Με αφορμή το μότο της «Δεύτερης περιπλάνησης»: «Σοφά ανοίγει δρόμο το κακό για να μας παγιδέψει», μπαίνω στον πειρασμό να αντικαταστήσω τη λέξη «κακό» με τη λέξη «αυτογνωσία» και σκέφτομαι, αν το κακό οδήγησε τις απατημένες διαδοχικά μυθικές Λήμνιες στην τρέλα και στο «κατάπτυστον» έργο τους, τον εξολοθρεμό του αρσενικού πληθυσμού του νησιού, η «αυτογνωσία» άνοιξε δρόμο στη συγγραφέα να μπει η ίδια μέσα στο μυθιστόρημα, να γίνει μέρος του μύθου, να ταυτιστεί με τις τραγικές ηρωίδες και να περάσει από όλα τα στάδια της φρικιαστικής περιπέτειάς τους, να βρίσκεται κάθε στιγμή στους ίδιους χώρους και να παρακολουθεί τα συμβαίνοντα εκτός και, κυρίως, στις ψυχές των μαινάδων, να περιφέρεται ανάμεσά τους μετέχοντας της μυθικής και της σύγχρονης πραγματικότητας, μια τραγική μυθική ηρωίδα κι εκείνη βιώνοντας και κατανοώντας έτσι το διαχρονικό δράμα της απατημένης αιώνια γυναίκας.
Ακόμα, της δόθηκε – υποθετικά – η χάρη να γεννηθεί και να μεγαλώσει στον ίδιο χώρο με τη θρυλική βασίλισσα Υψιπύλη, μιας και το «εκατόχρονο σπίτι της βρίσκεται στην «Οδό Υψιπύλης», εκεί όπου, υποθετικά πάντα – ήταν τα βασιλικά παλάτια του Θόαντα, του πατέρα της Υψιπύλης, και να παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα και να περιγράφει και τα εντός των ανακτόρων δρώμενα.
Είναι γνωστό από τα προηγούμενα έργα της ότι τη Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου απασχολεί ζωτικά η Λήμνος, η γενέτειρά της, το νησί με τους γυμνούς, χρυσαφένιους λόφους, τις κρυστάλλινες πηγές, που κάποιες τρέχουν ακόμα, τα ιαματικά Θέρμα όπου είχε το σιδηρουργείο του ο Ήφαιστος, το νησί με τα ερείπια αρχαίων ναών, τα μοναδικά πήλινα ευρήματα ενός πανάρχαιου πολιτισμού που αναπτύχθηκε εκεί με τη μυθική Πολιόχνη και την Ηφαιστεία, με τον Ρωμαίικο γιαλό, όπου εικάζεται ότι εκεί προσορμίστηκε η Αργώ με τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες του, τον όρμο Μπουρνιά και τον Πέτασο, τη σπηλιά του Φιλοκτήτη και πλήθος άλλα κι αδιάψευστα τεκμήρια για τη συμβολή της Λήμνου στον πολιτισμό.
Με εχέγγυο την παθιασμένη αγάπη της για τη Λήμνο βουτάει σε πολύ βαθιά νερά και τολμάει να αναλύσει και να ερμηνεύσει τον αρχαίο μύθο, γίνεται ένα πρόσωπο με διπλή ή διχασμένη προσωπικότητα, μια σύγχρονη θαρραλέα γυναίκα και συγχρόνως ιέρεια στον περικαλλή ναό του ηλιόλουστου γυμνού νησιού της, όχι μαινάδα, ο ρόλος των μαινάδων είναι για τις πολύπαθες φόνισσες, που τις αντιμετωπίζει με κατανόηση και αγάπη, τόσο στην τρέλα και στο φονικό, τη χειρότερη φάση των δρώμενων, όσο και στη συναίσθηση της αποτρόπαιης πράξης, τη μεταμέλειά τους κι ως την κάθαρση από το φρικιαστικό έργο, για να αξιωθεί να βιώσει και το συναπάντημά τους με τους Αργοναύτες και το ερωτικό τους σμίξιμο μέσα στο μύθο, δρασκελίζοντας ποιητικά το χρόνο.
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις της, τις διασαφηνίσεις που θεώρησε αναγκαίο να κάνει για να μυήσει, προφανώς, τον ανυποψίαστο αναγνώστη στα «ορφικά μυστήρια» της γραφής της και τα «πιο αρχέγονα στοιχεία της ψυχής, το πάθος, το πένθος, το σπαραγμό, την κάθαρση και την αγάπη» που επιστράτευσε για να πλάσει το ιδιότυπο μυθιστόρημά της, την προσφυγή συχνά στις πηγές για την επιστημονική στήριξη του έργου της, γεγονός που σπάει την ενότητα και την ποιητικότητα του έργου, εκείνο που αποκομίζεις από την προσεκτική ανάγνωση και μελέτη του πολύ ενδιαφέροντος για πολλούς λόγους βιβλίου, είναι η αγωνιώδης προσπάθειά της να βρει έναν κώδικα επικοινωνίας της με τους μυθικούς προκατόχους του νησιού της, να δημιουργήσει γέφυρες πάνω από το χάσμα των εποχών και των γενεών τριάντα τριών αιώνων, να συνδέσει διαχρονικά τα πρόσωπα και τα γεγονότα, τις εποχές και τις περιόδους της ανθρώπινης περιπέτειας. Έτσι μπαίνει η ίδια μέσα στο μυθιστορηματικό γίγνεσθαι, πάει κι έρχεται προς και από το μακρινό παρελθόν, αθέατη πάντα, παίρνει μέρος στα δρώμενα, περνάει από όλα τα στάδια του ψυχικού μαρτυρίου των Λήμνιων γυναικών, όχι ως κριτής, αλλά συμπάσχουσα, συμπονούσα, πασχίζοντας και η ίδια να μαζέψει τα κομμάτια της ψυχής της, τα σκορπισμένα εδώ κι εκεί στα χρυσαφένια τοπία της γυμνής γης της πατρίδας της για να συνθέσει και να συνδέσει τον δικό της μύθο με τον πανάρχαιο των παθιασμένων γυναικών.
Έτσι, με τη δυναμική, εξόχως ποιητική, γραφή της, γεφυρώνει την απόσταση και χτίζει ένα ιδιόμορφο, γλαφυρό, μυθιστόρημα, αλλιώτικο, σε σχέση με προηγούμενα θαυμαστά έργα της, βασισμένο στον αρχαίο μύθο, ένα έργο με δομή τραγωδίας που ολοκληρώνεται σε «πέντε τελετουργικά δρώμενα» που θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει θεατρικά. Και χωρίς τα επεξηγηματικά σχόλια. Η δυναμική παρουσία της, άλλωστε, και η συμμετοχή της στα μυθιστορηματικά δρώμενα είναι εμφανής και κατευθύνει την εξέλιξη.
Γράφτηκε από την Ελένη Χωρεάνθη και δημοσιεύτηκε στο Διάστιχο, στις 29 Δεκεμβρίου 2012
Η Ελένη Χωρεάνθη είναι ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας