Και ας έχουμε ξεχάσει την παιδική μας ηλικία,
εκείνη μας θυμάται
Πάντα πίστευα πως η παιδική ηλικία είναι η μόνη μαγική χώρα που κυριαρχεί με τόση δύναμη σε όλη τη ζωή μας. Κι ας έχουμε ξεχάσει πολλές φορές τα περιστατικά που την έκαναν μαγική. Ας έχουμε ξεχάσει την ίδια την παιδική μας ηλικία. Εκείνη μας θυμάται. Και ένα θραύσμα μνήμης μόνο να αναδυθεί από το παρελθόν είναι αρκετό για να ανατρέψει ή να αιχμαλωτίσει καταστάσεις.
Όμως όταν μου ζητούν να γράψω για τα παιδικά μου γίνομαι αδέξια. Αισθάνομαι πως δεν αφιέρωσα τον πρέποντα χρόνο γι’ αυτά. Από σύμπτωση είχε γραφτεί το πολύ αγαπημένο των αναγνωστών Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο, με τα εικοσιένα “Γράμματα”, και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης που ήταν Διευθυντής Ραδιοφωνίας, γρήγορα, μου είπε, να τα ετοιμάσεις και να τα φέρεις, εννέα και τέταρτο το πρωί η εκπομπή, να την ακούνε όλοι. Και είχαν σπάσει τα τηλέφωνα στην ΕΡΤ-1, τότε, το 1982, άλλοι να ζητούν αντίγραφο ή το βιβλίο, πότε θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο, ρωτούσαν από όλες τις γωνιές της Ελλάδας, και άλλοι να λένε, άλλαξα την ώρα που πάω στη δουλειά μου για να ακούω την εκπομπή, δεν μπορείτε να την βάλετε λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα… Τα διάβαζε η Άννυ Πασπάτη, που η φωνή της είχε μια περίεργη τρυφερότητα. Πηγαίναμε στην ΕΡΤ κάθε Δευτέρα και ετοιμάζαμε την εκπομπή. Βρίσκαμε ωραίες μουσικές. Οι ηχολήπτες μας βοηθούσαν απίστευτα. Και το βιβλίο μέχρι σήμερα που δεν κυκλοφορεί πια το ζητάνε στα παλαιοπωλεία ή μου τηλεφωνούν πότε θα κυκλοφορήσει ξανά.
Όμως τίποτα δεν ξέρω πια, η ζωή μας σκόρπισε στους ανέμους. Και κάπου ντρέπομαι που μιλώ έτσι για το βιβλίο μου. Σαν να διαφημίζω το “βιος” μου. Ή μπορεί και να έχω ανάγκη, μέσα στους ανέμους των εγκλεισμών, να κρατηθώ από κάποιες καλές παλιές στιγμές ξεχασμένες.
Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία στη σχέση μου με τα παιδιά. ‘Εχω μισό σεντούκι γράμματα από μικρούς και μεγάλους.
Όταν φτάνεις στο σημείο να γίνεται όλη η ζωή σου μια πανοραμική θέα, από όποιο σημείο και αν αρχίσεις ή για όποιο θραύσμα της ζωής σου και αν γράψεις, στους ίδιους δρόμους θα βγεις, στα ίδια μονοπάτια με τις πατημασιές σου πάνω τους, που γίνονται πατημασιές του Αόρατου με τα χρόνια.
Πατημασιές του Αόρατου.
Την έκφραση ή την εικόνα αυτή την βίωσα στα άπειρα επίπεδά της, αφού μόνον ύστερα από εμπειρικές διαδρομές μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό.
Για τους μικρούς τρυφερούς μου αναγνώστες, λοιπόν, γράφω σήμερα. Θυμάμαι τα αδέξια χεράκια τους καθώς κρατούσαν κάποιο βιβλίο μου, τότε που με καλούσαν στα σχολεία και οι μικροί μαθητές μου έδιναν τα φυλαχτά τους για να μου δείξουν την αγάπη που ένιωσαν για το παραμύθι μου, αυτό που δούλεψαν στα μαθήματα τους με τον δάσκαλο ή με τον καθηγητή τα πιο μεγάλα. Θυμάμαι μια μαθήτρια στο Γυμνάσιο Βόλου. Είχαν δουλέψει την “Μαρούλα”, το εφηβικό μου μυθιστόρημα “Η Μαρούλα της Λήμνου” έναν ολόκληρο χειμώνα, το είχαν αγαπήσει, είχαν κάνει εργασίες θαυμάσιες. Ολόκληρο το βιβλίο το είχαν κάνει ένα εκπληκτικό δρώμενο, μια θεατρική παράσταση όπου συμμετείχαν όλα τα παιδιά. Και την άλλη μέρα, σε κάποια αίθουσα, αφού μιλήσαμε ατέλειωτα για χίλια πράγματα, μια μαθήτρια με ρώτησε πότε θα ξαναπάω – κι εγώ αυθόρμητα απάντησα, πως δεν μου είναι και τόσο εύκολο γιατί και τα χρόνια περνούν, είπα – όμως τι ήταν να το πω. Είχαμε πάει, θυμάμαι με καταρρακτώδη βροχή και στο δρόμο τους τηλεφωνούσαμε και λέγαμε πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, ήταν και το αυτοκίνητο αδύναμο. Όμως ο καθηγητής τους επέμενε πολύ, πρέπει να έρθετε, έλεγε, σας περιμένουν με τόση αγωνία τα παιδιά, σας παρακαλώ μην τα απογοητεύσετε. Ακόμα θυμάμαι το όνομα του, Αδάμος Μουζούρης νομίζω. Ένας θαυμάσιος εκπαιδευτικός. Τον θαύμασα πραγματικά. Λοιπόν, όταν απάντησα στη μαθήτρια πως ίσως και να ήταν δύσκολο, έβαλε τα κλάματα, “δηλαδή μπορεί και να μην σας ξαναδούμε ποτέ;”
Τόσο λίγα παιδικά βιβλία έγραψα. Και λυπάμαι γι’ αυτό. Τα πρώτα παιδικά μου τα ολοκλήρωσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, όταν αναζητούσα τρόπους να ξορκίσω το κακό που μας είχε βρει.
Πάντα βυθισμένη στα ιστορικά μου ή μη ιστορικά βιβλία μεταφυσικής αγωνίας που έγραφα. Να αναζητώ με ιερό πάθος την ώρα την υπαρξιακή στα μυθιστορηματικά μου πρόσωπα που ήταν ώρα της μεγάλης τους αλήθειας, ώρα του πεπρωμένου τους που ήταν και δικό μου. Και ποτέ δεν μου έμεινε χρόνος για τα παιδικά. Μόνο τα συρτάρια μου ήταν γεμάτα από ιδέες παραμυθιών και σημειώσεις δυσανάγνωστες.
Και μόνο, καρδιά της οικονομικής κρίσης, ένιωσα την ανάγκη να βγω από την αγωνία αυτών των υπαρξιακών ερωτημάτων και να μπω σε μια καθημερινότητα ζωντανή και χειμαζόμενη. Να αναζητήσω την απόλυτη ελευθερία του μαγικού που σου δίνει το παραμύθι, για να ξορκίσω τις κακές μάγισσες και τα σκοτάδια που σέρνουν πίσω τους, να τα ξορκίσω με τη δύναμη της αθωότητας, αυτή την απόλυτη τη μαγική δύναμη της φαντασίας.
Είχαν προηγηθεί η “Μαρούλα μου” και η “Δοξανιώ μου” και ο “Νικηφόρος Φωκάς” που είχαν γραφτεί για μεγάλους όμως είχαν αγαπηθεί σε δημοτικά και Γυμνάσια. Μέχρι λίγο πριν από την πανδημία, όταν με είχαν καλέσει στο Κολέγιο Αθηνών, πολλά γυμνασιόπαιδα είδα να κρατούν την “Μαρούλα μου” καίτοι δεν κυκλοφορούσε.
Το πρώτο καθαρά παιδικό που έγραψα, το είχε εκδώσει η αγαπητή μου εκδότρια κυρία Έλενα Πατάκη, Μάιος 2013, που είχε τίτλο: “ΑΓΑΠΗΣΕ ΜΕ… και άλλα παραμύθια”.
Τρία παραμύθια ήταν όλα κι όλα, και πόσο τα αγάπησα. Όμως και πόσο μαγικά τα έγραψα. Δεν πήρα μαζί μου παρά μόνο την τρυφερότητα του μπλε τριαντάφυλλου και την αγάπη. Έτσι όπως τη βρίσκει κανείς μόνο μέσα στην καθαρή ψυχή του παιδιού – αν θέλει να σου την δώσει. Πήρα και ένα πρόχειρο δισάκι για τον δρόμο όπου έβαλα την Δικαιοσύνη και το Καλό. Απαραίτητα και τα δυο. Η δικαιοσύνη για να οδηγεί τους μικρούς μου ήρωες στον σωστό δρόμο. Και το Καλό για να εξοντώσω τον κακό μάγο. Τίποτα άλλο δεν χρειαζόμουν. Το φεγγάρι και το μιλητικό δέντρο, τον ερωτευμένο χρυσαετό και τα δάκρυα που γίνονται ρουμπίνια θα τα έβρισκα στον δρόμο. Και τον πρίγκιπα Ραάλ Εκοτό Δρόμοι που έδωσε αγώνες για να ιδρύσει την Πολιτεία του Καλού – όπου για να φτάσει κανείς έπρεπε να περπατήσει ξυπόλυτος τους Εκατό Δρόμους.
Σήμερα σκέφτομαι πως το παιδικό βιβλίο δεν είναι μόνο για παιδιά. Ίσως περισσότερη ανάγκη το έχει ο μεγάλος, για να γιατρέψει τις πληγές της ωριμότητας – είτε είναι συγγραφέας είτε αναγνώστης.
Πάντα πίστευα στο λαμπερό αισθητήριο του παιδιού. Η φαντασία του έχει μια μοναδική ποιητική δύναμη, έναν ποιητικό υπερρεαλισμό, που σε αφήνει άφωνο. Αρκεί να σκύψεις πάνω του να αφουγκραστείς τον τρόπο που σκέφτεται, τον μαγικό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη ζωή.
Και αν με ρωτήσεις πώς ένιωσα γράφοντας για τους μικρούς τρυφερούς μου αναγνώστες, θα σου πω πως ήταν οι πιο ευτυχισμένες μου συγγραφικές στιγμές. Ξαφνικά είχα βγει από όλα τα υπαρξιακά μου αδιέξοδα, από τους αθέατους κόσμους της άλλης αλήθειας, είχα βγει, και ξαφνιασμένη κράτησα στη φούχτα μου ένα παιδικό χεράκι. Αυτό που, τα κατοπινά χρόνια, ήρθε από μόνο του να με βρει στα σχολεία όπου με καλούσαν.
Σε παρόμοια διαλείμματα της ζωής μου, έγραψα και τα υπόλοιπα παιδικά. Αυτά που κυκλοφόρησαν. Τα άλλα, όπως είπα, είναι στο συρτάρι. Ήξερα πως μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στο αισθητήριο του παιδιού. Είναι άπειρα πιο κοφτερό και πιο εφευρετικό από το αισθητήριο του μεγάλου. Και όποιος το υποτιμά, κάνει θανάσιμο λάθος. Αρκεί να σκύψει να το αφουγκραστεί με σοβαρότητα. Η καθημερινότητά του είναι μια συναρπαστική ποίηση. Και ή γίνεσαι παιδί με το παιδί, για να γίνεις άξιος να τη ζήσεις. Ή, σκάβεις τα στρώματα του χρόνου που στοιβάχτηκαν μέσα σου και βρίσκεις, κάπου σε μια γωνιά της ψυχής σου, το παιδί που κάποτε υπήρξες. Γιατί η ανθρώπινη ψυχή είναι φτιαγμένη για να επιστρέφει πάντα στην αθωότητα. Αν το χάσεις αυτό, χάνεις και την ουσία της ομορφιάς. Χάνεις την αίσθηση της μαγείας που έχουν τα πράγματα, τη σχέση σου με την ποίηση. Χάνεις το ίδιο το μαγικό στοιχείο ενός ζωογόνου υπερρεαλισμού που θα σου δώσει τη δύναμη να υπερβαίνεις κάθε φορά τους κακούς μάγους και τις στρίγγλες μάγισσες της καθημερινότητας σου – που γέμισε από δαύτους.
Ευθύς μετά το “Αγάπησέ με…” κυκλοφόρησε, πάντα στις εκδόσεις Πατάκη, το εφηβικό μου “Συνέντευξη με το φάντασμα του βάλτου” , που το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ. Αλλά και αγαπήθηκε από σχολεία, όπως από την Λεόντειο Σχολή Αθηνών, που τα παιδιά δούλεψαν μια ολόκληρη σχολική χρονιά πάνω στο βιβλίο και με τον άξιο δάσκαλό τους τον κ. Μανιάτη έκαναν, όπως οι μαθητές του Βόλου με την Μαρούλα, ένα θαυμάσιο δρώμενο με την συμμετοχή όλων των παιδιών. Ακολούθησε το παιδικό “Ο πλανήτης με τα σπίτια τα κρεμαστά”. Και πρόσφατα βγήκαν δύο παιδικά μου: “Ο χτύπος της καρδιάς σου” τέλος του 2019 και μέσα στο 2020 οι “Έξι ιστορίες του φεγγαριού” με τίτλο “Orpheus in the enchanted forest”, που κυκλοφόρησε στην καρδιά της πανδημίας, μέρες που ο κόσμος του βιβλίου είχε λαβωθεί τόσο βαριά από τις εφιαλτικές καταστάσεις που ακόμα βιώνουμε.
Οι έξι ιστορίες του βιβλίου “Ο Ορφέας στο μαγεμένο δάσος” είναι παραλλαγές από τους πανέμορφους μύθους της λαϊκής μας παράδοσης. Τις συνδέει η αγάπη και ο πόνος της αγάπης. Η αγάπη που ωριμάζει το πνεύμα και δοκιμάζει τη δύναμη της ψυχής.
Είναι ο γιος του φεγγαριού που αγάπησε το θνητό κορίτσι. Είναι η αγάπη του δέντρου που φύτρωσε από μια σταγόνα φεγγαριού. Η αγάπη για τον μικρό αδελφό Γκιών που χάθηκε στο δάσος. Η αγάπη που μεταμόρφωσε τη μάνα σε ένα πανέμορφο πουλί που το είπαν αηδόνι. Η αγάπη του Αρίωνα του κιθαρωδού για το δελφίνι που μαγεύτηκε από τη μουσική του. Τέλος, είναι η μαγική αγάπη του κοριτσιού για τον κοιμισμένο Ενδυμίωνα, που τον έφερε πίσω στη ζωή.
Όμως τις ιστορίες αυτές τις συνδέει και το μαγικό στοιχείο. Είναι η ποίηση της λαϊκής μας παράδοσης. Ο τρόπος που προσέγγισε συγκινησιακά και μεταφυσικά τον κόσμο. Όπως, όταν μεταμορφώνει το πουλί ή το δέντρο για να δώσει την απόλυτη ποιητική διάσταση στα πράγματα.
Πήρα τις ιστορίες όπως τις βρήκα σε διηγήσεις και παλιά βιβλία. Όμως και τις έπλασα από την αρχή, αναζητώντας την ομορφιά που έκρυβαν. Και κάποιες γεννήθηκαν από τα παραμύθια που έλεγα στον γιο μου, τότε, όταν ήταν στην ηλικία του παραμυθιού.
Πάντα πίστευα πως τα βιβλία έχουν την δική τους ξεχωριστή μοίρα το καθένα όπως και οι άνθρωποι. Κάποτε μένουν στην μοναξιά του χρόνου σιωπηλά και λησμονημένα σαν “αζήτητες δωρεές”. Κάποτε πάλι έρχονται από μόνα τους και μας βρίσκουν, για να μας αποκαλύψουν τα μυστικά που κρύβουν ή να μας φέρουν αντιμέτωπους με καινούριες αστείρευτες προεκτάσεις ζωής από τρυφερότητα και θαύμα.
Αναρτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2021 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal