Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα
κι έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στο νου μου
Κ. Καβάφης
Όταν ξεκίνησα να γράψω τη Μαρούλα της Λήμνου, που είναι το πρώτο ιστορικό μου μυθιστόρημα, δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ακολουθούσαν άλλα τρία – τέσσερα συνολικά ιστορικά μυθιστορήματα, που σήμερα τα θεωρώ από τις πιο σημαντικές δουλειές μου. Μετά τη Μαρούλα, γράφτηκε Η Δοξανιώ. Το τέλος της Δοξανιώς είναι η αρχή του Νικηφόρου Φωκά, όπου συνεχίζουν την περιπέτεια της ζωής τους αρκετά από τα ίδια πρόσωπα, ιστορικά και φανταστικά. Και τέλος, το μεγάλο μου μυθιστόρημα Πήραν την Πόλη, πήραν την, που δεν είναι τυπικά παιδικό, όμως είχα τόσα γράμματα από νέα παιδιά, τόσες επικοινωνίες, που, νομίζω, μπορώ να το συμπεριλάβω και αυτό στη σημερινή ομιλία.
Λοιπόν, όταν απεφάσισα να γράψω την Μαρούλα, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα με ενδιέφερε να γράψω κι άλλα ιστορικά μυθιστορήματα. Και να πω το γιατί. Την Μαρούλα την έγραψα άπό κάποιο χρέος. ΄Ετσι το αισθανόμουν. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη γη εκείνη που η Μαρούλα Κομνηνή έζησε το δικό της ανθρώπινο πεπρωμένο. Στη Λήμνο. Η αυτοθυσία της υπήρξε για μένα μια πηγή μαγνητική. Μια ρίζα υπαρξιακή, θα έλεγα. Αυτό το άστρο της μοίρας της το μισοσβησμένο από τους αιώνες, με γοήτευε. Τα στοιχεία που είχα ήταν ελάχιστα. Και αυτό σήμερα το θεωρώ μεγάλο πλεονέκτημα για τον συγγραφέα. Γιατί αισθάνεται πιο ελεύθερος. “Στην ιστορία λίγες γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα κι έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στο νου μου”, λέει ο Καβάφης. Λοιπόν, τότε, είκοσι χρόνια πριν – όταν κι εγώ η ίδια βρισκόμουν σε μια διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων – αισθάνθηκα πως είχα χρέος να πλάσω μυθιστορηματικά το πρόσωπό της, να το ζήσω, να το δω, να περπατήσω πάνω στο ίδιο ερειπωμένο κάστρο του Κότζινου, να ανασύρω τη ζωή που υπήρξε, που άφησε τα σημάδια της. Τότε έλεγα: Τα πλάσματα που υπήρξαν ωραία δεν πρέπει να χάνονται. Και έτσι είναι. Και παράλληλα βέβαια με το θρύλο της Μαρούλας, το μυθιστόρημα ζωντανεύει την οδυνηρή περιπέτεια του ελληνισμού στα βυζαντινά χρόνια, μετά τον όλεθρο της Βασιλεύουσας, και δίνει μια ηρωική διάσταση των αγώνων της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Λήμνου – πράγμα που με ενδιέφερε, τότε, αισθανόμουν υπερήφανη.
Δεν είχα ξαναγράψει ιστορικό μυθιστόρημα. Και προπαντός, ιστορικό μυθιστόρημα για παιδιά. Πίστευα αμετακίνητα πως δεν με ενδιέφερε. Γιατί η δική μου λογοτεχνία, η δική μου ποίηση, είναι υπαρξιακή. Και το ήξερα καλά. Είναι μεταφυσική. Από τα πρώτα μου κείμενα μέχρι σήμερα. ΄Εχει μέσα της το στοιχείο του υπερρεαλισμού, της μεταποίησης των ψυχικών καταστάσεων, σε ένα ατελεύτητο ροϊκό γίγνεσθαι, εσωτερικό, και μέσα σε μια εναγώνια υπαρξιακή αναζήτηση. Από τα πρώτα μου βιβλία με τα οποία βγήκα στα ελληνικά Γράμματα, είχα δώσει το στίγμα μου αυτό. Και δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα. Όλα τα μη ιστορικά μυθιστορήματά μου, αλλά και η ποίησή μου και τα θεατρικά μου έργα, αντλούνται από μια βαθιά υπαρξιακή αγωνία. Αυτό με ενδιέφερε. Το πάθος των υπαρξιακών ερωτημάτων.
Λοιπόν, έλεγα, θα γράψω την Μαρούλα, έτσι από χρέος στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, και μετά θα συνεχίσω αυτά που με ενδιαφέρουν. Όμως παγιδεύτηκα. Βρήκα πως ήταν συναρπαστικό να βυθίζεσαι μέσα στο χρόνο και να προσπαθείς να ανασύρεις τη ζωή την καταργημένη, τα πρόσωπα, φανταστικά ή πραγματικά, να πρέπει να τους δώσεις το δικό σου αίμα για να υπάρξουν, το δικό σου πάθος, να τα πλάσεις με την δική σου ανάσα, με την δική σου διαίσθηση.
Κι ύστερα, βρήκα επίσης συναρπαστικό το γεγονός ότι έρχονταν τα παιδιά στη Λήμνο και μου έφερναν λουλούδια. Κι ακόμα έρχονται. Γιατί διάβασαν την Μαρούλα ή την Δοξανιώ. Κι αναρωτιόμουν τί έδωσα στην ψυχή τους. Τι δίνει ένας συγγραφέας στην ψυχή του παιδιού. Δίνει την ομορφιά. Δίνει την συγκίνηση. Δίνει τα πρότυπα ζωής. Το παιδί μπορεί να ξεχάσει το μάθημα της ιστορίας που διάβασε στο σχολείο. Όμως δεν θα ξεχάσει ποτέ την συγκίνηση που του έδωσε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, που το διάβασε στη μοναχική του ώρα. Που ονειρεύτηκε, διαβάζοντάς το, που δάκρυσε ίσως Γιατί η ιστορία είναι μια αφηρημένη έννοια, μια αφηρημένη έκταση ιστορικών γεγονότων. Όμως το ιστορικό μυθιστόρημα την μεταποιεί σε ζωή. Σε ανθρώπινη αγωνία. Σε ανθρώπινη θυσία. Η συλλογική έννοια της ιστορίας γίνεται προσωπική. Και σήμερα, η πείρα με δίδαξε πως ο συγγραφέας που θα γράψει ένα ιστορικό μυθιστορήματα πρέπει να διαθέτει μια ιδιαίτερη μύηση, μια ιδιαίτερη διαίσθηση. Λέω μύηση και διαίσθηση και όχι τέχνη ή τεχνική. Γιατί η αναγωγή της Ιστορίας σε Ζωή γίνεται βιωματικά και όχι περιγραφικά. Μόνον τότε το ιστορικό μυθιστόρημα μπορεί να έχει συγκινησιακή και λυτρωτική αξία, αυτογνωσιακή. Κι ακόμα, μόνον τότε θα λειτουργήσει σε μια διάσταση του παρόντα χχρόνου. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό που κάνει τον συγγραφέα του ιστορικού μυθιστορήματος όχι συλλέκτη των ιστορικών στοιχείων και αρχιτέκτονα της δομής του, αλλά ένα ευαίσθητο οδυνώμενο ηχείο που θα εγγράψει πάνω του και τον παραμικρό κραδασμό από τη ζωή την καταργημένη, από την έκχυση της ψυχής στην εγκόσμια τροχιά της. Θυμάμαι όταν έγραφα το Πήραν την Πόλη, πήραν την. Είχα συγκεντρώσει τόσο ιστορικό υλικό. Κι όμως. Η μία ώρα που μπορούσα να μείνω κουρνιασμένη μέσα στην Αγια Σοφιά, ήταν άπειρα πιο πολύτιμη, άπειρα πιο σημαντική από όλα τα ιστορικά στοιχεία. Εκείνον τον κραδασμό μεταφέρεις στο μυθιστόρημα, εκείνη τη δόνηση της ψυχής, το παγωμένο τρέμισμα του αγέρα.
Και επανέρχομαι στην Μαρούλα της Λήμνου, γιατί ήταν τότε η πρώτη φορά που ταξίδεψα μέσα στον ιστορικό χρόνο. Θυμούμαι, προσπαθούσα με όλες τις οράσεις της ψυχής μου, με την δύναμη της διαίσθησης, να βρω την αντήχηση του χαμένου, του καταργημένου, να το ανασύρω από τη σιωπή του, από τη λήθη, να το μαντέψω, να το πλάσω με μια φαντασία παράφορα γρηγορούσα, ν’ ακούσω τα βήματα των θρύλων που πλαισίωναν τη ζωή, τα βήματα των καιρών που πέρασαν και χάραξαν τα σημάδια τους, κι ακόμα, ν’ ακούσω τα βήματα των ανθρώπων που υπήρξαν πριν από μένα στην δική μου γη.
Ανάδυση. Ήταν η λέξη που με περιείχε. Να αναδυθεί η ζωή η καταργημένη. Να αναδυθεί μαζί μου, την ώρα που προσπαθούσα να μαντέψω ακόμα και τις πιο μικρές στιγμές, να τις φέρω σε μια διάσταση του δικού μου καιρού, να τις κάνω παρούσες στο σήμερα. Και λέω, ίσως γι’ αυτό αγαπήθηκαν τα ιστορικά μου μυθιστορήματα, όσο αγαπήθηκαν. Είχαν μέσα τους όχι μόνον σπαράγματα από τη ζωή που χάθηκε, αλλά μικρά σπαράγματα από την δική μου ψυχή – από τη δική μου συμμετοχή. Ήταν μια ανάδυση του δικού μου χρόνου. Μια αναπόδεικτη εμπειρικά βίωση της μνήμης, που κουβαλάει η ψυχή από την προγεννητική της περιπλάνηση.
Η Ιστορία, όπως το είπα, είναι μια αφηρημένη έκταση. Μια συλλογική έννοια γεγονότων. Λείπει από μέσα της η ζωή. Λείπει ο μύθος, η προσωπική συνείδηση που την βιώνει. Ενώ το μυθιστόρημα είναι η δραματοποιημένη μορφή της ιστορίας, όπου κυριαρχεί το συναίσθημα. Και σίγουρα, δεν είναι εύκολο να μετατρέψει κανείς αυτή την αφηρημένη έννοια σε ζωή. Να την περάσει μέσα από τη Μία Συνείδηση, από τη βίωση της Μιας μοναχικής κραυγής. Το αφηρημένο να γίνει προσωπικό. Αυτό είναι η τέχνη του να πλάσει κανείς ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Να κάνεις την ιστορία ανθρώπινο δράμα, στο οποίο μπορεί να συμμετέχει ο αναγνώστης λυτρωτικά και αυτογνωσιακά. Δεν μιλώ για το πόσο μπόρεσα να το επιτύχω εγώ αυτό. Ξέρω όμως πως, μόνον όταν η ιστορία, φανταστική ή πραγματική, γίνεται αλήθεια του αναγνώστη, το μυθιστόρημα είναι άξιο να διαβαστεί και να αντέξει στο χρόνο.
Κι ύστερα, σε όλα τα ιστορικά μου μυθιστορήματα, εκείνο που προσπάθησα ήταν να βρω αυτό που συνήθως μένει έξω από την ιστορία. Να βρω το πάθος και τη θυσία, το ρίγος της ψυχής, που μας φέρνει σε βαθιά μονοπάτια του είναι μας, στο δέος της κοσμικής μας περιπέτειας. Αυτή την ανθρώπινη περιπέτεια προσπάθησα να δώσω στα ιστορικά μου μυθιστορήματα, που είναι σχεδόν η ίδια σε όλους τους καιρούς. Αφού μια ίδια μοίρα εξουσιάζει κάθε ανθρώπινο πλάσμα πάνω στη γη, που χάραξε την εφήμερη τροχιά του και βίωσε το δικό του δράμα, τη δική του θυσία.
Η Μαρούλα ήταν μια κόρη της ιστορίας. Η Δοξανιώ μου μια κόρη του θρύλου. Και πάλι η Λήμνος. Ο θρύλος είναι η ποίηση της ιστορίας. Κι εγώ ανακάλυψα πως αγαπούσα τόσο πολύ την ιδιαίτερη πατρίδα μου, που ήταν πια μια ευτυχία για μένα να γράφω περιπλανώμενη στους θρύλους και στα χρυσαφένια τοπία της. Σήμερα αισθάνομαι υπερήφανη, γιατί πολλοί έρχονται και με βρίσκουν εκεί. Ήρθαμε να γνωρίσουμε την Λήμνο, μου λένε, γιατί την αγαπήσαμε από τα ιστορικά σας μυθιστορήματα.
Αυτά τα μυθιστορήματα που γράφτηκαν τελείως τυχαία, επειδή η Μαρούλα γεννήθηκε και έζησε στη Λήμνο. Και εξίσου τυχαία γράφτηκαν για παιδιά. Επειδή η Μαρούλα και η Δοξανιώ ήταν παιδιά.
Ομιλία στο συμπόσιο του Παιδικού Κύκλου του Βιβλίου με θέμα: Ο κόσμος της παιδικής λογοτεχνίας”, Οκτώβριος 1999