Σάββατο, 26 του Μάη του σταυρικού
Από το Ημερολόγιο της Άλωσης: Πήραν την Πόλη, πήραν την…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:
“…επί την αύριον εγερθήναι και την πολιορκίαν λύσαι…” έγραφε το μήνυμα που είχε στείλει στον αυτοκράτορα ο Χαλήλ, ο μουσουλμάνος στρατηγός του Μεχμέτ. Και του έλεγε ακόμα πως ο Μωάμεθ δεν άντεχε άλλο αυτό το “Φως το καταβαίνον εξ ουρανού…” κάθε νύχτα, 54 συνεχείς νύχτες, να έρχεται και να στέκεται πάνω από την Αγια Σοφιά, να καταλάμπει και να προστατεύει την θεοφύλακτη Πόλη.
Φοβόταν το Φως εκείνο ο Μεχμέτ. Το θαύμα. Άγριες 54 μέρες να πολεμούν σαν τα θεριά οι πολεμιστές του και να μην έχουν πάρει ούτε μια ελάχιστη νίκη. Και είχε πάρει την απόφασή του “Αύριο να λύσει την πολιορκία και να φύγει”.
Όμως άλλη ήταν η απόφαση του Θεού.
Η ανεξιχνίαστη και ανερμήνευτη, όπως την είπε ο Φρανζτής.
Εκείνη την ίδια μέρα, 26 του Μάη, προς το βράδυ, όταν “το φως το εξ ουρανού” αυτό που “δι’ όλης της νυκτός άνωθεν της πόλεως εστώς διέσκεπεν αυτήν” ήρθε πάλι, όμως δεν έμεινε. Στάθηκε λίγο, όπως κάθε νύχτα, και μετά διασκορπίστηκς αργά και έφυγε κατά τη μεριά της Ανατολίας, λέει ο αυτόπτης χρονογράφος.
(…)
“Και τρέξανε οι εκπρόσωποι της Βασιλεύουσας να συναντήσουνε τον αυτοκράτορα. «Αν δεν δύναται να σωθή η Πόλις, σώσωμεν τουλάχιστον τον αυτοκράτορα…» εφώναξαν. Και, ξεσηκώνοντας τη σύγκλητο, ζητήσανε ακρόαση.
Ο αυτοκράτορας τους δέχτηκε στον οκταγώνιο πύργο του στρατηγείου του. Του προτείνανε ξανά να φύγει από τη Βασιλεύουσα, να σωθεί, για να μπορέσει να οργανώσει μια εκστρατεία με τις ενωμένες χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης και να χτυπήσει τον σολδάνο.
Έγειρε το κεφάλι, είπανε, κίτρινος σαν την κερήθρα, και, έτσι κουρασμένο όπως ήτανε το σώμα του, έτσι εξαντλημένο, σωριάστηκε εκεί, στο πέτρινο δάπεδο της αιωνόβιας αίθουσας.
Τρομάξανε να τονε συνεφέρουνε. Και όταν άνοιξε τα μάτια του ήτανε τόσο χλομός, που ετρόμαξαν. Όμως και τόσο αγέρωχος.
«Όχι, είπε, όχι, δεν εγκαταλείπω την Πόλη μου. Αν χαθεί, θέλω να χαθώ μαζί της πολεμώντας», “να συναπολεσθώ μαζί της” είπε.
(…)
Την ίδια μέρα Σάββατο, 26 του σπαραγμένου Μάη
Στη λαχουρένια σκηνή του σολδάνου:
Είδαν και εκείνοι το “Φως” που διασκορπιζότανε. Κι εμείς έντρομοι ακούσαμε τις κραυγές από το στρατόπεδό τους και τους άγριους αλαλαγμούς. Και παγώσαμε.
Καθώς η λάμψη η θεϊκή έφευγε και διασκορπιζόταν, σκοτείνιασε η Αγια-Σοφιά και έμεινε άφεγγος και θλιβερός ο μεγάλος σταυρός πάνω στον τρούλο της.
Και τότε ο Ζαγανό πασάς, ο σκληρός εξομώτης, ανακραύγασε: «Ο θεός τα νυν εγκαταλείπει την Πόλιν… μη λυπήσαι ω αμηρά… Ουχ οράς διά του φωτός εκείνου σημείον ότι την πόλιν ταύτην εις χείρας σου δώσει;»
Α, θεέ μου, με πόση περίσκεψη, με πόση επιμέλεια προετοίμασες την απώλειά μας.
Ήμασταν μόνοι πια, εγκαταλεμμένοι από Θεό και ανθρώπους. Εμείς οι ένθεοι, οι αετοί της Ιστορίας, εμείς οι έγκοποι και οι ελάχιστοι, εμείς οι ορκισμένοι να πεθάνουμε για την Τιμή Σου, θεέ μου.
“Ω των σοφών σου κριμάτων, Χριστέ Βασιλεύ, ως ανερμήνευτα και ανεξηχνίαστα εστίν”
Και η λέξη “κρίμα” εδώ σημαίνει την βούληση.
567 χρόνους μετά, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού