Τίποτα δεν χάνεται από αυτό που έχει υπάρξει
Ξεκίνησα από νωρίς. Ήθελα να βρω ακριβώς το μονοπάτι, όπως ακριβώς μου το περιέγραψε. Και ήταν αυτό που διασχίζει το ματωμένο βάλτο. Μου κίνησε την περιέργεια. Κανείς δεν ήξερε γιατί λεγόταν “ματωμένος βάλτος” η περιοχή. Και έψαξα στο κρυφό τετράδιο του παππού, αυτό που μου εμπιστεύτηκε στα δεκατρία μου χρόνια. Από τότε ψάχνω να λύσω το αίνιγμα.
Έτσι αρχίσει το τελευταίο βιβλίο της η γνωστή και πολυβραβευμένη συγγραφέας, «το πιο τρυφερό, το πιο ευάλωτο μεταφυσικά, το πιο κοντά στην αλήθεια την άλλη, την αθέατη, στη γνώση την άλλη που διαλύει το σκοτάδι και σε κάνει να νιώθεις δυνατός,» γράφει η ίδια η συγγραφέας σε μια συνέντευξή της. Και συνεχίζει: «Μοιάζει με τα παράθυρα που ανοίγουν οι άγιοι και οι μάρτυρες για να μπορούμε να επικοινωνούμε με αυτό που δεν φαίνεται».
Και αυτό που «δεν φαίνεται» απασχολεί τη συγγραφέα όπως διαπιστώνει και ο αναγνώστης. Και μας δίνει ένα απέραντα τρυφερό και μαζί δυνατό μυθιστόρημα, από τα λίγα που κυκλοφορούν, που το στηρίζει στη σαγήνη του υπερφυσικού κόσμου, σε αυτή τη κρυμμένη μέσα στα μόρια της ύλης μαγεία έτσι που η φαντασία να προσεγγίζει τη μαγική πραγματικότητα της σύγχρονης τεχνολογίας.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα στηρίζεται στη δύναμη μιας κεχριμπαρένιας μπάλας που λειτουργεί με δυνάμεις άγνωστες, δυνάμεις μαγικές και μας φέρνει σε τόπους και γεγονότα χαμένα μέσα στο χρόνο, που όμως είναι ζωντανά, έτσι όπως τα γέννησε ο χρόνος, η καταργημένη εκείνη στιγμή, γιατί όπως λέει η συγγραφέας «τίποτα δεν χάνεται από αυτό που έχει υπάρξει».
Το φάντασμα του βάλτου δεν είναι παρά ένας ερωτευμένος στρατιώτης που προδομένος σκοτώνεται σε μια αποστολή, όμως εξακολουθεί να είναι παρών και να συμμετέχει στα γεγονότα. Πρόκειται για μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή και μαζί φανταστική. Κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας είναι πραγματικά, όπως ο μικρός Μιχελής που κατάφερε στα εννιά του χρόνια να σώσει το έργο της αντικατασκοπείας στη γερμανική κατοχή. Και ο ερωτευμένος στρατιώτης που «του στέρησαν την άνοιξη» και τη χρυσαφένια Δήμητρα που αγαπούσε.
Διαβάζουμε στη σελίδα 48 του βιβλίου.
Τόσο πολύ ήθελα να μάθω αν ο Άντριου ήταν ερωτευμένος με τη Δήμητρα, που έμεινα λίγο ακόμα στο υπόγειο, πριν αφήσω από τα χέρια μου το τετράδιο του Μιχελή. Ένας Άγγλος κατάσκοπος που η ζωή του κινδύνευε στην κάθε στιγμή και μια όμορφη Ελληνίδα νηπιαγωγός τι θα μπορούσαν να ονειρευτούν άραγε! Θυμάμαι όταν είχα δει το χέρι του Άντριου πάνω στο σιδερένιο τραπεζάκι και αναρωτήθηκα αν αυτό το ευγενικό χέρι άγγιξε ποτέ ερωτευμένο κάποιο άλλο χέρι. Και να! Τώρα ξέρω, λέω. Και μένω μια στιγμή ακόμα, να δω το χέρι του πάνω στα μαλλιά της. Δεν μιλάνε. Η αγάπη η αληθινή δεν έχει ανάγκη από τα λόγια. Μέσα σ’ αυτό το άγγιγμα είναι όλη η ψυχή.
Φοιτήτρια της δημοσιογραφίας είναι η ηρωίδα της συγγραφέως, ένα σύγχρονο ανήσυχο κορίτσι. Παγιδεύεται από ένα ημερολόγιο που της άφησε ο παππούς της Μιχελής, γοητεύεται από όσα παράξενα της γράφει, και με πάθος αποφασίζει να ξεδιαλύνει αυτή την παράξενη ιστορία όπου ένα φάντασμα παίζει τον πρωταρχικό ρόλο. Αυτό που την περιμένει κιόλας στα μονοπάτια του βάλτου γιατί, όπως θα πει σε λίγο «είναι το πιο πολύτιμο πλάσμα που άφησε στον κόσμο».
Έτσι η ηρωίδα αποκαλύπτοντας την ίδια την ιστορία του ημερολογίου, μαθαίνει τη δική της ταυτότητα, ποιος ήταν ο σκοτωμένος στρατιώτης και γιατί την κουκούλωσαν την ιστορία αυτή να μη μαθευτεί η αλήθεια. Όμως η αλήθεια πάντα οδηγεί σε ένα δικό της φως. Και ο έρημος βάλτος γεμίζει από την τρυφερή φωνή εκείνων που κάποτε αγάπησαν μα δεν πρόφτασαν να ζήσουν την αγάπη τους.
Διαβάζουμε στη σελ. 127:
Από τα δεκατρία μου το έχω το τετράδιο του παππού στα χέρια μου, όμως φοβόμουν να λαβώσω την ψυχή μου. Διάβαζα μόνο βιαστικά κάποιες σελίδες κι ευθύς το έκρυβα. Όμως τώρα ξέρω. Πόνεσα και τρόμαξα. Και η λαβωμένη μου ψυχή έγινε πιο όμορφη και πιο ανθρώπινη. Πλάτυνε η ψυχή μου, ο πόνος μας ωριμάζει, μας ομορφαίνει. Μας μαθαίνει να βάζουμε κι εμείς το δικό μας ελάχιστο λιθαράκι στις μεγάλες έννοιες που λέγονται ανθρώπινη ζωή και ειρήνη και δικαιοσύνη, Και ξέρω ακόμα πως η ψυχή μου θα πενθεί για πάντα τη Δήμητρα κι εσένα, Άντριου, και, μέσα από εσάς τους δυο, όλους εκείνους που δεν τους πένθησε κανείς, που δεν τους έκλαψε κανείς.
Η συγγραφέας με το βιβλίο της κατάφερε να δημιουργήσει μια συμφιλίωση με τον αθέατο κόσμο, και μια τρυφερή επικοινωνία. Ξεπλένει τα σκοτάδια του παρελθόντος με μεταξένιο φως και κάνει υπαρκτά και αγαπημένα αυτά που νομίζουμε ανύπαρκτα, έτσι που στο τέλος μένεις με μια δυνατή αίσθηση ομορφιάς και γνώσης, με μια επιθυμία να μην τελειώσει η μαγεία που έζησες διαβάζοντας το βιβλίο, να ανακαλύψεις κι άλλες αλήθειες από το μυστήριο της ζωής. Είναι από τα πιο συναρπαστικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει για νέους αλλά και για μεγάλους, τα πρόσωπα σφύζουν από τρυφερότητα, υπάρχει αγάπη, θυσία, φως, και ο λόγος κυλά μεταξένιος στα μονοπάτια της ομίχλης. Και με αυτή τη μαγική γραφή της ανοίγει στην ψυχή τα μονοπάτια εκείνα που οδηγούν στην «άλλη αλήθεια», όπως τη λέει, στην άλλη «γνώση», αυτή που ελευθερώνει το πνεύμα και σε μυεί σε ένα κόσμο ομορφιάς.
fractalart.gr, 6 Νοεμβρίου 2014