Δεν καταλαβαίνω σημαίνει είμαι μονάχος
Θεωρώ τιμή μου που με καλέσατε να μιλήσω σήμερα για τη σημασία του λογοτεχνικού βιβλίου στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού και του εφήβου, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι ως συγγραφέας, στην διημερίδα που οργανώθηκε για την ίδρυση των έντεκα σχολικών βιβλιοθηκών από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
Βιώνοντας μια καθημερινότητα ταραγμένη, με την εισβολή μιας τεχνολογίας αναρχικής, που εξουσιάζει όλο και πιο βαθιά τα ψυχικά και νοητικά μας πεδία, και που συνθλίβει αντιλήψεις και κατακτήσεις αιώνων, η δημιουργία ανθρώπινων αντιστάσεων γίνεται πια μια αγωνιώδης κοινωνική αλλά και ψυχική ανάγκη.
Σήμερα, στην αυγή του νέου κόσμου, που ανέτειλε με αινιγματική μεγαλοπρέπεια, αφήνοντας στα μάτια μας το δέος των άγνωστων ακόμα εξαγγελιών για πιο βαθιές διεισδύσεις της τεχνολογίας στις υποστασιακές δομές της ύπαρξής μας, η ίδρυση σχολικών βιβλιοθηκών είναι, πιστεύω, η πρώτη και ουσιώδης μέριμνα για τη δημιουργία της αντίστασης, όπως είπα, της άμυνας, γενικά των προϋποθέσεων εκείνων που θα βοηθήσουν το παιδί να περάσει ήρεμα στην εφηβεία του, που θα βοηθήσουν τον έφηβο να ανασυνθέσει πάνω σε καθαρές βάσεις τις αξίες της ζωής του.
Και μέσα στην παραπλάνηση, που επικρατεί στις μέρες μας, στη σύγχιση των αξιών, είναι πολύτιμο δώρο ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο, που θα χαρίσει στο παιδί και στον έφηβο τη μοναχική του ώρα, τη δυνατότητα του προσωπικού στοχασμού, της προσωπικής κρίσης, της ονειροπόλησης ακόμα. Στοιχεία που θα του δώσουν τη δυνατότητα να γίνει ένας σωστός ώριμος άνθρωπος.
Οι χώροι όπου ζήσαμε την πρώτη μας μοναξιά, οι χώροι όπου ονειρευτήκαμε, λέει ο Ρίλκε, δένονται παράφορα με τον χρόνο της ωριμότητας. Και σίγουρα, η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι και η πρώτη γόνιμη μοναξιά του παιδιού, που τη βιώνει μέσα σε μια προσωπική ελευθερία, αυτή που θα το οδηγήσει σε μια ανώτερη ελευθερία του προσώπου.
“Η ανάγνωση των κλασικών είναι ένα ταξίδι στις ρίζες”, γράφει ο Ουμπέρτο Έκο. ΄Οπως επιστρέφουμε στη γενέθλια γη, να προσκυνήσουμε το χώμα που μας γέννησε, επιστρέφουμε, μ’ ένα βιβλίο, στις θησαυρισμένες αξίες του πνεύματος, να γνωρίσουμε τις διαδρομές της ύπαρξής μας. Γιατί μέσα στη μεγάλη λογοτεχνία, παγκόσμια και ελληνική, είμαστε εμείς, η περιπέτεια της ψυχής μας, πριν από μας.
Ως συγγραφέας συμβαίνει να έχω μια ιδιαίτερη εμπειρία για τη σχέση του βιβλίου με το παιδί και τον έφηβο. Όχι τόσο γιατί έγραψα κάποια παιδικά μυθιστορήματα, κυρίως για μεγάλα παιδιά, τα ιστορικά μου μυθιστορήματα, που αγαπήθηκαν, μπορώ να πω, από χιλιάδες ελληνόπουλα. Η βαθιά εμπειρία μου, η σχέση μου με το παιδική ψυχή, δεν προέρχεται από αυτά τα βιβλία μου, αλλά γιατί από σύμπτωση, σε κάποια στιγμή της ζωής μου, έγραψα το “Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο”. Όταν είχα αισθανθεί την ανάγκη να γράψω κάποια πράγματα στο γιο μου για να βοηθηθεί στα πρώτα βήματα της ζωής του. Τα έγραψα και μετά βασανίστηκα πολύ αν έπρεπε να τα δημοσιεύσω, αφού ήταν προσωπικές μου στιγμές, στιγμές που βίωσα εγώ η ίδια μεγαλώνοντας στην πρώτη του ηλικία το παιδί μου. Τότε, θυμάμαι, ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλης διευθυντής της Ραδιοφωνίας, και όταν του διάβασα κάποια κομμάτια, φέρ’ τα, είπε, φέρ’ τα γρήγορα. Και ύστερα από αμέτρητα τηλεφωνήματα που είχαν γίνει στην ΕΡΤ ζητώντας τα κείμενα των εκπομπών, αποφάσισα να τα βγάλω σε βιβλίο.
Είναι πολλά τα γράμματα που έχω λάβει από νέα παιδιά, γράμματα με μια αγωνία εξομολόγησης, αγωνία να κατανοήσουν τον κόσμο τους, τη σχέση τους με τη ζωή, με τους γύρω τους, με το σωστό. Το σωστό γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο στις μέρες μας. Και ύστερα, επειδή δεν ήταν δυνατόν να απαντήσω στο κάθε παιδί ξεχωριστά, έγραψα ένα δεύτερο βιβλίο, με τίτλο, “Απάντηση σ’ ένα γράμμα και μία τύψη”. Η τύψη ήταν δική μου. Για όσα εγώ δεν μπόρεσα. Και είχα και από αυτό το βιβλίο επίσης πολλά γράμματα και τηλεφωνήματα. Αγωνιώδη γράμματα από τα νέα παιδιά.
Αυτή είναι η εμπειρία μου, που με κάνει να αισθάνομαι, όχι μόνο σαν συγγραφέας αλλά και σαν άνθρωπος, δικαιωμένη, γιατί, και πάλι το λέω, από σύμπτωση και με πολλές μεταμέλειες, έγιναν τα βιβλία μου εκείνα ένας οδηγός για την διάπλαση της παιδικής ψυχής. Γιατί είναι πάρα πολλοί αυτοί που ακόμα μου λένε σήμερα πως με τα βιβλία εκείνα γαλουχήθηκαν. Πολλά χρόνια ντρεπόμουν να το σκέφτομαι αυτό, αισθανόμουν αδέξια. Σήμερα το θεωρώ μια αλήθεια της ζωής μου. Και ίσως αυτό με βοήθησε να δω πιο σωστά την παιδική ψυχή. Από κει ξεκίνησα να γράψω τα παιδικά μου μυθιστορήματα, αυτά τα ιστορικά μου, τη Μαρούλα της Λήμνου, τη Δοξανιώ, τον Νικηφόρο Φωκά, προσθέτω και το μεγάλο βυζαντινό μου Πήραν την Πόλη, πήραν την, αφού γι’ αυτήν τη σειρά το έγραψα. Και σήμερα χαίρομαι που τα έχω.
Τότε, θυμούμαι, όταν έγραφα τα κείμενα “Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο’, παράλληλα μετέφραζα, για κάποιον εκδοτικό οίκο, μαζί με τον Μίνωα Πόθο, Το Θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον της Σέλμα Λάγκερλεφ, αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και εκείνες τις μέρες, κάποια νέα παιδιά μπήκαν σ’ ένα σπίτι να κλέψουν και επειδή δεν βρήκαν τίποτα να πάρουν έβγαλαν τα μάτια ενός καναρινιού που ήταν εκεί στο κλουβί του. Και σκεφτόμουν, αν τα παιδιά είχαν διαβάσει αυτό το βιβλίο, θα έκαναν μια τόσο αποτρόπαιη πράξη; Σήμερα έχουμε συνηθίσει πια σε παρόμοιες πράξεις βίας, όμως τότε το θεώρησα κάτι τρομακτικό. Και ίσως αξίζει τον κόπο εδώ, μια και αναφέρθηκα σε αυτό το βιβλίο, να πω πώς γράφτηκε. Πιστεύω πως είναι άκρως επίκαιρο στο νόημα της σημερινής πνευματικής τελετής. Λοιπόν, κάποια μέρα η Σουηδική Ακαδημία ζήτησε από τους πιο σπουδαίους συγγραφείς της χώρας, να συγγράψουν βιβλία πατριδογνωσίας για τα σχολεία. Τότε η Σέλμα Λάγκερλεφ πήγε στο πατρικό της σπίτι, μια περιοχή μέσα σε έλατα, έξω από τη Στοκχόλμη, να γράψει το βιβλίο, στον τόπο όπου έζησε η ίδια παιδί. Έτσι γεννήθηκε το αριστούργημα αυτό. Και σήμερα, στο όνομα του καλού ελληνικού βιβλίου, λέω: Μακάρι και η δική μας Ακαδημία ή η Πολιτεία, να ζητήσει από τους άξιους συγγραφείς του τόπου μας να γράψουν παρόμοια βιβλία. Μπορεί μέσα από αυτά να έβγαινε κάποιο αριστούργημα. Και πόσο πιο πλούσια σε θρύλους και ιστορία είναι η δική μας γη. Ο δικός μας τόπος. Όμως ποιο παιδί τον έμαθε μέσα από τα – εν πολλοίς ανιαρά – σχολικά βιβλία; Γιατί το παιδί, για να μαγευτεί από τη γνώση, είναι απαραίτητο η γνώση αυτή να έχει μέσα της ποίηση και ομορφιά. Στοιχεία που δημιουργούν τη συγκίνηση. Μόνον ό,τι μας συγκίνησε το διασώζει ο χρόνος στην ψυχή μας.
Όταν κάποτε έκανα μια ομιλία, σ’ ένα απομακρυσμένο ακριτικό Γυμνάσιο, για το παιδικό βιβλίο, κάποιο παιδί μου είπε: “Εγώ δεν διάβασα κανένα λογοτεχνικό βιβλίο, δεν είχα χρήματα για να το αγοράσω κι ούτε ήξερα πόσο σπουδαίο ήταν, είναι αργά τώρα;” Το ερώτημα εκείνου του παιδιού, η αγωνία που είχε η φωνή του, ακόμα με κυνηγά. Είναι αργά τώρα;
Τόσο γρήγορα που κυλά η παιδική ηλικία, μα και τόσο γρήγορα που ωριμάζει πια το παιδί, με όλη αυτή την παγκόσμια ειδησεολογία που κατακλύζει την καθημερινότητά μας και που το θέλουμε ή όχι περνά στη δική του ψυχικότητα, έτσι, που θέτουμε εμείς πια το αγωνιώδες ερώτημα για το πόσο ασχοληθήκαμε με την παιδική ψυχή, καθένας από τη δική του θέση, αλλά και για το πόσο αργήσαμε.
Θυμούμαι, κάποιες δεκαετίες πριν, όταν το παιδί μου ήταν στην πέμπτη και έκτη δημοτικού, δεν επιτρεπόταν να κάνουν εργασία στο σπίτι και ούτε να διαβάσουν λογοτεχνικά βιβλία, και πήγαινα και παρακαλούσα τον δάσκαλο, βάλτε τους μια εργασία, να ασκηθεί το μυαλό τους, δώστε τους ένα βιβλίο να διαβάσουν, να πλουτίσουν την ψυχή τους. Και μου απαντούσε: Απαγορεύεται από το Υπουργείο. Ακόμα δεν κατάλαβα πώς ήταν δυνατόν. Και όμως, ήταν. Εγώ το έζησα αυτό. Γι’ αυτό λέω πως το ερώτημα του παιδιού, αν είναι αργά, έπρεπε πρώτα η Πολιτεία να το θέσει.
Σήμερα, ας δούμε τη θετική πλευρά. Οι έντεκα σχολικές βιβλιοθήκες είναι μια απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα. Και εδώ θέλω να σημειώσω την μεγάλη συμβολή του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, με την προσωπική δραστηριότητα της κας Ζορμπά, που συνέβαλε στην πραγματοποίησή τους. Εμένα προσωπικά με συγκίνησε και η άλλη δραστηριότητα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, με τη δημιουργία της Κασσαβέτειας βιβλιοθήκης για τις φυλακές ανηλίκων. Αυτά είναι μεγάλα έργα. Το να σώσει κανείς την ψυχή και ενός παιδιού είναι μεγάλο έργο.
Και αφού έκανα μια περιδιάβαση στις προσωπικές μου εμπειρίες, αυτές που είχα από τα βιβλία μου ή από τη ζωή μου, θα θέσω κάποιες απόψεις για το τι πιστεύω για το λογοτεχνικό βιβλίο σε μια σχέση με το παιδί και με τον έφηβο – σχέση δημιουργικής μοναξιάς και ελευθερίας του προσώπου του. Και επισημαίνω πως οι απόψεις αυτές είναι η προσωπική μου διαίσθηση.
Πιστεύω πως, πέρα από την αισθητική, την ηθική, την πνευματική αξία του βιβλίου, πέρα από τα πρότυπα που μπορεί να δημιουργήσει στην παιδική ψυχή, από το θησαύρισμα των γνώσεων και την ωρίμανση της κρίσης του, προσωπικά δίνω μεγαλύτερη σημασία στο γεγονός πως το παιδί διαβάζει ένα βιβλίο ονειρευόμενο.
Για δυο λόγους.
Πρώτον, γιατί λυτρώνεται, με την έννοια, απευθερώνεται από την γεμάτη καταπιέσεις πραγματικότητα. Και δεύτερον, γιατί δημιουργεί μέσα του μια ποιητική αντήχηση, μια ευτυχία του χώρου, που θα το ακολουθεί σε όλη την ηλικία της ωριμότητας.
Ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος Γκαστόν Μπασλάρ χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία σαν μια χώρα αμετακίνητη, χωρίς διάρκεια, μια αφηρημένη έκταση, γεμάτη αντηχήσεις. Όσο και αν η τεχνολογία τείνει να αλλάξει ριζικά τη ζωή μας, είναι σίγουρο πως το παιδί, μέσα σ’ αυτή την αφηρημένη έκταση την χωρίς διάρκεια, θα ζει πάντα την πρώτη του μοναξιά, τα πρώτα του όνειρα, εκεί θα ανακαλύψει τον κόσμο, θα κατακτήσει γνωστικά τις αξίες του. Λοιπόν, κατά τον Μπασλάρ, ονειροπολώ σημαίνει ξαναζώ τον βιωμένο μου χρόνο. Ξαναζώ τις στιγμές του ευτυχισμένου χώρου. Και ευτυχισμένος χώρος είναι η παιδική ηλικία, όσο τραυματικά και αν είναι τα βιώματα που κουβαλά μέσα της. Γιατί, η παιδική ηλικία είναι σαν την ποίηση. Η ποίηση έχει μια ευτυχία μέσα της, ακόμα και όταν μιλά για οδυνηρά πράγματα. Μια υπέρβαση.
Ανάμεσα στις τόσες σημασίες που έχει ένα βιβλίο στη ζωή του παιδιού, η σημαντικότερη, πιστεύω, αυτή που θα το βοηθήσει να μπει σε μια ήρεμη ωριμότητα, είναι πως θα το κάνει να ονειρευτεί, να στοχαστεί, να βιώσει μονάχο του και ελεύθερο τη γνώση. Τα όνειρα της ωριμότητας είναι σχεδόν πάντα καταπιεσμένα από τον εμπειρικό χρόνο. Κι αυτό σημαίνει, είναι ελεγχόμενα από τη λογική της πραγματικότητας.
Όμως το παιδί μπορεί να βιώνει τη μοναχική του ώρα, να βιώνει τον κόσμο του μέσα από μια σιωπή δική του, να τον ανιχνεύει, να τον ανακαλύπτει, αφού από τη φύση του βρίσκεται σε μια σχέση αγνωσίας με τον κόσμο.
Και για το σκοπό αυτό διαθέτει τη δύναμη της φαντασίας του. Και σίγουρα η φαντασία είναι πιο δυνατή από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και όσο τραυματικά κι αν ζει ένα παιδί, έχει τη δύναμη να υπερβαίνει τα τραύματα. Να δημιουργεί τη μαγεία του μη πραγματικού, με άλλα λόγια την ευτυχία του παραδείσου. Γι’ αυτό και η παιδική ηλικία χαρακτηρίστηκε ως ο χαμένος παράδεισος του ανθρώπου. Όσο τραυματική και αν ήταν. Και στο σημείο αυτό το βιβλίο θα παίξει τον πρωτεύοντα ρόλο. Γιατί το παιδί βρίσκεται συνεχώς σε μια κατάσταση ποίησης. Ποίηση δεν είναι η ποιητική εικόνα. Είναι η ενέργεια της εικόνας. Οι αντηχήσεις που ξυπνά μέσα μας η ενεργοποιημένη εικόνα. Είναι ένας νέος τρόπος να βλέπεις και να σκέφτεσαι, όπως είπε ο Ελύτης. Και το παιδί βρίσκεται σε μια συνεχή ενεργοποίηση της φαντασίας του, που σημαίνει, σε μια συνεχή κατάσταση ποίησης.
Βέβαια, δεν θα αναλύσουμε εδώ τα στάδια της ηλικίας σε σχέση με το βιβλίο. Όμως θα μιλήσουμε για τον λυρισμό που υπάρχει στην εφηβεία και μεταεφηβεία, καθώς και για την ενδοστρέφεια. Για την επαναστατικότητα του παιδιού, που πολλές φορές είναι ρομαντική, ερευνητική. Αρνητική ακόμα, με την έννοια της απόρριψης των παλιών ειδώλων. Κι ύστερα από τον λυρισμό και την ενδοστρέφεια έρχεται η ανησυχία των ερωτηματικών, φιλοσοφικών και υπαρξιακών ερωτηματικών, μεταφυσικών ακόμα. Η ανίχνευση του εγώ, του υπερεγώ, η ανάγκη της σύγκρουσης. Η σύγχρονη ψυχολογία υποστηρίζει πως το νέο παιδί μόνο μέσα από την εναντίωση, συγκρουόμενο θα οριοθετήσει το πρόσωπό του. Και προσθέτω, στην ηλικία αυτή υπάρχει διάχυτη μια ανάγκη πρωτοπορίας.
Προσωπικά, πιστεύω πως η επανάσταση του έφηβου είναι ένας τρόπος να αμυνθεί μπρος στο δεδομένο. Για να μπορέσει να ανοίξει νέους δρόμους έκφρασης και ζωής. Για να κατακτήσει τις αλήθειες μ’ έναν δικό του παρθενικό τρόπο. Δεν τις αποδέχεται ως δεδομένες. Κι ας είναι οι ίδιες αλήθειες και αξίες, αυτές οι απαρασάλευτες. Εκείνος θέλει να αγωνιστεί γι’ αυτές, σαν να τις δημιουργεί απ’ την αρχή.
Πόσο φωτισμένο άτομο θα πρέπει να είναι και ο δάσκαλος, ο καθηγητής, για να κατανοήσειι αυτή την ευαίσθητη ηλικία του έφηβου.
Απ’ την άλλη, για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά και δημιουργικά ο έφηβος, πριν από την ενηλικίωση, θα πρέπει να έχει ανάλογα καλιεργήσει την ψυχή και το πνεύμα του. Και, εκτός απο την κατανόηση του οικογενειακού και σχολικού περιβάλλοντος, ένας τρόπος, για να το κατορθώσει, είναι να έχει κατακτήσει τον πλούτο των βιβλίων, που προσφέρει η παιδική λογοτεχνία, η ελληνική και η παγκόσμια.
Όμως, ένα άλλο ερώτημα τίθεται.
Η σχολική εργασία δεν μπορεί να προσφέρει όσα και το εξωσχολικό λογοτεχνικό βιβλίο;
Ε, όχι, δεν μπορεί.
Γιατί έχει σύμφυτα κάτι το δεσμευτικό. Και ό,τι μας δεσμεύει ή μας εξαναγκάζει ταυτόχρονα μας απωθεί.
Όταν το παιδί διαβάζει ένα βιβλίο, λειτουργεί μέσα σε μιαν απόλυτα προσωπική του ελευθερία, αφού είναι εκείνο μονάχο που βιώνει, με τη δική του αισθαντικότητα, τους φανταστικούς κόσμους του.
Το παιδί δεν μπορεί ν’ αντέξει πολλή πραγματικότητα.
Και καθώς η καθημερινότητά μας με τις αναλέητες ανάγκες και τα λογιών προβλήματα το θέλουμε ή όχι περνά μέσα στην ψυχολογία του, αισθάνεται την ανάγκη να αποδράσει με τη φαντασία.
Λοιπόν, το παιδί δεν μπορεί ν’ αντέξει πολλή πραγματικότητα. Δεν την καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνω σημαίνει είμαι μονάχος. Εκεί ζει τη δική του μοναξιά της ηλικίας του, που είναι μια μοναξιά της αγνωσίας του κόσμου. Γιατί είναι επώδυνη η προσπάθεια του παιδιού να κατακτήσει γνωστικά τον κόσμο.
Γράφει ο Κίρκεγκωρ: Αυτό είναι το βαθύ μυστικό της αθωότητας: ότι είναι ταυτόχρονα και αγωνία. Και εδώ η αθωότητα είναι η αγνωσία του κόσμου.
Κι αφού λοιπόν, η λογική της πραγματικότητας τού είναι ανέφικτη και γι’ αυτό επώδυνη, επιζητά ν’ αποδράσει. Να καταφύγει στο μη πραγματικό. Στην περιπέτεια ενός ήρωα που θα του προσφέρει το βιβλίο. Γιατί, είναι σίγουρο πως, για το παιδί, τίποτα δεν έχει τόση γοητεία όση το μη πραγματικό. Το φανταστικό. Αφού είναι πιο κοντά στη φύση του. Εκεί ο χρόνος γίνεται ελαστικός. Γίνεται η αφηρημένη έκταση, όπως την είπαμε. Και το παιδί λειτουργεί ελεύθερο και μονάχο του. Κι αν πάμε πιο πέρα, μόνο η φαντασία έχει τόσο απόλυτα την ουσία και την έκταση του αιώνιου, όπως την χαρακτήρισε ο Γιούνγκ: Μόνο η παιδική ηλικία μπορεί να χωρέσει το αιώνιο.
Άλλωστε, η διαφορά της παιδικής ηλικίας από την ηλικία της ωριμότητας είναι μια διαφορά αντίληψης του χρόνου. Και του χώρου. Οι διαστάσεις στην παιδική ηλικία είναι τεράστιες, σε σχέση με την πραγματικότητά τους. Λέει ο Σεφέρης στον Γυρισμό του ξενητεμένου: “Τα δέντρα μού έρχονται ως τη μέση, κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια, κι όμως σαν είμουνα παιδί…”, και λοιπά.
Τελειώνοντας, θέλω να μείνω λίγο ακόμα σ’ αυτό που εγώ δίνω μεγάλη σημασία. Ότι, το παιδί διαβάζοντας ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο, ονειροπολεί. Σήμερα, ύστερα από όλη την εμπειρία που είχα στη σχέση μου με το παιδί, ως συγγραφέας και ως άνθρωπος, πιστεύω πως είναι απαραίτητη η ονειροπόληση στην παιδική ηλικία. Και επανέρχομαι σε αυτό που είπε ο Ρίλκε, πως οι χώροι όπου ζήσαμε την πρώτη μας μοναξιά, οι χώροι όπου ονειρευτήκαμε, μένουν ανεξίτηλοι στη ζωή μας. Και πως ο άνθρωπος επιστρέφει νοερά στους χώρους εκείνους για να ξεκουραστεί. Λέει ακόμα τούτο το ωραίο, πως: όσο πιο ταπεινοί είναι οι χώροι εκείνοι, τόσο πιο πλούσια ενεργοποιούν τη φαντασία του παιδιού, αλλά και τόσο πιο δυνατά την δένουν μαζί τους.
Η καταφυγή του παιδιού στο βιβλίο δεν είναι μόνο μια ανάγκη του για ελευθερία, αλλά και για έκφραση. Για αυτοέκφραση. Οριοθετεί τις αλήθειες και τις αξίες του. Και συνειδητοποιεί τον νόμο του δικαίου.
Όμως και κάτι ακόμα σημαντικό: Συμφιλιώνεται αγωνιστικά με τη ζωή και με τον εαυτό του. Και αυτό ήταν ένα ερώτημα που πολλά παιδιά μου είχαν θέσει στα γράμματα, που έλαβα: Πώς θα συμφιλιωθούν με τα πρόσωπα γύρω και τον εαυτό τους .
Και, να πρσθέσω, εξίσου σημαντικό θεωρώ και το γεγονός ότι, διαβάζοντας ένα βιβλίο, το παιδί θα στοχαστεί. Και σίγουρα ο στοχασμός είναι διαφορετικός από την ονειροπόληση.
Ο στοχασμός είναι η αρχή της πρωτοπορίας.
Και η τάση του έφηβου για απόρριψη έχει μέσα της την έννοια της πρωτοπορίας. Την έννοια να ανασυνθέσει τις αξίες μέσα από τη δική του διαίσθηση για τον κόσμο. Ανεξάρτητα αν τις περισσότερες φορές, ξαναγυρνά στις ίδιες, όπως το είπα παραπάνω.
Ας θυμηθούμε πως όλη η ζωή μας της ωριμότητας είναι μια αναφορά σ’ αυτό που ζήσαμε στην παιδική μας ηλικίας.
Μια αναγωγή σ’ αυτό που δεν μπορέσαμε να ζήσουμε μα που το φανταστήκαμε, το ονειρευτήκαμε, κι έτσι μοιάζει αληθινό.
Διημερίδα του πανεπιστημίου νομού Μαγνησίας, 2000
Η ομιλία είχε τίτλο: Δεν καταλαβαίνω σημαίνει είμαι μονάχος