Ο άνθρωπος με τα ματωμένα μάτια
I walk on Amfiaraos st
είναι το σπίτι μου εκεί
ταξιδεμένο από τα παλιά
μισό καράβι μισό πέτρινος χρησμός
I walk
στην οδό Αμφιάραο
and I lift on my back
my house
βασιλικός και πέτρινα γεράνια
«Περπατώ και ονειρεύομαι»
Πώς, ύστερα από μια οδυνηρή απώλεια, ονειρεύεσαι πως χάνεσαι – χάνεσαι, χάνεσαι σ’ έναν τόπο άγνωστο, ανάμεσα σε ανθρώπους άγνωστους, και δεν μπορείς να βρεις το σπίτι σου, δεν μπορείς να αναγνωρίσεις ένα σημείο, σημείο αναφοράς, που να σε συνδέσει ξανά με το χρόνο της ζωής σου, να σε συνδέσει με τη μνήμη. Έτσι βρέθηκα κάποτε να ονειρεύομαι πως χάνομαι. Χάνομαι σ’ έναν τόπο άγνωστο, έναν τόπο «ασυνήθεα» όπως τον είπε ο Εμπεδοκλής. Και δεν μπορώ να βρω το σπίτι μου, αυτό ψάχνω να βρω, το σπίτι, το σπίτι μου, σαν να είναι αυτό μόνον αυτό ο πυρήνας της κοσμικής μου υπόστασης.
Ένα παρόμοιο όνειρο, σε αμέτρητες παραλλαγές, με παίδευε χρόνια, ύστερα από την απώλεια. Θραύσματα περίεργα από το ίδιο όνειρο κάθε φορά, από τον ίδιο κορμό του ονείρου. Και πάντα με άξονα αγωνίας το σπίτι μου. Πότε το έβλεπα να έρχεται λυγισμένο στα δυο, να έρχεται με κάτι πελώρια πέτρινα βήματα να με συναντήσει, κι εγώ να τρέχω προς το μέρος του, σε βρίσκω, σε βρίσκω ξανά, και να γέρνω πάνω του σαν σε κόρφο ανθρώπινο. Πότε να έρχεται φλεγόμενο προς το μέρος μου, ένα σπίτι φλεγόμενο που περπατά με τα ίδια πέτρινα βήματα να με φτάσει, κι εγώ να ψάχνω για νερό. Νερό, νερό. Μα όλες οι βρύσες του κλειστές. Άλλοτε πάλι, το σπίτι μου είναι γεμάτο βρύσες που τις ξέχασαν ανοιχτές και τρέχουν τα νερά κρυστάλλινα παντού. Και τότε ξέρω πως κάτι καλό θα μου συμβεί. Πως η ψυχή μου βρήκε τη γαλήνη. Και πάντα το παλιό σπίτι μου της Λήμνου, αυτό με τα φαντάσματα των νεκρών του, αυτό με τις αναμνήσεις να κρέμονται από τους παλιούς τοίχους σαν δάκρυα, αυτό με την πέτρα που μιλάει.
Όταν το καλοκαίρι έβλεπα τις φωτιές, κολλημένη στην τηλεόραση, σκεφτόμουν το περίεργο όνειρο. Και ήξερα, το ήξερα πια πως το σπίτι είναι ένα σύμβολο της ψυχής, αρχέγονο σύμβολο. Μέσα και έξω από το όνειρο, το σπίτι είναι η καταφυγή, στην ερημία της ύπαρξης. Έβλεπα τα καμένα σπίτια και έλεγα τώρα θα περπατήσουν με τις καμένες σάρκες τους, τώρα, τώρα, έλεγα, θα απλώσουν τα καμένα χέρια τους να τσακίσουν τους βέβηλους – όποιους βέβηλους. Και αν καίγονται οι συνειδήσεις, έλεγα ακόμα, όλων μας οι συνειδήσεις κάηκαν με τις φωτιές εκείνες. Τόση η λύπη, αυτή η λύπη που γίνεται ενοχή.
Πάντα πίστευα πως μόνον αυτό που μαθαίνεις από τη δική σου εμπειρία είναι το αληθινό. Πως μόνον αυτό σε διδάσκει. Ήταν η εποχή που ζητούσα να βρω κάποιες άλλες αλήθειες, αυτές που μόνον βυθιζόμενος μέσα σου μπορείς να βρεις. Γιατί ο κόσμος της εξωτερικής όρασης είναι άβατος. Και γιατί οι αλήθειες αυτές κείνται πέρα από το ορατό, εκεί που «δρα το Ασύλληπτο», όπως είπε ο Ελύτης. Έτσι έμαθα πως η ψυχή εκφράζεται με σύμβολα. Όπως και η Κτίση. Είναι ένα πεδίο ελεύθερο, αδέσμευτο από τους κοσμικούς νόμους, όπου φυτρώνουν τα όνειρα ή, κατά την έκφραση και πάλι του Ελύτη, όπου «λαβαίνουν εξουσία τα όνειρα».
Πολύ μετά, όταν άρχισα να διαβάζω τους Ίωνες οραματιστές, έβρισκα κάποιες διαφορετικές προσεγγίσεις. Όταν διάβασα τη φράση του Εμπεδοκλή «έκλαυσα και κώκυσα ιδών ασυνήθεα τόπον», άρχισα να διαισθάνομαι κάποιες αλήθειες άλλες. Να πιστεύω πως αυτό που βλέπουμε είναι ελάχιστο μπρος σε αυτό που υπάρχει, σε αυτό που μας εξουσιάζει. Γιατί σίγουρα είμαστε όλοι σκόρπιες μικρές «Οξώπετρες» από τις οποίες το ελάχιστο μόνο φαίνεται, ο μεγάλος σκοτεινός όγκος τους είναι βυθισμένος σε βαθιά άπατα νερά. «Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η ΄Οξω Πέτρα μέσ’ από τη μαυρίλα / Θ’ αρχίσει ν’ αναδύεται», όπως γράφει ο Ποιητής.
Κι ύστερα, το περίεργο εκείνο όνειρο, το παραλλαγμένο κάθε φορά, με έκανε να πιστέψω πως ο τόπος είναι ζωντανός. Και τότε έγραψα το μυθιστόρημα «Η Έκτη Σφραγίδα», που στηρίζεται περισσότερο σε κάποια πραγματικά όνειρα, αλλά και στο εδάφιο της Αποκάλυψης: «και ο ήλιος μέλας εγένετο ως σάκκος τρίχινος, και η σελήνη όλη εγένετο ως αίμα…»
Το στήριξα επίσης και στην αποστολική φράση πως, όταν ένας μικρός τόπος καταστρέφεται, τότε: «πάσα η Κτίσις συστενάζει και συνωδίνει».
Η ηρωίδα μου Αδριανή, μια γυναίκα που την πρόδωσαν όλοι όσοι αγάπησε, είχε έναν περίεργο δεσμό με τον τόπο. Όμως δεν μπόρεσε να τον σώσει από την καταστροφή. Και τότε ο τόπος αμύνθηκε μόνος. Ορθώθηκε απειλητικός και εκδικήθηκε. Ο μικρός ασήμαντος τόπος. Σήκωσε τις κρυμμένες δυνάμεις του τις αρχέγονες και αντέκρουσε το καταστροφικό έργο του ανθρώπου.
Κι όταν αυτό το καλοκαίρι της στάχτης, από τη Λήμνο όπου βρισκόμουν, κοίταζα τη βιβλική καταστροφή, έλεγα, τώρα θα σηκωθεί ο τόπος όρθιος και θα αμυνθεί. Θα σηκωθεί ο τόπος όρθιος και θα εκδικηθεί, όπως στο μυθιστόρημα, τώρα, τώρα, έλεγα. Και φυσικά δεν έγινε. Ή, δεν έγινε με τον άμεσο τρόπο που το περίμενα. Γιατί ο τόπος εκδικείται έτσι κι αλλιώς. Η Κτίση ολόκληρη, αφού μαζί «συστενάζει και συνωδίνει».
Τώρα, το ερώτημα είναι «τι θα ήθελα να σώσω» σε μια παρόμοια βιβλική στιγμή στάχτης ή κατακλυσμού. Θα ανατρέξω σε ένα διήγημα που έγραψα κάποτε για μια γυναίκα που χάθηκε. Χάθηκε στη μέσα και έξω πραγματικότητα της ζωής της. Κι ο τόπος χανόταν κι αυτός μαζί της, κομμάτια κομμάτια έπεφτε στη λήθη ή στην καταστροφή κι αδύνατον να συγκρατήσει ένα σπάραγμα. Όπως όταν καμιά φορά βλέπουμε ένα περίεργο όνειρο και, ενώ προσπαθούμε να το φυλάξουμε στη μνήμη, να το σώσουμε, αυτό σκορπίζεται σε κομμάτια και χάνεται. Χάνεται σε ένα γλιστερό χάος, και τίποτα. Δεν μένει τίποτα. Η λήθη μόνο. Κάπως έτσι.
Η γυναίκα πάλευε κάτι να σώσει από αυτό που υπήρξε, από τη ζωή της, από όσα αγάπησε, κάτι κάτι να περισώσει. Και μέσα από το σκοτάδι της χαμένης μνήμης ξεπρόβαλε μια θύμηση, ένας δρομάκος πλάι στη θάλασσα και ψιχάλιζε. Κι ούτε ήταν ακριβώς θύμηση αλλά κάτι πιο πολύ: Ένα ατόφιο κομμάτι ζωντανό, σαν τη στιγμή που το έζησε, ήρθε και ξύπνησε τη μνήμη της γυναίκας. Και η ψυχή της γαλήνεψε. Μπορεί να χάθηκε το σπίτι της ή ο τόπος που έζησε, όμως είχε τη μνήμη. Που σημαίνει: ο τόπος ήταν ζωντανός μέσα της. Για πάντα. Αφού η μνήμη επέζησε.
Αν λοιπόν με ρωτούσαν τι θα ήθελα να σώσω από τον τόπο που καίγεται, από το σπίτι που το πνίγει ο κατακλυσμός, από την ψυχή που αλλοτριώνεται στα παραμορφωτικά κάτοπτρα των καιρών μας, θα έλεγα: τη Μνήμη. Θα έλεγα, εκείνον τον ταπεινό δρομάκι πλάι στη θάλασσα και να ψιχαλίζει. Γιατί αυτή η θύμηση περιέχει ολόκληρη τη μνήμη, σαν τη σταγόνα το νερό που περιέχει όλα τα ποτάμια.
Όσο για των ανθρώπων τα σπίτια τα καμένα αξιοθρήνητα, θα ήθελα έτσι όπως στο όνειρο, να σηκωθούν όρθια με τις στάχτες και τις καμένες σάρκες τους και να σταθούν όλα μαζί μέσα στον ύπνο μας, μήπως και ξυπνήσουν τη συνείδηση του καιρού μας.
Όμως αυτά όλα είναι ποιητικές αναφορές, ενώ τα καμένα των ανθρώπων σπίτια είναι η πιο εφιαλτική πραγματικότητα. Ο καμένος τόπος. Σαν να ξεχείλισε πάνω του ο Άδης. Ένας τόπος να θυμίζει την Ουϊννυ του Μπέκετ, όταν φώναξε: «Α, γη παλιά, πυροσβησμένη!» Ένα όραμα κοσμογονικό, μια γη πυροσβησμένη, σαν το πρώτο τοπίο του κόσμου.
Και σίγουρα τον πόνο αυτόν δεν τον γιατρεύει καμιά λογοτεχνία, καμιά ποίηση. Εκείνος ο ψηλός άνθρωπος με τα άσπρα μαλλιά και τα ματωμένα μάτια που στάθηκε μπρος στις στάχτες του σπιτιού του και είπε: «μια ζωή το έχτιζα και τώρα το έκαψαν μαζί με τη γυναίκα μου, δεν έχω πού να πάω…» δεν χωρά σε κανένα μυθιστόρημα της φαντασίας. Εκείνος ο άνθρωπος με τα ματωμένα μάτια είναι δυο σπιθαμές πιο αψηλός από τη συνείδησή μας.
Σήμερα ξημερώνει ένας καινούριος χρόνος. Και τι να ευχηθεί κανείς μέσα στο τοπίο της στάχτης. Ή, πώς να μιλήσεις για χαρά και ευδοκία, όταν οι άνθρωποι εκείνοι μαζεύουν ακόμα τα κομμάτια της συμφοράς που τους βρήκε.
«Με τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τα ερείπιά μου», λέει ένας στίχος του Έλιοτ. Και ίσως ταιριάζει στον τόπο μας που πενθεί.
Γι’ αυτό, θέλω να κάνω μια διαφορετική ευχή: Είθε ο Νέος Χρόνος που θα ξημερώσει να γιατρέψει τις πληγές. Γιατί ο τόπος μας γέμισε πληγές. Είθε και η Πολιτεία να κρατήσει ως το τέλος την υπόσχεσή της και τα καμένα σπίτια να γίνουν και πάλι χαρά της ζωής.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος 5 Ιανουαρίου 2008
Το θέμα του Αφιερώματος ήταν: “Αν όλα χάνονταν γύρω σας, τι θα θέλατε να σώσετε”