Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου για άλλη μια φορά μας «δώρισε» ένα ιδιαίτερο βιβλίο δίνοντας τη δυνατότητα να το παρακολουθήσει ως ιστορία ακόμη κι ένα παιδί στην έναρξη της εφηβείας του. Όμως, επειδή μιλάμε για μια σπουδαία συγγραφέα, χρειάζεται να ξεφύγουμε από το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του βιβλίου –αυτό που ενδεχομένως θα μάγευε έναν έφηβο – και να σπρώξουμε τη σκέψη μας σε πιο βαθιά μονοπάτια.
Τρυφερή και ευάλωτη η φωνή της συγγραφέως μοιάζει με τοπίο που ραγίζει –δική της η περιγραφή – , για να επιτρέψει στο αόρατο να υπάρξει. Κι όσο για την πεποίθησή της πως εκείνο που δεν φαίνεται μας εξουσιάζει, αυτό πιστοποιείται τω όντι σε κάθε σελίδα ανάγνωσης.
Ως αναγνώστης, διαβάζεις την ιστορία, χάνεσαι μέσα από τη μαγεία της γλώσσας της Λαμπαδαρίδου Πόθου, λιώνεις τις λέξεις σαν καραμέλα που εναλλάσσει τις γεύσεις και κάποιες στιγμές αισθάνεσαι πως την καραμέλα αυτή, την καταπίνεις κάθε φορά που ακούς τη σκέψη της συγγραφέως αόρατα να σου ψιθυρίζει με τρέμουσα φωνή: “γνωρίζω αυτά που δεν γνωρίζω..”
Γεμάτο από αθέατες πλευρές της πραγματικότητας το βιβλίο αυτό, όπου ανάμεσα στον φυσικό και στον μεταφυσικό κόσμο υπάρχει απόλυτη συναίρεση. Και μάλιστα οι αθέατες αυτές πλευρές της ζωής συνεχίζουν να αισθητοποιούνται, ακόμη και όταν η συγγραφέας παρουσιάζει τη σκέψη της να αμφιβάλλει ή και να δυσπιστεί απέναντι στη μεταφυσική βεβαιότητα. Ωστόσο, δεν σταματά ποτέ να αφουγκράζεται με απόλυτη προσοχή τον αντίλαλο της σιωπής. Κι εκεί ανάμεσα στο υπάρχει «το άλλο» ή δεν υπάρχει, μέσα από αυτή την τραγική αμφιβολία, ο κόσμος του επέκεινα γίνεται ακόμη πιο υπαρκτός, γιατί είναι αυτός που υπερισχύει. Η συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών – αλήθεια, πόσο μα πόσο φυσικά παρουσιάζεται η σκηνή της συνάντησης της κοπέλας με το φάντασμα – μοιάζει με όνειρο, όνειρο που υποψιάζει ότι η ψυχή και το σώμα είναι ξεχωριστά.
Η Λαμπαδαρίδου Πόθου γνωρίζει πως την πραγματικότητα αν θέλεις, μπορείς να την πεις περιγραφικά σαν να την φωτογραφίζεις, δεν είναι όμως αυτό που την ενδιαφέρει. Είναι έκδηλο πως αυτό που ενδιαφέρει την ίδια είναι η προσέγγιση της πραγματικότητας ως προς το νόημά της, την ουσία της δηλαδή, τη βαθύτερή της αλήθεια. Ένα πάθος και μια αγωνία για την αλήθεια στο βιβλίο αυτό, όχι για το εφήμερο, αλλά για το πραματικά υπαρκτό, όχι για το προσωρινό, αλλά γι’ αυτό που μένει, το αιώνιο, το ακατάληπτο, το αμετάβλητο. Για την ουσία των πραγμάτων, για τα γνωρίσματα εκείνα του κάθε όντος που κάνουν αυτό το ον να μετέχει στην ύπαρξη. Υπαρκτό, όμως, δεν είναι μονάχα αυτό που φαίνεται κι η συγγραφέας μοιράζεται την αγωνία μαζί μας για να μας το φανερώσει.
Όσοι από εμας περιορίζουμε τη ζωή στην ύλη και σκεφτόμαστε αποκλειστικά με υλιστικούς όρους, δύσκολα μπορούν να αντιληφθούν το μεταφυσικό και το πνευματικό. Η ανθρώπινη ύπαρξη όμως δεν είναι μονάχα ύλη, είναι και πνεύμα κι αν απουσιάσει η σύνδεση αυτή, τότε δεν είναι δυνατόν να αντιληφθούμε τα πράγματα, όπως είναι στην πραγματικότητα, ούτε να αισθανθούμε την ουσία της σχέσης τους με τη Φύση ή τον Δημιουργό.
Η Λαμπαδαρίδου Πόθου μέσα από την ιστορία αυτή μας λέει προβληματισμένη πως μονάχα αν βιώσουμε την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από το πρίσμα του πνεύματος και της μεταφυσικής σκέψης, μονάχα τότε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε και να εκτιμήσουμε την ανθρώπινη συνείδηση. Σε κάθε άλλη περίπτωση μοιάζει σαν να αναγκάζουμε τη λογική να προσπαθήσει να κατανοήσει πράγματα πολύ πιο πέρα από τη δικαιοδοσία της, ενώ ταυτόχρονα φυλακίζουμε τη νόηση εντός του πεδίου των αισθήσεων και των αντιλήψεων. Η συγγραφέας γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν –μας το αποδεικνύει το σύνολο του έργου της – πως η πνευματικότητα με τη μεταφυσική δίνουν στην Τέχνη ευρύτερες διαστάσεις. Για την ακρίβεια ξέρει πως η Τέχνη επιτυγχάνει την πραγματική της ταυτότητα μονάχα μέσω της πνευματικότητας και της μεταφυσικής.
Είναι φανερό πως η Λαμπαδαρίδου Πόθου ενώνει τα διάφορα ερεθίσματα που ξυπνούν στο πνεύμα της πράγματα και γεγονότα από κάθε πλευρά της ζωής, δείχνοντας τη σύνδεση νοούμενου και φαινομένου, αποκαλύπτοντας μπροστά στα μάτια μας τα πράγματα στην ολότητά τους. Η ύπαρξη ολόκληρη μπορεί να γίνει κατανοητή με ασφαλές κριτήριο μονάχα με σκέψη βασισμένη στη μεταφυσική. Γιατί αυτή μας επιτρέπει να δούμε την ύπαρξη ως ολότητα και να ταξιδέψουμε στις βαθύτερες διαστάσεις της.
Σχεδόν ολόκληρο το έργο της Λαμπαδαρίδου Πόθου βγάζει από μέσα του μία κραυγή. Η συμπαντική φιλοσοφία της Λαμπαδαρίδου φαίνεται πως ξεκινά από αυτήν την κραυγή. Όχι αόριστη, αλλά μία κραυγή φόβου μπροστά στο δέος της ζωής και του θανάτου, μια κραυγή μπροστά στη μεταθανάτια αγωνία, κραυγή για τη μοναξιά της ανθρώπινης φύσης, για τον χρόνο και το κενό, για τη ματαιότητα του ανθρώπου να υπερισχύσει των πάντων. Κι αυτή η κραυγή που αυτόματα βγάζει η σύνδεση του φυσικού με το μεταφυσικό, η συνέντευξη με το φάντασμα επί τω προκειμένω, οδηγεί εν τέλει σε μια πραγματική ελευθερία του προσώπου –της ηρωίδας εδώ – που φαντάζει ως νίκη του ανθρώπου και ελπίδα ζωής.
Όσα και να πω για το βιβλίο αυτό, θα είναι λίγα. Διαβάστε το!
Ο Πασχάλης Πράντζιος είναι φιλόλογος και συγγραφέας
Αναρτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2014