Δύσκολα βρίσκει κανείς τους δρόμους που οδηγούν στο ποιητικό σύμπαν του Απόστολου Αθανασάκη. Τόσο αδρής και στιβαρός ο λόγος του, τόσο σφιχτά δεμένος με τη γη και (την ιστορία) τα στοιχεία του τόπου του, (με την ιστορία του), που οι λέξεις απομαγνητίζουν τη δύναμή τους, γίνονται ψυχή και νους και αβάσταχτη μνήμη. Οι λέξεις. Ενωμένες με τον τόπο και με τις μνήμες τις αρχέγονες, γίνονται η ψυχή του ποιητή. Λέξεις σηματωροί που τις διαπερνούν οι ασφοδελοί λειμώνες και ο ορφικός λόγος, τις διαπερνά η ανάσα και ο ψίθυρος από τον τρισχιλιετή πολιτισμό που χάραξε το πέρασμά του πάνω σ’ ετούτη τη γη, με τα σημάδια και τις ομιλίες των νεκρών να στοιχειώνουν το χρόνο.
Έχει η γλώσσα μας
μάρμαρο και πέτρα
έχει και πικροδάφνη…
Νερό, αν έχεις,
το ξέρει μόνο ένας
αρχαίος βασιλιάς σου
χρόνια ξενιτεμένος
το ξέρουν τα λιγοστά δέντρα
Η έννοια της «ξενιτιάς» και του «μετανάστη» επανέρχονται στην ποίηση του Απόστολου Αθανασάκη, παίρνοντας ολοένα και πιο σκοτεινή διάσταση, μεταφυσική, οντολογική. «Μ’ εφίμωσε η ξενιτιά», λέει στο έξοχο ποίημα «Μετανάστης», και πιο κάτω, στο ίδιο ποίημα : «μοναχός / ξεχωρισμένος / μετανάστης / στον άλλο κόσμο». Σάμπως να μιλά μέσα από κείνες τις άλλες διαστάσεις του ξενιτεμού, τις μεταφυσικές, και ο λόγος του έχει όλη τη φόρτιση της ψυχής που έζησε τη σκοτεινή εμπειρία της περιπλάνησής της πάνω στις πέτρες της πατρίδας. Όλα, έξω απ’ αυτόν τον μακρινό παράδεισο, «Έχουν της ξενιτιάς το χρώμα / τ’ άπλυτο / και το λερωμένο» Ενώ, όταν επιστρέφει ή όταν αγγίζει τον τόπο με τη μνήμη του, ανθίζουν όλα σαν τον ερχομό της Περσεφόνης, κι ο ποιητής γίνεται τρυφερός προσκυνητής «σ’ αγαπώ όσο τα ερημοκλήσια / και τα σκασμένα ρόδια / στα κρυφά τα μυστικά τα άλση», λέει στον τόπο που ταυτίστηκε με κόρη. Κι αλλού, στο ποίημα 1943, γράφει: «τρίζουν στην καρδιά μου / τα πουρναρόφυλλα». Τόσο ενωμένος αισθάνεται με τον κάθε τριγμό του τόπου του, με το αέναο γίγνεσθαι της αιώνιας εφημερότητάς του, που λέει πιο κάτω: «Πώς μπορείς να ΄χεις ζήσει τέτοια ζωή / και να μην της ρίξεις ένα τρισάγιο». Στο ποίημα αυτό δίνει με αδρές πινελιές έναν κατατρεγμό, απ’ αυτούς που έζησε ο βασανισμένος τόπος μας, και ο ποιητής τον ζει ξανά με λίγες λέξεις αγκωνάρια, «βγήκαμε στους Αετούς / ένα κοπάδι μανιασμένο / η δίψα και η πείνα / δεν μας νίκησαν / πολλές στην πείνα μας νηστείες / και πολλούς επιταφίους / είχαμε στα σωθικά μας» Αρρενωπός λόγος, μεστός, λόγος μιας ώριμης βιωμένης γνώσης. Μιας γνώσης που εξαγιάσθηκε από το άλγος της ξένης γης. Το καθετί εξαγιάζεται με την ποίησή του, καθετί που έζησε ο ποιητής εκεί, στον τόπο της πρώτης νεότητας, στο «άφραγο μεσημέρι / όταν ο σκόλυμος ανθεί / όταν στον οίστρο τους / τα θηλυκά τζιτζίκια καβαλάν / τ’ αγκάθια», εκεί, στον τόπο της «Ελένης», με τον πόθο της «γυμνή απεραντοσύνη», στα «απροσκύνητα βουνά», πριν τον πάρει το «μαύρο καράβι». Αυτό το «μαύρο καράβι», που επανέρχεται στην ποίηση, αυτό που τον πήρε από τον παράδεισό του, που τον ξερίζωσε βίαια, γίνεται από ποίημα σε ποίημα ένα μεταφυσικό σκοτεινό πλεούμενο που τον ταξίδεψε στον Αχέροντα να τον εκβάλει πιο μακριά κι από τον μαύρο Άδη. Γι’ αυτό πια και χάνει συνειδητά την έννοια του τόπου ή ταυτίζει τον τόπο του με τον ορφικό λόγο, για να ελευθερωθεί ίσως από τον αγιάτρευτο νόστο. Και λέει τον ωραίο ορφικό στίχο «θα πει η ψυχή μου / όταν τη ρωτήσεις / Είμαι παιδί της γης και τ’ ουρανού», «Γας υιός ημί και Ωρανώ αστερόεντος».
Η αρχαιοελληνική παιδεία του ποιητή, αυτό το άλλο πάθος της ζωής του, δίνει στον τόπο τις διαστάσεις του κάθετου χρόνου, διαπερνώντας σαν μεταφυσική αύρα την ποίησή του, με τους νεκρούς βασιλιάδες, με την Αρτεμιδώρα, με τον Αριστόξενο. Και την ίδια στιγμή, με τραχιές κοντιλιές, δίνει την εικόνα της ξενιτιάς, πώς ο κόσμος πεινασμένος χιμάει στις υπεραγορές για «να γεμίσει άδειους χώρους, άδεια σπίτια, άδειες ψυχές», όπως γράφει στο ποίημα Αμερική του 2001.
Η ποίηση του Απόστολου Αθανασάκη έχει την ελιοτική αδρότητα και αμεσότητα, τον ελιοτικό επωδικό ρυθμό του λόγου, κι ακόμα, σε κάποια σημεία, λειτουργεί με μιαν αντίστοιχη υπερρεαλιστική συνειρμική. Όμως πέρα από την κάποια αντιστοιχία με την ποίηση του Έλιοτ, ο Αθανασάκης έχει ένα απόλυτα προσωπικό ύφος και ήθος του λόγου, καθώς οι στίχοι του απαυγάζουν τα βάσανα του τόπου του, αλλά και της δικής του ξενιτιάς, μιας ξενιτιάς που έχασε τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το μεταφυσικό, έγινε η ξενιτιά της ψυχής που εκδιώχθηκε από τον παράδεισό της. Γι’ αυτό και σε πολλά σημεία εκφράζει το ομαδικό ασυνείδητο και την κυτταρική μνήμη. Ακόμα και οι εικόνες του τελετουργικού θρήνου από την παράδοσή μας έχουν στοιχεία του ομαδικού ασυνειδήτου και, όσο κι αν είναι εικόνες πένθιμες, ασκούν μια μοναδική μαγεία, όπως στο ποίημα Έθεντό με εν λάκκω κατωτάτω εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου, «κατέβασαν κι οι τρεις (γυναίκες) / τα μαύρα τους μαντίλια / και πότισαν τις μαύρες πέτρες / με μαύρα δλακρυα», στίχοι όπου κυριαρχεί το τελετουργικό μαύρο, η μάνα, η αδερφή, η γη, που θα «στηθοκοπηθούν» για τον νεκρό. Και άλλα ποιήματα λειτουργούν σαν το δημοτικό τραγούδι, όπου μάνες μιλούν με τους πεθαμένους γιους τους.
Η ποιητική συλλογή «Στιγμές στο Χρόνο» του Απόστολου Αθανασάκη είναι η πρώτη που κυκλοφορεί στον ελληνικό χώρο. Έχει γράψει σημαντικά συγγράμματα, για τα Ορφικά, για τον Ησίοδο, για τα Ομηρικά … Έχει γράψει και ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν στην Αμερική. Ελπίζω αυτή η τελευταία ποίησή του, που γεννήθηκε από την μεγάλη αγάπη για τον τόπο του αλλά και από τον πόνο της αγάπης αυτής, να βρει την απήχηση και την αποδοχή που της αξίζει.
Προλογίζει την ποίηση του Απόστολου Αθανασάκη