Ένας τόμος εξακοσίων σελίδων κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, με τα φιλοσοφικά κείμενα της διακεκριμένης Αγγλίδας μυθιστοριογράφου Iris Murdoch, με τίτλο “Υπαρξιστές και Μυστικιστές”, που περιλαμβάνει και δύο κατατοπιστικούς προλόγους, ο ένας από τον μεγάλο διανοητή Τζωρτζ Στάινερ και ο άλλος από τον Άγγλο εκδότη του βιβλίου Πήτερ Κονράντι.
Η Ντέιμ Άιρις Μέρντοχ είναι γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τα σημαντικά μυθιστορήματά της “Θάλασσα, Θάλασσα”, “Ο Μαύρος Πρίγκιπας”, “Μέσα στο δίχτυ”, “Ο Πράσινος Ιππότης”, “Το δίλημμα του Τζάκσον” και “Ένα κομμένο κεφάλι”, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Ο παρών τόμος αποτελεί μια συρραφή των φιλοσοφικών κειμένων και ιδεών που έγραψε ή συζήτησε η συγγραφέας με διαπρεπή πνευματικά πρόσωπα στο μάκρος της ζωής της, κείμενα που την καταξιώνουν και ως μία διορατική και οξυδερκή φιλόσοφο, με βαθιά ανθρωπιστικές αξίες.
Το βιβλίο αποτελείται από επτά μέρη, στα οποία επιμερίζεται η φιλοσοφική της σκέψη, διαγράφοντας και την συγγραφική της διαδρομή, ποιες αιτίες την έκαναν να αποδεχτεί κάποιες ιδέες και γιατί στη συνέχεια τις απέρριψε ή τις διαμόρφωσε σύμφωνα με την προσωπική της διαίσθηση και εμπειρία. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τους δύο προλόγους και ένα από τα πιο σημαντικά δοκίμια του τόμου με τίτλο “Λογοτεχνία και Φιλοσοφία: Μία συζήτηση με τον Μπράιαν Μαγκί”. Στο δοκίμιο αυτό η Μέρντοχ διατυπώνει τις απόψεις της για το πώς βλέπει τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, που ενώ δεν συνδέονται αναγωγικά, εν τούτοις υπάρχουν άλλοι δεσμοί που φωτίζουν την εξάρτησή τους, αφού η φιλοσοφία πολλές φορές αναζητά το αντικείμενό της σε λογοτεχνικά κείμενα – πράγμα που έκανε και η ίδια – και αντίστροφα. Και ο Τζωρτζ Στάινερ, σχετικά με την εξάρτηση αυτή αναφέρει πως “η ποίηση, το δράμα, η πεζογραφία, όλα πέρασαν από μία εποχή φιλοσοφικών ερώτων”, και επισημαίνει ότι “η φιλοσοφία και η λογοτεχνία στο έργο της Μέρντοχ είναι αδιαχώριστες”.
Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται “Νοσταλγία για το Ατομικό” και περιλαμβάνει τα δοκίμια: “Σκέψη και Γλώσσα”, Νοσταλγία για το Ατομικό”, “Μεταφυσική και Ηθική” και “Θεώρηση και Επιλογή στην Ηθική”. Το τρίτο μέρος “Συνάντηση με τον Υπαρξισμό” (Encountering Existentialism) περιλαμβάνει τα δοκίμια “Ο Μυθιστοριογράφος ως Μεταφυσικός”, “Ο Υπαρξιστής Ήρωας”, “Ντε Μπωβουάρ: Η Ηθική της Αμφισημίας” κ.ά. Το τέταρτο μέρος τιτλοφορείται “Η Ανάγκη για την ΄Υπαρξη Θεωρίας” και περιλαμβάνει τα κείμενα “Αποδεχόμενοι το Κενό”, “Ο Τ. Σ. Ελιοτ ως Ηθικολόγος”, κ.ά. Το πέμπτο μέρος “Προς έναν Πρακτικό Μυστικισμό 1959-78” περιλαμβάνει τα κείμενα “Το Ύψιστο και το Καλό”, “Υπαρξιστές και Μυστικιστές”, “Η Σωτηρία μέσω του Λόγου” και “Η Τέχνη είναι η Μίμηση της Φύσης”. Το έκτο μέρος “Μπορεί να βοηθήσει η Λογοτεχνία;” Και τέλος, στο έβδομο μέρος “Ξαναδιαβάζοντας τον Πλάτωνα”, μας δίνει τα σημαντικά φιλοσοφικά της δοκίμια “Η Ιδέα της Τελειότητας”, “Περί Θεού και Καλού”, “Η Κυριαρχία του Καλού πάνω σε άλλες έννοιες”, “Τέχνη και Έρως: Ένας Διάλογος για την Τέχνη” και “Περί Θεών: Ένας Διάλογος με τη Θρησκεία”.
Αξίζει να σημειωθεί το πώς η ίδια η Ντέιμ Άρις Μέρντοχ είδε τον εαυτό της ως φιλόσοφο και τι ήταν αυτό που την ώθησε, παράλληλα με το μυθιστορηματικό της έργο, να ασχοληθεί και με το φιλοσοφικό δοκίμιο. Τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής την βρήκαν φοιτήτρια της Φιλοσοφίας στην Οξφόρδη και είχε κιόλας μελετήσει τους “Μεγάλους” όπως ονόμαζε τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς. Συνεχίζοντας τις φιλοσοφικές σπουδές της στο Καίμπριτζ, εντυπωσιάστηκε από τον υπαρξισμό του Σαρτρ και δημοσίευσε το πρώτο της βιβλίο που αφορούσε στο έργο του.
Σήμερα οι μελετητές της αναρωτιούνται γιατί προσχώρησε στη φιλοσοφία, αφού ήδη ήταν μια αναγνωρισμένη και καταξιωμένη μυθιστοριογράφος. Και διατυπώνουν την άποψη, πως το έκανε “επειδή την πλήγωσε η παράνοια της Ευρώπης”, δεδομένου ότι η Μέρντοχ είχε προσωπικές, επώδυνες εμπειρίες από τα ερείπια του πολέμου. Την περίοδο 1944-46 εργάστηκε ως διοικητικό στέλεχος στην Ένωση Αποκατάστασης και Ανθρωπιστικής Βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών και έγινε μάρτυρας μιας “καθολικής κατάρρευσης της ανθρώπινης κοινωνίας”, βοηθώντας πρόσφυγες και επιζήσαντες από τα στρατόπεδα να βρουν τρόφιμα και κουβέρτες. Όμως εκτός τούτου, ήταν και προσφιλή της πρόσωπα που έπεσαν θύματα του ναζισμού, όπως ο ποιητής και ανθρωπολόγος Φραντζ Μπάουερμαν Στάινερ, Τσέχος εβραίος, που ποτέ δεν ξεπέρασε τον θάνατο των γονιών του σε ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δέκα χρόνια αργότερα πέθανε και ο ίδιος, ενώ προσπαθούσε να ξαναγράψει τη διατριβή του πάνω στην κοινωνιολογία της δουλείας, που το μοναδικό του αντίγραφο είχε κλαπεί, δημιουργώντας με τον θάνατό του βαθύ συναισθηματικό τραύμα στην συγγραφέα.
Η Άρις Μέρντοχ διέπρεψε στη διδασκαλία της φιλοσοφίας επί δεκαπέντε περίπου χρόνια στην Οξφόρδη και η οικουμενικότητα όχι μόνον των φιλοσοφικών της κειμένων αλλά και των μυθιστορημάτων της την καθιέρωσε ως μία από τις πλέον αξιόλογες συγγραφείς του αιώνα με διεθνή ακτινοβολία.
Στο δοκίμιό της “Περί Θεού και Καλού”, αναρωτιέται “τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να συμπεριφέρεται ανιδιοτελώς σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τι είναι κακό και καλό σε έναν μετα-χριστιανικό κόσμο. Και πώς καταφέρνουν οι νέοι φανατικοί να οδηγούν τους πολιτισμούς τους στην παραφροσύνη.” Στην έννοια του “Καλού” δίνει μια υπερβατική ερμηνεία και τη θέτει ως βάση στην περαιτέρω σχέση του “Καλού” με τη θρησκεία και τον Θεό, διευκρινίζοντας ότι σε εποχές α-θεολογικές όπως είναι η δική μας “δεν υπάρχει ανάγκη για καμία επίσημη πίστη”, καίτοι η ίδια, όπως αναφέρει ο Στάινερ, έτρεφε έναν βαθύ, ευγενικό σεβασμό για όσους πίστευαν. Εκείνο που την ενδιέφερε ήταν να βρει τους φιλοσοφικούς δρόμους που διανοίγει η τέχνη προς το “Καλό” και προς την ηθική της αγάπης για τον άνθρωπο.
Όταν η Μέρντοχ δημοσίευσε το 1953 το βιβλίο της “Σαρτρ: Ο Ρομαντικός Ορθολογιστής”, θεωρήθηκε ως η πρώτη Αγγλίδα φιλόσοφος που τον πήρε στα σοβαρά. Σήμερα οι μελετητές της πιστεύουν πως την ώθησε σε αυτό η βαθιά απογοήτευσή της για την αγγλοσαξωνική φιλοσοφία που, κατά τη γνώμη της, είχε εγκαταλείψει τη γόνιμη συζήτηση γύρω από τη “συνείδηση” και την “ηθική αξία”. Πίστευε πως ο υπαρξισμός υποσχόταν “να βρει θέση και για τα δύο”, υπόσχεση που αποδείχτηκε φρούδα. “Ο γαλλικός υπαρξισμός προσφέρει μια ανεδαφική εναλλακτική λύση”, θα πει αργότερα στρεφόμενη προς τον μυστικισμό. “Ο μυστικισμός είναι μία πανταχού παρούσα ηθική ιδέα που προεκτείνει επ’ άπειρον τη συνηθισμένη ηθική προς την κατεύθυνση του τέλειου καλού”, γράφει στο δοκίμιό της “Προς έναν Πρακτικό Μυστικισμό”.
Είναι γνωστό για όσους έχουν διαβάσει τα βιβλία της Μέρντοχ πως αυτές τις φιλοσοφικές της ιδέες τις πέρασε και μέσα στα μυθιστορήματά της. Οι γητευτές και οι μάγοι που υπάρχουν σ’ αυτά ανήκουν σε μια διεθνή σκηνή και έχουν πάντοτε πολιτική διάσταση, όπως επισημαίνει και ο εκδότης της. Και βέβαια, μας είναι γνωστός ο φιλοσοφικός προβληματισμός των ηρώων της, η μοναξιά και αποξένωση που βιώνουν στις σελίδες της, οι ψυχολογικοί κίνδυνοι και τα κοινωνικά αδιέξοδα.
Καίτοι η Μέρντοχ είχε μελετήσει τον Πλάτωνα από τα φοιτητικά της χρόνια, τον είδε κάτω από νέο φως, όπως επισημαίνει η ίδια, διαβάζοντας Σιμόν Βέιλ. Θεώρησε πως ο Πλάτωνας που είχε μάθει ήταν παρεξηγημένος και τον προσέγγισε από άλλη οπτική, τον θεώρησε περισσότερο σύγχρονο. Στο δοκίμιό της “Ξαναδιαβάζοντας τον Πλάτωνα” επιχειρεί να αναθεωρήσει τις μέχρι τότε φιλοσοφικές της ιδέες για τον υπαρξισμό, αποδεχόμενη ολοένα και περισσότερο την μυστικιστική αντίληψη σε συνδυασμό με την ηθική έννοια. Στο τέταρτο μέρος, “Η Ανάγκη της Θεωρίας”, εξηγεί πώς οδηγήθηκε στην Σιμόν Βέιλ από την δυσαρέσκειά της για την υπάρχουσα ηθική φιλοσοφία.
“ Αυτό που διακυβεύεται σε ολόκληρο το έργο της είναι ο ορισμός του Καλού, με σκοπό να ζήσουμε τη ζωή μας κάτω από το φως του”, γράφει ο Τζωρτζ Στάινερ, και αυτό από μόνο του αποτελεί μια πνοή ευδοκίας στις ημέρες μας.
Το Βήμα της Κυριακής, 4 Μαρτίου 2001.