Όταν ξεκινώ να γράψω ένα μυθιστόρημα, το πρώτο πράγμα που με βασανίζει είναι μια περίεργη αγωνία. Πώς θα ξεκινήσω και ποια γραφή θα χρησιμοποιήσω. Η γραφή μου συνήθως είναι αναλυτική, θα έλεγα μυητική, όμως κάποιες φορές, είναι κοφτή σχεδόν θεατρική. Είναι φορές που σχεδιάζω στο μυαλό μου όλες τις λεπτομέρειες της πλοκής, τη μοίρα ακόμα των προσώπων που πλάθω, την περιπέτεια της ζωής τους, σε σχέση πάντα με κάποιο υπαρξιακό ή μεταφυσικό πρόβλημα που με βασανίζει, σπάνια κοινωνικό. Άλλοτε πάλι, χτίζω τον χώρο, τη στέγη του μυθιστορήματος και αφήνω ελεύθερα τα πρόσωπα να συναντήσουν τη μοίρα τους.
Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα “Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι” το μυαλό μου το παίδευαν κάποιες εικόνες ερήμωσης, κάποιοι άνθρωποι περιπλανώμενοι πεινασμένοι και άστεγοι, κάποια λουκέτα εφιαλτικά στην κάποτε απαστράπτουσα Αθήνα, κάποιοι δρόμοι που σέρνονται εχθρικοί τις νύχτες, με τον φόβο στο μάτι των λίγων περαστικών.
Σε αυτό το μυθιστόρημα δεν με ενδιέφερε η μεταφυσική της ζωής ή ο πόνος των υπαρξιακών ερωτημάτων, αλλά μόνο αυτή η αδίστακτη καθημερινότητα που μας έχει ρίξει στην απόγνωση εδώ και τρία χρόνια. Ήθελα να δώσω τον άνθρωπο της απόγνωσης την ώρα της συντριβής του.
Υπάρχουν κάποιες λέξεις που μόνον αφού τις βιώσει κανείς με προσωπική εμπειρία μπορεί να τις κατακτήσει, πάει να πει, να τις κατανοήσει βαθιά, να τις περάσει στη συνείδησή του. Διαφορετικά μένουν για πάντα έξω από τη συνείδηση, σε μια σφαίρα θεωρητική και απρόσιτη. Και τέτοιες λέξεις είναι: η συντριβή, η απόγνωση, η άβυσσος, καταρρέω, χάνομαι, σπαραγμός. Και άλλες.
Θυμάμαι, τη λέξη “άβυσσο” την είχα μάθει όταν έγραφα το βιβλίο μου “Η επέτειος των ρόδων”. Βέβαια την είχα μάθει πολύ πριν μέσα από ένα αδυσώπητο βίωμα. Στην “Επέτειο των ρόδων” ήταν η νέα γυναίκα που πάλεψε τρεις μέρες με την αγωνία και τα οδυνηρά διλήμματα να σταματήσει την κύηση, γιατί ο άνδρας της την απατούσε, και άλλες τρεις μέρες που έζησε τον σπαραγμό να σώσει το παιδί της. Τη λέξη “άβυσσο” μου την έδωσε “γεωγραφικά” και βιωματικά το έργο του Σάμουελ Μπέκετ. Ήταν όταν δούλευα τη μετάφραση του έργου του “Ω οι ωραίες μέρες”.
Όμως τη λέξη “συντριβή” την ένιωσα σε όλο το τρισμέγιστο βάθος της, όταν έγραφα το μυθιστόρημα “Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι”. Τα πρόσωπά μου συντρίβονται μέσα στη δική τους μοναχική ώρα. Το καθένα ξεχωριστά βιώνει τη δική του συντριβή. Καταρρέει. Ταπεινώνεται. Και μετά μαζεύει τα συντρίμμια του, τα ερείπια της ζωής του, και προσπαθεί να βγει στο φως, να αναδυθεί. Στο μυθιστόρημα αυτό δεν άνοιξα εγώ τους δρόμους να βαδίσουν οι ήρωες μου. Τους άφησα να βρουν μόνοι τους την περιπέτεια. Να κάνουν τα λάθη τους, να πονέσουν, και το πιο σημαντικό, να καταλάβουν τι σήμαιναν τα λάθη και πώς θα μπορούσαν να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο τους.
Όταν ξεκίνησα να το γράφω, δύο πράγματα με παίδευαν σαν καταστάσεις συνείδησης. Το ένα ήταν η φράση του Σάμουελ Μπέκετ: “Το παρελθόν είναι μέσα μας δύσβατο και απειλητικό”. Και το άλλο: Η στιγμή της συντριβής. Η στιγμή που όλα γύρω καταρρέουν ενώ είσαι αθώος. Ο πρώτος άξονας, αυτός του παρελθόντος, έχει μέσα του την έννοια του χρόνου, που σε κάθε μυθιστόρημά μου κυριαρχεί, γιατί στην ουσία είναι στοιχείο της υπαρξιακής αγωνίας.
Ήθελα να αποδείξω πώς ο χρόνος, η στιγμή, αιχμαλωτίζει τη ζωή μας και μας οδηγεί ανύποπτους σε καταστάσεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Περιστατικά που τα ξεχάσαμε είναι ικανά να εξουσιάζουν ασυνείδητα τις σκέψεις μας. Γιατί στην πραγματικότητα τίποτα δεν ξεχάσαμε. Το καθετί υπάρχει μέσα μας άγρυπνο κι ας νομίζουμε πως το ξεχάσαμε, σαν τον στίχο του Έλιοτ “Το έκανα αυτό, το ξέχασα και το θυμούμαι”.
Οι λέξεις και οι έννοιες έχουν πολλές προσεγγίσεις. Και μπορούν να ενεργοποιήσουν έναν κόσμο ολόκληρο μέσα μας. Λες μια λέξη ή σχηματίζεις μια εικόνα, και ξυπνά μέσα σου ένα ολόκληρο τοπίο, αναδύεται από την ομίχλη της ψυχής σου και σε γεμίζει ευφροσύνη ή τρόμο. Οι χώροι που ξυπνούν με τον σχηματισμό μιας λέξης είναι απόλυτα δεμένοι με αυτό που ζήσαμε εκεί. Ή να το πω αλλιώς: Είναι παράφορα δεμένοι με την ψυχή μας. Το ίδιο το βίωμα τους κάνει τοπία εσωτερικά, δικά μας. Για παράδειγμα, λες “τρεχούμενο νερό”, και μπορεί να ξυπνήσει ολόκληρη η παιδική σου ηλικία, αν τύχει και μεγάλωσες πλάι σε τρεχούμενα νερά. Τίποτα μέσα στο παρελθόν δεν είναι από μόνο του απειλητικό ή δύσβατο. Εξαρτάται από το πώς εμείς βιώσαμε τον χρόνο μας μέσα του. Απειλητικό είναι μόνο το σκοτάδι που το καλύπτει. Αυτό το κάνει δύσβατο ή και άβατο. Γι’ αυτό πρέπει να το ανεβάσουμε στο φως. Να το ευμενίσουμε. Να σπάσουμε το φράγμα του φόβου που μας κρατά έξω από τη δύναμή του. Γιατί όσο πιο πυκνό σκοτάδι το καλύπτει, τόσο πιο απειλητικό φαντάζει. Εσύ η ίδια θα δεις, όταν τελειώσουμε τις συνεδρίες, όταν θα πάρουμε μαζί όλα αυτά τα κομμάτια της ιστορίας σου και θα τα συγκολλήσουμε για να σχηματιστεί από την αρχή το κομματιασμένο σου πρόσωπο, όπως εσύ το χαρακτήρισες, θα δεις πόσο απελευθερωμένη θα αισθανθείς.
fractalart.gr, 21 Μαϊου 2014