εξαντλημένοι και μαζί άγριοι. Εμείς οι μυθικοί τιτάνες. Εμείς οι ημίθεοι. Εμείς οι αρχάγγελοι της ρομφαίας. Εμείς οι έγκοποι και οι ελάχιστοι, που μας πολλαπλασίαζε η οργή του κεραυνού, σαν τον άρτο του θαύματος”.

Το βλέπω πως δεν υπάρχει πια ενδιαφέρον για αυτές τις ημερολογιακές αναρτήσεις μου που, 567 χρόνους μετά, φέρνουν τα γεγονότα εκείνα σε μια διάσταση του σήμερα. Όμως εγώ, όσο θα υπάρχω, θα συνεχίσω να αναρτώ το Ημερολόγιο της Άλωσης, έτσι για την τιμή εκείνων που θυσιάστηκαν, που έζησαν ως την ύστατη αγωνία το έπος της Άλωσης και την υπέρβαση.
Αλλά και για έναν άλλον λόγο: Με έναν ίδιο σχεδιασμό, με μια παρόμοια δίψα αίματος, προχωρά ο γείτονας, όπως πάντα, να λαβώσει και να αρπάξει στις μέρες μας.

Ο Γιάννης Παπαδάτος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ρόδου έγραψε: 
“Η ύψιστη ποίηση της πεζογραφικής γλώσσας, η εξερεύνηση και μαζί η τραγική πλην ενορατική διερεύνηση του άφθαρτου βυζαντινού μεγαλείου, της υπέρτατης θυσίας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ιδανικά της ελευθερίας όχι μοναχά εκείνα των συνόρων αλλά της ψυχής που ανασκαλεύει τις αιτίες και οραματίζεται το μέλλον. Τέτοια βιβλία δεν γράφονται συχνά. Αποτελούν μνημεία ελληνικού Λόγου” 

Filed Under: Excerpt

Πορφυρίου μοναχού θρήνος: “Η προδοσία” 24 Απριλίου, Σάββατο 1453 19η ημέρα της πολιορκίας της Βασιλεύουσας

24th April 2020 By maria

Από το Ημερολόγιο της Άλωσης:

“Όλα ήτανε έτοιμα, τα βαριά πλοία, οι γαλέρες, οι φούστες, οι βαρκαρόλες, κι εμείς ανυπόμονοι να ξεκινήσουμε. Ίδιο θερίο ανήμερο ήτανε ο Κόκο, θερίο σε ενέδρα δύσκολη, την ώρα που υπολογίζει και την ελάχιστη κίνησή του, για να επιτεθεί, με εκείνη την αλάνθαστη ευφυΐα που έχουνε τα αγρίμια, την αλάνθαστη ισορροπία ανάμεσα στην παραμικρή κίνηση και στο ενδεχόμενο.

Έπρεπε να περιμένουμε έως τα μεσάνυχτα, είπε. Τότε, στο βαθύ σκοτάδι θα ξεκινούσαμε, να μας καλύπτει η ασέληνη νύχτα.

(…)
Επίσημος ο κυρ Τζάκομο Κόκο ο μεγάλος, ο κυβερνήτης της γαλέρας από την Τραπεζούντα, ο θαλασσόλυκος, ο εμπνευστής και οδηγός του σχεδίου, σηκώθηκε απάνω, έτοιμος να δώσει το σύνθημα της εκκίνησης, και όλοι ριγήσαμε από τη δυνατή συγκίνηση, αυτή που το αντρικό σώμα τη μετρά με ριπές θανάτου και τρέλας.

Το σχέδιο ήτανε να κάψουμε τον στόλο του Μωάμεθ.
Μια στιγμή ακόμα… μισή στιγμή. Τα αστέρια τρεμουλιάζουνε και από τον Βόσπορο κατεβαίνουνε οι αύρες οι ζωογόνες γεμάτες κρωξιές από θαλασσοπούλια ξάγρυπνα, αλήτες των νερών, και από τριγμούς ανατριχιαστικούς, υπόκωφους, σαν οιωνούς του ολέθρου.

Μισή στιγμή… Ο Κόκο σηκώνει το χέρι να δώσει το σύνθημα και όλοι κρατάμε την αναπνοή… τα μάτια του λάμπουνε…, α, πώς φτεροκοπά η καρδιά… Τέτοια ανυπομονησία πρώτη φορά την έζησα. Βιαζόμουνα να ιδώ τον καταραμένο στόλο τους να καίγεται από τα δικά μου χέρια… από…
Και τότε. Ω, τότε. Εκείνη την τελευταία αγωνιώδη στιγμή, λίγο πριν λάβουμε την εντολή να ξεκινήσουμε, ήρθε η προδοσία, ντυμένη τα χρυσά στολίδια των Γενοβέζων αξιωματικών. «Αντιπροσωπία από τον ποντεστά της Γένουας…» είπε ο ναύτης που όρμησε στη γαλέρα.
Και όλοι παγώσαμε.

Το μυστικό μας είχε διαρρεύσει, κάποιος μας πρόδωσε στον ποντεστά της γενοβέζικης συνοικίας, κάποιος άτιμος, που να τσουρουφλίζεται η ψυχή του σε κόλαση όρθια, και ήρθανε ντυμένοι φίλοι οι εχθροί μας”

Καλημέρα σε όλους
Eπειδή ο χρόνος ο παρών είναι μαζί και χρόνος παρελθών και μέλλοντας σαν τον χρόνο του T.S. Eliot

567 χρόνους μετά, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού.

Filed Under: Excerpt

“A picture on the water”, Who was Albert? He was a Jewish little boy

27th January 2020 By maria

Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου Νύχτες του Φεγγαριού

Ήταν ένα παιδί. Ένα εβραιόπουλο. Τον έλεγαν Αλβέρτο. Ερχόταν στη γειτονιά μας, στη Λήμνο, και παίζαμε. Είχε και μια μικρή αδελφή. Την έλεγαν Ελίζα, νομίζω. Κι ύστερα, μια μέρα, τους είδα που έφευγαν φορώντας ρούχα χειμωνιάτικα και ήταν Ιούλιος. Και ήταν μεσιμέρι. Κρατούσαν και κάτι μπόγους στο χέρι. Το παρακάτω κείμενο είναι ένα “όνειρο”, από εκείνα τα περιστατικά της παιδικής ηλικίας, που έβγαιναν στα όνειρά μου σαν εφιάλτες.

Χρόνια μετά, τα όνειρα εκείνα έγιναν βιβλίο. “Νύχτες του Φεγγαριού, Δεκαοκτώ όνειρα” ο τίτλος. Στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας, η έκδοση. Κι ύστερα, εδώ και κάποια χρόνια, πολλοί άγνωσοι αλλά και γνωστοί που έρχονταν από ταξίδι τους στο Ισλαήλ, μου έλεγαν πως το βιβλίο το είχαν στην πρεσβεία τους, ανοιγμένο στη σελίδα του κειμένου.
Εγώ δεν το είδα αυτό. Και ούτε ξέρω αν ακόμα υπάρχει εκεί.

Το ελληνικό κείμενο δεν το βρήκα πουθενά – και από το βιβλίο δεν ήξερα να το πάρω. Την αγγλική μετάφραση την είχε κάνει μια Αμερικανίδα Εβραία καθηγήτρια με τον Μίνωα Πόθο.

Καλημέρα, φίλοι μου
Επειδή αυτές οι μνήμες δεν πρέπει να ξεχαστούν

“I am innocent, sir…
Yes, but your innocence can’t save you…”
Kafka

Why was Albert wearing a heavy coat in the middle of July?

Why did Albert have to leave right away by that old warship?

Why was Albert carrying a small bundle of clothes?

Why was Albert crying, as he was turning the corner of the earth- road?

Why did he look at us so painfully, as he was heading speechless for the harbor?

Where was he going with his little sister?

Who was Albert?

He was a Jewish little boy. We played together. He came with the other children in the neighborhood and we played together. But he left the game in the middle because he had, they said, to leave immediately. But where was he going? Nobody gave us an answer.

I am standing at the side of the road and I am trying to figure out where all that mass of water comes down from…

How strange. It’ s a large stream. But there was no rain. This water one could say wells out from the earth. From the depths of the earth. Or was it always there and I had not noticed it? But it is summer. Middle of July. How is it possible for rivers to overflow? And I must cross the road…To reach the corner. I enter the water. It comes up almost to my knees. On the left is the house of Georgia and on the right the fish-shop. If only I could see someone. To ask about the water. There is not a living soul about.

But, suddenly, I see something floating on the water. Something like a small bundle. And I don’t wonder that it doesn’t sink. The flow of the river brings it to me. Soon I will be able to reach it. I stretch out my arms. How strange. It is not drenched. I catch it quickly. And I try to take it out of the water. To open it. My curiosity is so great! Or, rather, it is not curiosity, but a strange intuition. There is something inside it. Something very important. I sit on the step of Elisaios’ house and I open it anxiously.

And what do I see!

It is a photo of Albert. It is Albert with his little sister. Curiously enough, this is what I expected to see. As he was the day he left. He is wearing a heavy coat. And his eyes are sad, I feel exultation. So, he is alive. Then, he may be still alive. It is a sign. I leave the other things, or, rather, I don’t see what else there is inside the bundle and I get up to leave. The water has withdrawn… The road is still wet, of course. An earth-road. The one which leads to the harbor. And a green-blue orange light spreads about an excellent transparency.

I move to go towards the port, to see if the boat left. But, what boat? It was years ago. I wonder. The photo, how has it been saved? And I? How come I am here? Since the war is over. I know it very well. This tangle inside me becomes an awful anguish. And my house is watery. A watery transparency. But how did my home happen to be in my way? It’s something I don’t understand. Its walls are watery. I can discern my face through layers of transparency that fascinate me. But what does my house have to do with the war? And, then, I don’t know if the war is finished. I hold the photo in my hands and this is strong evidence. But, of what? This anguish is a strange painful feeling of loss inside me.

And I wake up.

There are moments in our life, special little moments which follow us sleepless, broken pieces of an event, which is lost and which we carry in us threatening and blown up.

I was sitting on the steps of Elisaios’ house, with other children that midday of the summer, when we saw Albert with his mother and his little sister following the earth- road to the harbor. They were to leave, it was said, by a ship which was waiting for them there, a ship which had come only to take them. But nobody knew for where.

His mother and his sister went on, they turned the corner. But Albert remained a few moments, just there, just before turning the corner. There he raised his hand to bid us good-bye.

We went to him. He was wearing a black heavy coat. And it was midday. And it was summer. On one hand, he was holding a small bundle, so small that a child could carry, and with the other, he was still waving us good-bye. His eyes were sad. His eyes were full of tears. And he did not speak. He let drop his arm, like a little wounded wing. And left. Turned the corner of the road. Vanished.

We never heard about him since. Noone did. The earth-road remained empty. The light of that early afternoon was very bright. And whenever I think of Albert, a dazzling sensation of whiteness makes the incident, one might say, buoyant as if hovering slightly above its reality, in a sadness of dream.

Then, after many years, when we read about the crematoriums and the gas chambers, when we were told about those death camps, in my thought always came the picture of that afternoon. The boy’s arm bidding us good-bye and the sad eyes, which did not know then yet the fate in store for them.

All this subsequent experience of mine was related to that event, which was but a small broken bit of memory that I carried in me through time. In that parallel existence out of time. In the fragments of my child in me.

Lemnos, June 1983
From the poetic prose book ” Nights of Moonlight “

Filed Under: Excerpt, Thoughts

To Lemnos, the isle beloved

19th October 2019 By maria

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου Πήραν την Πόλη, πήραν την...Whenever I think of my mother, may God rest her soul, a fragrance of burnt rose trickles into my spirit, a fragrance purified by sacrifice and mourning, just as I experienced it years later in the Hagia Sophia and in the Convent of Christ, at that hour when blood flowed in torrents and wailing rent the foundations of the universe. It was as if that fragrance became one with the blood of the Imperial City, because it was the fragrance of soul and of sacrifice. In these bleak hours, as I sit all alone in my ascetic hermitage of silence to record my memories of the disaster, I know that the soul of my mother, Rhodo, the rose-flower, is here beside me, at a distance of peace from my hand, at a distance of liberating death.
I mean that the fragrance of her soul keeps me company. It is nearby as I recount my memories of the calamity, I, who experienced, minute by minute, courage and death, the ultimate agony, by the side of Constantine Dragases Palaeologos, my beloved Basileus of the invincible soul, by the side of Ioannis Giustiniani, the black archangel, I, who was deemed worthy to be the witness of blood and ruins. I must hand over the manuscript to my son, Constantine, before it is too late. He is the one who will enter The City as liberator, because he was born of her blood and her lamentation, and because he is Constantine, the son of Eleni, and bears the mark of grace, according to the letter of the prophecy.

Excerpt from the first chapter of the novel “Πήραν την Πόλη, πήραν την”

Filed Under: Excerpt

Iridescent fragments

16th October 2019 By maria

I wandered all night. I listened to the shouts of triumph, the cheers, the hero’s reception of Themistocles, the acclamations. I was alone. I went down to the end of Cynosura, to the isolated sea-cliffs, where the wave was washing up the corpses of unfortunate drowned men and fragments of ships. The beaches were full of gold objects, pitiful, royal emblems and ornaments, idols of gods, iridescent in the torchlight.

I am still wearing the bloodied jerkin of battle, damp with the night dew, and watch our triremes leaving Psyttaleia with Aristides’ hoplites. The task of blood is completed. The princes and nobles of Persia, the flower of the palaces, are now dead. There will be mourning in Susa and Ecbatana.

My feet encounter a body that appears to be alive, and I bend over. A man who is dying. He stretches out his hand to me; wants something. I run and bring a lighted torch, from the many torches around us.

The man who handed me the torch also placed a cup of wine in my hand. And I return to the dying man. I want to see him. A strange obsession to see him has overcome me. And I bring the light close to his face. His clothing is purple with gold worked like fish scales. And there is blood in his eyes. He appears well-born, a prince perhaps.

An enemy.
The word “enemy” chills me.
A man.

Persian or Mede or Lydian, from the royal family, who has a palace in Ecbatana. And he came to die alone on this deserted shore of Salamis. His ship was destroyed by the tridents of our triremes, or it is being pursued without him. In the torchlight, I see his look. He has children perhaps, a beautiful wife, wealth. And he left it all to wage war against us in this sea strait, in this Acheron.

Extract from the novel: The Wooden Wall

Filed Under: Excerpt

Natalia and Christina

13th October 2019 By maria

The novel is on sale by Amazon

The beginning of the novel:

She simply could not live with him any longer; Natalia knew that within herself. The marriage was dead and she felt beset, in an undefined, almost pleasurable way by guilt and a sweet compassion.

She felt compassion for Evgenios, her husband of fourteen years — she was even in love with him at first — but the bond had worn out like old clothing, the small moments, the daily ones, lost their luster, time had shrunk and Natalia was drowning, felt asphyxiated, could not abide even his voice — that peculiar sound, as of flowing water on a fissured depth, that once charmed her — “your voice makes me dream of water flowing on a moonlit night,” she would say to him, but she could no longer endure that defeated voice, nor bear to look at his hands, those hands wrapped in a strange almost threatening silence — even when they touched her accidentally she shuddered.

Filed Under: Excerpt

Ο Άγγελος της στάχτης

13th October 2019 By maria

“ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΟΠΟΥ ΠΑΣ…
Οι λέξεις λιώνουν στα χείλη του κι η φωνή του ποτέ δεν ήταν πιο τρυφερή και αρρενωπή μαζί, μια φωνή υδάτινη, ερωτική, που βγαίνει βαθιά από τις παλίρροιες της κοσμικής μνήμης, βαθιά από τους ωκεανούς της κοσμικής αδιαφορίας. Λιώνουν στα χείλη του Κωνσταντίνου οι λέξεις εύθρυπτες, απορρυθμίζουν την τάξη του ήχου, την τάξη των αναλογιών που συνθέτουν τη μελωδία, φτάνουν στην πριν από τον ήχο αταξία του κόσμου, στην πριν από την αρμονία εξουσία του χάους. Και το τραγούδι τώρα αντηχεί αναρχικό και εξαίσιο, πονεμένο και εγερτικό, κλάμα και θρίαμβος μαζί, ερωτικό κάλεσμα και νόστος. Κι ένας αντίλαλος υγρός, ερημικός, το γυρίζει πάνω από τους κύκλους των νερών και το φέρνει πίσω στον Φοίβο που είναι εκεί, ακουμπισμένος στην πελεκημένη ασπριδερή πέτρα, και παίζει με παραφορά την επτάχορδη ορφική λύρα, σαν μεθυσμένος από τον πόνο και τον πόθο, από το αδύνατο.
Τον βλέπει που χάνεται μέσα στο σκοτεινό πέρασμα. Λίγες στιγμές το σώμα του σχηματίζει μια λευκή άλω, καθώς σκίζει το έρεβος στα δυο να περάσει. Το χέρι σηκωμένο σ’ έναν ύστατο αποχαιρετισμό. Κι ύστερα χάνεται.
Χάνεται, χάνεται ο Κωνσταντίνος.
Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι. Φθόγγοι υγροί, ερωτικοί, πονεμένοι, ποιος είσαι, ξένε, και πού πας; μοναχικός ταξιδευτής στο άσπρο μονοπάτι”.

Αυτό το τόσο προσφιλές στην ψυχή μου μυθιστόρημα είναι ό,τι πιο ιερό έχω γράψει. Και ίσως ποτέ δεν θα μάθω από ποια μονοπάτια πέρασε μέσα μου για να γραφτεί.

Filed Under: Excerpt

  • Go to page 1
  • Go to page 2
  • Go to Next Page »

Copyright © 2025 Maria Lampadaridou Pothou - Site design by C. Sampalis - Supported by A. Skamagkis